Στον απόηχο της ψήφισης ενός εργασιακού νομοσχεδίου που ήρθε να επιτείνει το κλίμα εργασιακής επισφάλειας και στα πρόθυρα ενός ακόμη επισφαλούς καλοκαιριού λόγω της διαρκώς παρατεινόμενης υγειονομικής κρίσης, ίσως να είναι μια δύσκολη άλλα και ωφέλιμη στιγμή να ρίξουμε μια ειλικρινή ματιά στην κατάσταση της απασχόλησης στην χώρα μας.
Του Χρήστου Γούλα
Η πανδημία έθεσε σε διαρκή δοκιμασία το σύνολο των οργανωμένων θεσμών και των κοινωνικών σχέσεων, λειτουργώντας ήδη ως ιστορικό ορόσημο. Θα υπάρξει ένα «πριν» την πανδημία και ένα «μετά» και πολλές αλλαγές στην καθημερινότητα θα καταγραφούν ως αποτελέσματα της πρώτης παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο, θα χρειαστεί να είμαστε πολύ προσεκτικοί ως προς το τι μπορούμε να θεωρήσουμε ως αποτέλεσμα μιας δύσκολης και αναπόφευκτης συγκυρίας και το τι επιδιώκεται απλά να δικαιολογηθεί μέσα από αυτήν. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί η κατάσταση στην απασχόληση στην Ελλάδα. Είναι μεγάλος ο πειρασμός να θεωρήσουμε ότι για την κακή κατάσταση των εργασιακών σχέσεων και γενικότερα της απασχόλησης στην Ελλάδα, ευθύνεται κυρίως μια απρόβλεπτη διεθνής συγκυρία, παραγνωρίζοντας τον ρόλο χρόνιων δομικών αδυναμιών του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου. Στην συνέχεια θα δείξουμε ότι η υγειονομική κρίση λειτούργησε, ουσιαστικά, ως μεγεθυντικός φακός που απλά κατέστησε περισσότερο ορατές τις χρόνιες αρνητικές επιπτώσεις των λανθασμένων πολιτικών απασχόλησης στην χώρα, παρά ως βασικό τους αίτιο.
Η υγειονομική κρίση ανέδειξε με δραματικό τρόπο τον εύθραυστο χαρακτήρα της ελληνικής αγοράς εργασίας όπως αυτός έχει διαμορφωθεί εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αίτιο των χρόνιων παθογενειών της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα. Ας είμαστε ξεκάθαροι: δεν είναι η υγειονομική κρίση που θα μας κάνει να σκεφτούμε για το πόσο αξιοπρεπής μπορεί να χαρακτηριστεί μια εργασία που δεν εξασφαλίζει ισότητα στις ευκαιρίες και στη μεταχείριση εντός του εργασιακού χώρου, που δεν είναι παραγωγική και δεν προσφέρει δίκαιο και επαρκές εισόδημα, που δεν διασφαλίζει την ασφάλεια και την κοινωνική προστασία των εργαζομένων και των οικογενειών τους αλλά ούτε καν την ελευθερία των εργαζομένων να εκφράζουν ανησυχίες σχετικά με τις συνθήκες εργασίας και να συμμετέχουν στις αποφάσεις που επηρεάζουν την ποιότητα της ζωής τους. Και δεν θα αρκέσουν τα όποια ελάχιστα και ευκαιριακά μέτρα ανάκαμψης, προκειμένου να ανατραπεί αυτή η κατάσταση.
Δεν είναι η πανδημία του 2020 που έφερε την Ελλάδα στην τελευταία θέση του δείκτη ποιότητας της απασχόλησης της Συνομοσπονδίας των Ευρωπαϊκών Εργατικών Συνδικάτων μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών. Και το 1919 πάλι στην τελευταία θέση βρισκόταν και μάλιστα με σημαντική διαφορά από την προτελευταία Ιρλανδία (13 μονάδες), ενώ η απόσταση από την πρώτη στην κατάταξη Ολλανδία ήταν αυτή των 29 μονάδων. Επιπλέον η Ελλάδα ήταν ή μοναδική χώρα της Ευρώπης των 27 που εμφανιζόταν να σημειώνει σταθερά τόσο σημαντική πτώση ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της εργασίας εδώ και μια δεκαετία. Ανάμεσα στο 2010 και στο 2019 ο δείκτης ποιότητας στην εργασία υποχώρησε σχεδόν κατά δώδεκα μονάδες στην Ελλάδα, ενώ οι άλλες δύο χώρες που είδαν να υποβαθμίζεται η ποιότητα της εργασίας, Πορτογαλία και Κύπρος, έζησαν μειώσεις της τάξης του 3,21% και 1,96%. Σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η ποιότητα της εργασίας βελτιώνεται σταθερά εδώ και μια δεκαετία. Όχι στην χώρα μας.
Η πανδημία βρήκε την ελληνική αγορά εργασίας ήδη απορυθμισμένη και αδύναμη να αντιδράσει, ακριβώς λόγω των χαμηλών ποιοτικά χαρακτηριστικών της εργασίας, όπως ο αδικαιολόγητα μεγάλος χρόνος εργασίας και τα πολύ χαμηλά επίπεδα των μισθών. Θα ήταν άλλωστε παράδοξο να περιμέναμε ότι η εντατικοποίηση και η υποαμοιβή της εργασίας θα βοηθούσαν στην δημιουργία θέσεων εργασίας συμβάλλοντας στην ανθεκτικότητα της απασχόλησης απέναντι στην υγειονομική κρίση.
Ο χρόνος εργασίας στην Ελλάδα συνεχίζει να είναι ο μεγαλύτερος στην Ευρώπη αγγίζοντας τις 42 ώρες τη εβδομάδα (πέντε ώρες παραπάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο), ενώ ένας στους τρεις μισθωτούς εργάζεται το σαββατοκύριακο όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός δείκτης είναι λίγο πιο πάνω από το 20%. Σε ό,τι αφορά, τους μισθούς, η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ στο οποίο ο μέσος μισθός σωρευτικά μειώνεται από το 2010 αποτυπώνοντας τη χρόνια συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, πολύ πριν την πανδημία. Η Ελλάδα υπήρξε η μοναδική χώρα της ΕΕ η οποία δεν υιοθέτησε την αύξηση του κατώτατου μισθού, ούτε καν ως αναγκαίου μέτρου μετριασμού των επιπτώσεων της πανδημίας στα χαμηλά εισοδήματα. Ο ελληνικός κατώτατος μισθός συνεχίζει να αντιστοιχεί μόνο στο 48% του διάμεσου μισθού. Με άλλα λόγια, συνεχίζει να τοποθετείται κάτω από τα επίπεδα αυτού που θεωρείται ως όριο της φτώχιας, στη διεθνή βιβλιογραφία.
Με βάση τα παραπάνω, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι θα δεχθούν, σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, τις συνέπειες της πανδημικής κρίσης. Αυτό όμως δεν θα οφείλεται σε καμιά απρόβλεπτη υγειονομική κατάσταση. Είναι το προβλέψιμο αποτέλεσμα των πολιτικών συστηματικής υποβάθμισης της εργασίας και της ποιότητάς της.
Στα παραπάνω, ας προστεθεί και η αδυναμία συστηματικού στρατηγικού σχεδιασμού για την αναβάθμιση των γνώσεων και δεξιοτήτων των εργαζομένων ως μια αφετηρία για την βελτίωση της ποιότητας της εργασίας. Ένα γενναίο, εκτεταμένο, στοχευμένο και συμφωνημένο σχέδιο είναι άκρως απαραίτητο. Η συστηματική εξειδίκευση του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας προς αυτή την κατεύθυνση είναι επιτακτική. Η ανακοίνωση των όποιων σχεδίων δράσης από το ταμείο ανάκαμψης χρειάζεται να στοχεύει ευθέως στην ανάσχεση των πολιτικών που θρυμμάτισαν την ανθεκτικότητα της αγοράς εργασίας και την ποιότητα της εργασίας.
Η άρνηση της πραγματικότητας που περιγράφουν τα δεδομένα, δεν μπορεί να οδηγήσει σε πολιτικές αποτελεσματικής προστασίας της εργασίας σε καιρούς κρίσης. Ούτε να μειώσει την αρνητική επίδραση της απορύθμισης της αγοράς εργασίας στην οικονομία και το εθνικό παραγωγικό πρότυπο.
Δεν υπάρχει στραβός γυαλός…
*Ο Χρήστος Γούλας, PhD, είναι Διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ