«Ανγκελα θα μου λείψεις πολύ στις επόμενες συνόδους κορυφής»: Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν με τα θερμά αυτά λόγια υποδέχτηκε την Γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ στην 23η επίσκεψή της στον Λευκό Οίκο. Ένα παγκόσμιο ρεκόρ που καθιστά την Γερμανίδα καγκελάριο την πιο παλιά γνώριμη των Αμερικανών προέδρων. «Η Ανγκελα Μέρκελ γνωρίζει το Οβάλ Γραφείο όσο και εγώ» αστειεύτηκε ο Μπάιντεν χαρακτηρίζοντας την Γερμανίδα καγκελάριο «μεγάλη φίλη μια προσωπική φίλη και μια φίλη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Με τέσσερις προέδρους είχε την ευκαιρία να συναντηθεί η Μέρκελ στα 16 χρόνια της καγκελαρίας της: Τον Τζορτζ Μπους τζούνιορ τον Μπαράκ Ομπάμα τον Ντόναλντ Τραμπ και τώρα με τον Τζο Μπάιντεν. Με την επικείμενη συνταξιοδότησή τη το φθινόπωρο για την Μέρκελ η χθεσινή επίσκεψη θα είναι πιθανότατα το κύκνειο άσμα της εποχής Μέρκελ για τις αμερικανο-γερμανικές σχέσεις.
«Με τον Τζορτζ Μπους η Μέρκελ είχε μια εκπληκτικά ευχάριστη σχέση με τον Ομπάμα μοιράστηκε τις φιλελεύθερες διεθνιστικές παρορμήσεις του με τον Τραμπ πέρασε τέσσερα δύσκολα χρόνια και τώρα με τον Μπάιντεν το ερώτημα είναι τι μέλλει γενέσθαι στις γερμανο-αμερικανικές σχέσεις» γράφει η Washington Post. «Ούτε οι Γερμανοί ούτε οι Αμερικανοί μπορούν πραγματικά να το ξέρουν» σημειώνει η αμερικανική εφημερίδα. Όπως γράφει η Κονστάνς Στέλτζενμίλερ στέλεχος του ινστιτούτου Brookings στους Financial Times «τα προβλήματα στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών-Γερμανίας δεν εξαφανίστηκαν με την αποχώρηση του Ντόναλντ Τραμπ από την αμερικανική προεδρία. «Ο Τραμπ δεν ήταν η αιτία αλλά το σύμπτωμα μιας διαρθρωτικής αλλαγής στη σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών με τη Γερμανία και την Ευρώπη» τονίζει ο Γερμανός αναλυτής Γιόζεφ Μπράμλ σε άρθρο του στην Wall Street Journal. Ο Τσαρλς Λέιν της Washington Post προσθέτει μάλιστα ότι «αυτό που είναι σαφές είναι ότι η Γερμανία του 2021 είναι πολύ πιο σκεπτικιστική για την αμερικανική ηγεμονία από ό τι το 2005 που η Μέρκελ εξελέγη καγκελάριος» .
Τους χωρίζει η Μόσχα
Δύο από τα πιο σοβαρά ζητήματα που θα καθορίσουν την πορεία των αμερικανο-γερμανικών σχέσεων είναι η πολιτική έναντι της Ρωσίας και της Κίνας. Δύο χώρες «εχθρικές» για τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά αναγκαστικοί αν όχι και πολύτιμοι οικονομικά εταίροι για την Γερμανία και την Ευρώπη.
Σε ό,τι αφορά τη Ρωσία η Ουάσιγκτον αντιδρά στον αγωγό Nord Stream 2 που θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο στη Γερμανία. Η κατασκευή του αγωγού έχει ολοκληρωθεί σε ποσοστό 95% και η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν μπορούσε παρά να αποδεχτεί ένα σχεδόν τετελεσμένο γεγονός. «Η θέση μου για τον Nord Stream 2 ήταν γνωστή εδώ και αρκετό καιρό – σημειώνει ο Μπάιντεν – αλλά όταν έγινα πρόεδρος είχε ολοκληρωθεί το 90% και η επιβολή κυρώσεων δεν φαίνεται να έχει νόημα». Αντίθετα προσθέτει ο Αμερικανός πρόεδρος «δεσμευόμαστε να αναζητήσουμε κοινές πρακτικές λύσεις αξιολογώντας εάν η ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης ή της Ουκρανίας ενισχύεται ή αποδυναμώνεται από τις ρωσικές ενέργειες». Δεν θα πάψει δηλαδή να αντιτίθεται σθεναρά υποστηρίζοντας ότι η Μόσχα θα μετατρέψει ακόμη περισσότερο τη Γερμανία και την Ευρώπη σε ενεργειακό της όμηρο.
Ο Μπάιντεν αποφάσισε να δώσει στη διατλαντική διπλωματία μια ευκαιρία για την αναζήτηση λύσης αλλά ουδείς περιμένει ότι η διαδικασία θα είναι εύκολη. «Η Ουάσιγκτον έχει καταστήσει άλλωστε σαφές ότι δεν θα επιτρέψει στους Γερμανούς να χρησιμοποιήσουν την Ευρωπαική Ενωση- μια αρχιτεκτονική που σχεδιάστηκε αρχικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες- για να επιβάλει την ηγεμονία του Βερολίνου» γράφει η ιταλική ιστοσελίδα Γεωπολιτικής « Limesnoline»
Ο κινεζικός «δράκος»
Το μεγάλο αγκάθι όμως στις αμερικανο-γερμανικές σχέσεις είναι η Κίνα. Οι Αμερικανοί κάνουν λόγο για μια πολιτική «αποσύνδεσης» από την Κίνα . Ο στόχος -λένε -είναι να αποφευχθεί οποιαδήποτε οικονομική εξάρτηση από την Κίνα την οποία το Πεκίνο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως πολιτικό μοχλό. «Ο Αμερικανός πρόεδρος βλέπει την Κίνα ως τη σημαντικότερη απειλή εθνικής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών» λέει ο Ιαν Μπρέμερ πρόεδρος του ομίλου Eurasia Group στη Νέα Υόρκη.
Από το 2016 όμως η Κίνα ξεπέρασε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τον κορυφαίο εμπορικό εταίρο της Γερμανίας και το Βερολίνο αρνείται κατηγορηματικά να «αποσυνδεθεί» από το Πεκίνο όπως αξιώνει η Ουάσιγκτον. Τον τελευταίο χρόνο της θητείας της στην καγκελαρία η Μέρκελ επένδυσε άλλωστε όλη της την ενέργεια για να εμβαθύνει τους οικονομικούς δεσμούς της Γερμανίας και της Ευρώπης με την Κίνα. Δεν δίστασε μάλιστα ως προεδρεύουσα της Ευρωπαικής Ενωσης να υπογράψει μια επενδυτική συμφωνία (CAI) της ΕΕ με την Κίνα στα τέλη του περασμένου έτους και ένα μήνα πριν αναλάβει επισήμως τα καθήκοντά του ο Μπάιντεν σηματοδοτώντας την αντίθεσή της σε ένα ενωμένο διατλαντικό μέτωπο κατά του Πεκίνου. Ακόμα πιο ξεκάθαρα η Μέρκελ επέλεξε να παραμείνει σιωπηλή τον Μάρτιο όταν το Πεκίνο σε μια άνευ προηγουμένου κίνηση επέβαλε κυρώσεις σε αμερικανικές εταιρείες. Το Βερολίνο υποστηρίζει ότι σε περίπτωση «αποσύνδεσης» οι Ευρωπαίοι έχουν πολύ περισσότερα να χάσουν από τους Αμερικανούς.
Μια γρήγορη ματιά στο εμπορικό ισοζύγιο δείχνει ότι η ΕΕ εξάγει ετησίως προϊόντα αξίας 203 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Κίνα – σχεδόν διπλάσιας αξίας από τις αμερικανικές εξαγωγές. Η Κίνα ήταν το 2020 ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά. «Στο ευρωπαϊκό σενάριο η σχέση μεταξύ Πεκίνου και Βερολίνου είναι σίγουρα η πιο σημαντική» εξηγεί η Φραντσέσκα Τζιρέτι στέλεχος στο Ιταλικό «Istituto Affari Internazionali». Η Γερμανία είναι άλλωστε η μόνη χώρα της ΕΕ που καταγράφει εμπορικό πλεόνασμα έναντι της Κίνας. Αυτή είναι μια κεντρική πτυχή που επηρεάζει έμμεσα πολλές οικονομίες χωρών της ΕΕ που βασίζονται στη γερμανική οικονομία.
Ο Μπάιντεν θέλει τους Πράσινους;
Παρά τα θερμά λόγια του Μπάιντεν για την Μέρκελ η Ουάσιγκτον δεν φαίνεται άλλωστε να καλοβλέπει την παραμονή των Χριστιανοδημοκρατών στη γερμανική καγκελαρία. «Το αμερικανικό κοινό μπορεί να αισθάνεται πιο ευθυγραμμισμένο με την Ανναλένα Μπέρμποκ το ανερχόμενο αστέρι και υποψήφια καγκελάριο των Πρασίνων» εκτιμά η ιταλική ιστοσελίδα “Limesonline” και εξηγεί: «Παρά τον μακροχρόνιο σκεπτικισμό των Πρασίνων για την πολιτική της Δύσης η Μπέρμποκ έχει κρατήσει μια πολύ πιο σκληρή γραμμή έναντι της Ρωσίας και της Κίνας». Εάν κερδίσει στις γερμανικές εκλογές ο Χριστιανοδημοκράτης υποψήφιος και σύμμαχος της Μέρκελ Αρμιν Λάτσετ δυνητικά θα προκαλέσει μια αναστάτωση στην Ουάσινγκτον καθώς επιθυμεί συνέχιση της σημερινής γραμμής του Βερολίνου για τη Ρωσία και την Κίνα. Αλλά και ο Σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος καγκελάριος Ολάφ Σολτζ σε περίπτωση που εκλεγεί είναι απίθανο να επιφέρει μια δραματική αλλαγή στη γερμανική εξωτερική πολιτική.
Φυσικά και με την Ανναλένα Μπέρμποκ καγκελάριο «δεν θα υπάρξουν κατολισθήσεις ή εκπλήξεις στη στάση της Γερμανίας απέναντι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα για μια πιο ενωμένη και ισχυρότερη Ευρώπη» γράφει η HuffPost στην ιταλική της έκδοση. Αλλά η Μπέρμποκ βλέπει ωστόσο την προεδρία Μπάιντεν ως «ευκαιρία να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο» στις σχέσεις της ΕΕ με τις Ηνωμένες Πολιτείες». Αν και η Μπέρμποκ φαίνεται να υποχωρεί στις δημοσκοπήσεις υπάρχει ελπίδα ότι ενδεχόμενη συμμετοχή των Πρασίνων στην γερμανική κυβέρνηση θα φέρει πιο κοντά την αντι -νεοφιλελεύθερη γραμμή του Τζο Μπάιντεν στην Ευρώπη…Ισως και η παραδοχή ότι ευθύνεται η κλιματική αλλαγή για τις πρωτοφανείς πλημμύρες που έπληξαν τη Γερμανία συνετίσει περισσότερο τους πολίτες …