Η καπετάνισσα Δόμνα, σύζυγος του Αντώνη Βισβίζη, όταν αυτός σκοτώθηκε ανέλαβε «την κυβέρνησι του πλοίου» και συνέχισε τον αγώνα
Της Κατερίνας Μπρέγιαννη
Να κάνει το αθέατο ορατό επιχειρεί στην έρευνά της για τη συμβολή των γυναικών στην Ελληνική Επανάσταση η ερευνήτρια – δημοσιογράφος, δημοτική σύμβουλος Χαλανδρίου, Ευγενία Κατούφα.
Από το βιβλίο ζωντανεύουν οι άγνωστες ηρωίδες της Ελληνικής Επανάστασης – γιατί όλοι/ες γνωρίζουμε την Μπουμπουλίνα ή τη Μαντώ Μαυρογένους, αλλά ελάχιστοι/ες τη Ζαμπέτα, τη μάνα του Θ. Κολοκοτρώνη, την καπετάνισσα Δόμνα Βισβίζη, τη «γραία Μανώλαινα», την Γκούραινα ή τη «Χοντροπαναγιώτα».
Η Ευγενία Κατούφα, μέσα από αποσπάσματα βιβλίων ιστορικών, απομνημονεύματα αγωνιστών που μιλούν για τη συμμετοχή των γυναικών στις μάχες και συλλέγοντας πληροφορίες από περιοδικά, ομιλίες και ηλεκτρονικά αρχεία, ανασύρει από την αφάνεια ηρωίδες της Επανάστασης που παρουσιάζονται στο ευρύ κοινό με την ταπεινότητα αλλά και το φως που τους αρμόζει. Τα κείμενα συνοδεύονται με φωτογραφίες, σχέδια ή γκραβούρες της εποχής.
Το εγχείρημα δεν ήταν απλό, διότι ο πόλεμος της ελληνικής ανεξαρτησίας υπήρξε και από τις δύο πλευρές έργο κατά κύριο λόγο ένοπλων ανδρών, με τις γυναίκες να βρίσκονται στη δίνη των γεγονότων, εξηγεί στον πρόλογο η καθηγήτρια Ιστορίας ΕΚΠΑ Μαρία Δ. Ευθυμίου προσθέτοντας ότι «τα έργα τους παρέμειναν σιωπηλά, δύσκολα ανιχνεύσιμα και, εξ αυτού, συχνά μη καταγεγραμμένα».
Ωστόσο, όταν έρχεσαι σε επαφή με αυτή την άγνωστη πτυχή της Ελληνικής Επανάστασης μέσα από το βιβλίο, δεν είναι μόνον ο θαυμασμός, το δέος και η συγκίνηση που σε καταλαμβάνει, αλλά και ένα αίσθημα δικαίωσης γι’ αυτές τις ηρωικές γυναίκες που αφοσιώθηκαν στον Αγώνα με αποφασιστικότητα και αυταπάρνηση, παρά το δυσβάσταχτο κόστος, και έμειναν στο περιθώριο της Ιστορίας.
Οι γυναίκες εργάστηκαν για τον εφοδιασμό των αγωνιστών με τροφές, νερό και πυρομαχικά, οργάνωσαν εράνους ή πρόσφεραν χρήματα και κοσμήματα για να αγοραστεί οπλισμός. Στρατολόγησαν και συντήρησαν σώματα ενόπλων, περιέθαλψαν πρόσφυγες και τραυματίες, άσκησαν ρόλο κατασκόπου και διαπραγματευτή, αλλά πολλές ήταν αυτές που πήραν τα όπλα κατά του εχθρού συμβάλλοντας αποφασιστικά στη νίκη.
Η καπετάνισσα Δόμνα, σύζυγος του Αντώνη Βισβίζη, όταν αυτός σκοτώθηκε ανέλαβε «την κυβέρνησι του πλοίου» και συνέχισε τον αγώνα. Η Μόσχω Τζαβέλλα, όταν οι Σουλιώτισσες νόμιζαν ότι οι άντρες τους σκοτώθηκαν, τους φώναξε: «Οι άντρες μας σταμάτησαν, τώρα η σειρά μας!» και 300 γυναίκες χύθηκαν στη μάχη ενάντια σε 3.000 Αλβανούς.
«Το γεγονός ότι στις γυναίκες δεν παραχωρήθηκε θέση, ούτε καν λόγος στην εξέλιξη της χώρας, για την απελευθέρωση της οποίας αγωνίστηκαν, δεν σημαίνει και ότι οι ηρωισμοί τους πρέπει να μείνουν στην άγνοια και στο σκοτάδι» τονίζει, στην εισαγωγή του βιβλίου, η Ευγενία Κατούφα και ελπίζει το βιβλίο να γίνει αφορμή για βαθύτερη έρευνα.
Ιnfo
«Χίμηξαν μπροστά με αρχηγό τη Μόσχω. Ξεμαλλιασμένες και ουρλιάζοντας με γυμνωμένα σπαθιά στα χέρια χύθηκαν να φάνε τους οχτρούς. Οι Αληπασαλήδες, άμε τις είδαν να ροβολάνε κατά πάνω τους, τις άρχισαν στις βρισιές και στα αισχρόλογα. Τότες η Μόσχω Τζαβέλλαινα, μπροστά στον θάνατο, σηκώνει τα φουστάνια της και φωνάζει: Να ωρέ! Ελάτε αν σας κιοτάει!» Δ. Φωτιάδης, «Ο Καραϊσκάκης», εκδ. Δωρικός, Αθήνα 1982, σελ. 44-45