Για τη συνταγματικότητα των εμβολιασμών «ρουτίνας», που αφορούν τις γνωστές –παιδικές κυρίως– ασθένειες, έχουν εδώ και χρόνια αποφανθεί τα δικαστήρια των περισσότερων χωρών, συμπεριλαμβανομένου και του δικού μας Συμβουλίου της Επικρατείας: εφόσον αυτός στηρίζεται σε σοβαρά και τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα και η στατιστική πιθανότητα εμφάνισης παρενεργειών είναι μηδαμινή, είναι καθ’ όλα νόμιμος και μπορεί να επιβληθεί ως υποχρεωτικός. Διότι απορρέει από την υποχρέωση του κράτους «να μεριμνά για την υγεία των πολιτών» (άρθρο 21 παρ. 3 Σ.). Αρκεί, όπως κρίθηκε, να «παρέχεται η δυνατότητα εξαίρεσης από τον εμβολιασμό σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται» [ΣτΕ (Δ΄) 2387/2020].
Του Νίκου Κ. Αλιβιζάτου
Για την τελευταία αυτή περίπτωση, δηλαδή τις «αντενδείξεις», το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου αποφάνθηκε τον περασμένο Απρίλιο ότι θα πρέπει, εκτός από τις τυχόν υποκείμενες ασθένειες, να λαμβάνονται υπόψη και οι αντιρρήσεις των ενδιαφερομένων. Αρκεί αυτές να στηρίζονται σε σοβαρούς συνειδησιακούς λόγους και να έχουν εγκαίρως προβληθεί (βλ. την απόφαση «Vavři ka κ.ά. κατά Τσεχίας», 8.4.2021).
Μετά το ξέσπασμα της τρέχουσας πανδημίας, δεν γνωρίζω αν έχουν εκδοθεί αποφάσεις για τη συνταγματικότητα του υποχρεωτικού εμβολιασμού κατά του COVID-19. Πιστεύω, ωστόσο, ότι, για την ταυτότητα του λόγου, τα δικαστήρια, εθνικά και διεθνή, δεν θα αποστούν από την ανωτέρω νομολογία. Τουναντίον, λόγω της μεγάλης μεταδοτικότητας του COVID-19 και των μεταλλάξεών του, αναμένεται να είναι ακόμη πιο αυστηρά.
Δεν τίθεται, επομένως, θέμα συνταγματικότητας του τρέχοντος εμβολιαστικού προγράμματος, ακόμη, όπως πιστεύω, και αν ο εμβολιασμός επιβληθεί ως υποχρεωτικός και στον γενικό πληθυσμό. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο αν προβλεφθεί ειδικά για ορισμένες κατηγορίες, όπως το κάθε είδους προσωπικό των δομών υγείας (βλ. σχετικά την από 14.6.2021 σύσταση της δικής μας Επιτροπής Βιοηθικής). Ζήτημα, τουναντίον, τίθεται για το είδος και τη βαρύτητα των συνεπειών της άρνησης εμβολιασμού.
Ας ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής ότι, ως κίνητρο, η ευνοϊκότερη μεταχείριση των εμβολιασμένων από τους ανεμβολίαστους είναι καθ’ όλα θεμιτή. Διότι, όπως έχει παρατηρηθεί (Γ. Καραβοκύρης), δεν πρόκειται για εύνοια, ούτε πολύ λιγότερο για αναγνώριση προνομίων υπέρ των πρώτων, αλλά για «ανάκτηση» από αυτούς της κανονικότητας. Το ίδιο κατ’ αναλογία ισχύει και για το bonus των 150 ευρώ που θα καταβληθεί στους εμβολιαζόμενους νέους 18-24 ετών. Τα περί δήθεν αθέμιτης διάκρισης, τα οποία κάποιοι προβάλλουν, δεν ευσταθούν. Διότι οι αρνητές και μόνον αυτοί είναι εκείνοι που επέλεξαν να παραμείνουν σε καθεστώς εξαίρεσης.
Από εκεί και πέρα, σε ό,τι αφορά τις συνέπειες της άρνησης εμβολιασμού –και με την αυτονόητη βέβαια προϋπόθεση ότι, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, θα λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα των αντιρρήσεων των ενδιαφερομένων και, γενικά, τα εκάστοτε επιδημιολογικά δεδομένα– κανένας δεν υποστηρίζει ότι οι αρνητές θα πρέπει να οδηγούνται σιδηροδέσμιοι στα εμβολιαστικά κέντρα. Κάτι τέτοιο, στις μέρες μας, ούτε ο χειρότερος δικτάτορας δεν θα το αποτολμούσε. Θα ήταν όμως εξίσου αδιανόητο για τους αρνητές να μην προβλεφθούν κυρώσεις. Γι’ αυτές, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει διαφοροποιήσεις, με πρώτο κριτήριο τον κίνδυνο στον οποίο οι ανεμβολίαστοι εκθέτουν πρωτίστως τους άλλους αλλά και τον ίδιο τον εαυτό τους, προπάντων στον χώρο της δουλειάς τους. Ετσι, για παράδειγμα, θα ήταν θεμιτό να απαγορευτεί, σε μιαν ευρεία κατηγορία εργαζομένων, όπως π.χ. στους υγειονομικούς, η προσέλευση στον συνήθη τόπο εργασίας τους. Γι’ αυτούς θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους από το σπίτι, είτε από ειδικά διαμορφωμένο χώρο, χωρίς να έρχονται σε επαφή με τους πάσχοντες. Αν αρνηθούν, θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι τίθενται σε προσωρινή διαθεσιμότητα, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ιταλία. Ως έσχατο μέτρο –και έπειτα από εξάντληση όλων των χρονικών περιθωρίων– θα μπορούσε να τερματισθεί η εργασιακή σχέση τους. Στην κατηγορία αυτή θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, θεμιτό να ενταχθούν οι εκπαιδευτικοί, οι ένστολοι και όσοι δημόσιοι υπάλληλοι έρχονται, λόγω δουλειάς, σε επαφή με το ευρύ κοινό.
Τα ανωτέρω ισχύουν και για τον ιδιωτικό τομέα. Ενας επιχειρηματίας, για παράδειγμα, θα μπορούσε να επιβάλει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των εργαζομένων στο εργοστάσιο ή το μαγαζί του, με παρόμοιους όρους, όχι όμως και να απολύσει άνευ ετέρου όσους αρνούνται να εμβολιασθούν.
Οσον αφορά τους χρήστες υπηρεσιών, είτε πρόκειται για τους επιβάτες των κάθε είδους συγκοινωνιακών μέσων, τους συναλλασσόμενους με το Δημόσιο, τους πελάτες καταστημάτων, τους φοιτητές και τους μαθητές, η επιβολή γενικής απαγόρευσης πρόσβασης στους ανεμβολίαστους θα ήταν, όπως πιστεύω, αντισυνταγματική, κυρίως διότι υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι, εξίσου αποτελεσματικοί, για την αποτροπή της μετάδοσης του ιού. Τέτοια είναι προφανώς τα υφιστάμενα τεστ. Αρνηση πάντως και των τελευταίων, με οποιοδήποτε πρόσχημα, δεν θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να γίνει δεκτή, διότι τα τεστ συνιστούν εξαιρετικά ήπια επέμβαση στο ανθρώπινο σώμα.
Μια τελευταία περίπτωση παρουσιάζει, κατά τη γνώμη μου, εξαιρετικό ενδιαφέρον. Μπορούν οι γονείς –επικαλούμενοι σοβαρούς κατά την κρίση τους λόγους– να απαγορεύσουν στα παιδιά τους είτε να εμβολιαστούν είτε να υποβληθούν σε τεστ; Για τα εμβόλια, η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι ναι, όσο τα παιδιά είναι μικρά (κάτω των 15)· όχι για τα τεστ. Αντίθετα, με το σκεπτικό ότι αναγνωρίζεται στους εφήβους περιορισμένη έστω δυνατότητα να συναλλάσσονται επ’ ονόματι για λογαριασμό τους, θα υποστήριζα ότι οι άνω των 15 ετών έφηβοι θα πρέπει να αφεθούν να αποφασίζουν μόνοι.
Συνοψίζοντας, μπροστά στο διαφαινόμενο τέταρτο κύμα της πανδημίας λόγω της μετάλλαξης «Δέλτα», είναι βέβαιον ότι τα ανωτέρω διλήμματα θα τεθούν αμείλικτα στο τραπέζι. Θέλω να πιστεύω ότι θα αντιμετωπισθούν με τη σοβαρότητα που επιβάλλεται. Γιατί ο απαίσιος ιός δεν είναι ούτε κόκκινος, ούτε πράσινος, ούτε μπλε και τα εμβόλια δεν τα κατασκευάζει ο εωσφόρος.
* Ο κ. Ν.Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πρώτη δημοσίευση: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ