«Και τι να κάνει ο Τσίπρας όταν χάσει τις εκλογές;» με ρώτησε ένας φίλος τις προάλλες. «Θα χάσει λες;» ρώτησα με προσποιητή απορία. Με κοίταξε περιφρονητικά και απάντησε κοφτά: «Θέλει και ’ρώτημα;» Η αλήθεια είναι πως η ήττα δεν θα είναι εύκολο ζήτημα για τον Τσίπρα, καθώς έχει ήδη συλλέξει δύο συνεχόμενες. Ο Νίκος Μαραντζίδης θέτει τα ερωτήματα και δίνει τις (δικές του) απαντήσεις με άρθρο του στην “Καθημερινή”.
Τι να κάνει λοιπόν αν ηττηθεί και στις επόμενες εκλογές; Για εμένα, πάντως, εξαρτάται από τον ίδιο, από τη βούλησή του. Η βούληση στην πολιτική, και ιδιαίτερα για τους χαρισματικούς ηγέτες, δεν είναι μια λεπτομέρεια, είναι θεμελιώδους σημασίας ιδιότητα, διαπιστωμένη από τους παρατηρητές της πολιτικής πολλά χρόνια τώρα.
Θυμάμαι, κάποτε, επισκέφθηκα το ίδρυμα «Κωνσταντίνος Καραμανλής» προκειμένου να κάνω έρευνα σε αρχεία που φυλάσσονται εκεί. Αναμένοντας να έρθουν οι φάκελοι που είχα ζητήσει, χάζευα τα βιβλία στη βιβλιοθήκη. Επεσε το μάτι μου στο όνομα του Κωνσταντίνου Τσάτσου, του μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας. Το βιβλίο του, ένα δοκίμιο πολιτικής φιλοσοφίας με τίτλο «Πολιτική», είχε εκδοθεί το 1965. Αυτό που κρατούσα στα χέρια μου ήταν το προσωπικό αντίτυπο του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο στάθηκα στο κεφάλαιο που αναφερόταν στην πολιτική ηγεσία, τον «εξουσιαστή», σύμφωνα με την ορολογία του Τσάτσου. Ο «εξουσιαστής», λοιπόν, έπρεπε να διαθέτει διάφορες ιδιότητες, όπως την αίσθηση της Ιστορίας και την ικανότητα «να ξέρει να μετρά την αντίσταση της ύλης που καλείται διαπλάσει». Το σημαντικότερο προσόν του όμως είναι η βούληση, που συνιστά τη «σπονδυλική στήλη» του ηγέτη. Η φράση είχε υπογραμμιστεί από τον αναγνώστη του βιβλίου, δηλαδή τον Καραμανλή, ο οποίος είχε επιπλέον σχηματίσει στο περιθώριο της σελίδας ένα τεράστιο V επιδοκιμασίας που έπιανε σχεδόν μισή σελίδα. Ο πολιτικός συμφωνούσε απόλυτα με τον φιλόσοφο (για περισσότερα στο θέμα: Σ. Βλαχόπουλος – Ε. Χατζηβασιλείου, «Διλήμματα της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας», εκδ. Πατάκη, 2018).
Είναι η βούληση, λοιπόν, που θα χαρακτηρίσει τις κινήσεις του Τσίπρα εφόσον χρειαστεί να διαχειριστεί ένα άσχημο αποτέλεσμα στις επόμενες εθνικές εκλογές. Βεβαίως, ας μην υποτιμούμε τον αγώνα που θα δώσει έως τότε. Και συμβαίνει μερικές φορές η αισιοδοξία της βούλησης να νικά την απαισιοδοξία της γνώσης, όπως έλεγε ένας άλλος φιλόσοφος, ο Αντόνιο Γκράμσι, και τέτοιες απέλπιδες προσπάθειες να φέρνουν απρόσμενα αποτελέσματα. Ομως, κακά τα ψέματα, οι συνθήκες δεν ευνοούν τον Τσίπρα. Στις επόμενες εκλογές θα είναι το απόλυτο αουτσάιντερ.
Θα θέλει ο Τσίπρας να παραμείνει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μετά μια ήττα; Κανείς δεν ξέρει. Προς το παρόν, ούτε κι ο ίδιος μάλλον. Αν όμως θελήσει να παραμείνει, ο δρόμος περνά υποχρεωτικά από την αναβάπτισή του ως ηγέτη από την εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Να θέσει δηλαδή ο ίδιος τον εαυτό του ενώπιον των μελών και των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ.
Και αν η αναμέτρηση έχει ανταγωνιστικό αντίπαλο; Κι αν έχει δράματα, αντιπαραθέσεις, καταγγελίες και αποχωρήσεις; Τόσο το καλύτερο γι’ αυτόν, εφόσον η διαδικασία είναι μαζική. Οι ψηφοφόροι όχι μόνο λατρεύουν τέτοια δράματα, αλλά τα βιώνουν λυτρωτικά. Μόνον η μαζική και αυθόρμητη συμμετοχή των πολιτών στην εκλογή του προέδρου ενός κόμματος, και όχι οι εσωτερικές ίντριγκες και οι συμφωνίες πίσω από κλειστές πόρτες, συνιστά αναντικατάστατη πηγή νομιμοποίησης, γιατί η δημοκρατία διαθέτει μια ιερή αύρα με την οποία περιβάλλει τους εκλεγμένους ηγέτες.
Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, είναι τι θα θέλει να κάνει ο Τσίπρας. Κατά το παρελθόν, ο ίδιος έχει επιδείξει εντυπωσιακή αποφασιστικότητα και ισχυρή βούληση. Θυμόμαστε όλοι το 2015, όταν έκανε την αποφασιστική στροφή προς τον «ιστορικό συμβιβασμό», το τρίτο μνημόνιο. Κι αργότερα, όταν αποφάσισε να προχωρήσει στην ιστορικής σημασίας συμφωνία των Πρεσπών.
Γενικότερα, ο Τσίπρας είχε κρίσιμη συμβολή στη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ. Ενας φίλος μου έλεγε, παλιότερα, πως ο ΣΥΡΙΖΑ του 2012 ήταν σαν τους Βίκινγκς: νεανικός, ορμητικός και ανατρεπτικός. Και γι’ αυτό προξενούσε φόβο. Αν τότε όμως ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν σαν τους Βίκινγκς, σήμερα είναι ήσυχος σαν τους Δανούς!
Την αποφασιστικότητα του Τσίπρα τη δοκίμασαν τόσο πρώην σύντροφοί του όσο και οι κυβερνητικοί εταίροι του όταν διαφώνησαν μαζί του. Γιατί ο Τσίπρας δεν διστάζει να αφήσει πίσω του ακόμη και τους φίλους του, αν χρειαστεί. Οπως θα ’λεγε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής: στεγνώνει την ψυχή του για να κυβερνήσει.
- Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Αναδημοσίευση από την “Καθημερινή”