Ο πατέρας μου συνήθιζε να μου λέει ιστορίες για να με πάρει νήπιο ο ύπνος. Συνήθως περιέγραφε μεγάλες μάχες, Μαραθώνα, Γρανικό, Ισσό. Με ιδιαίτερη προσοχή στις γραμμές και στην στρατηγική των αντιπάλων. Ώσπου να μπω στο δημοτικό, στο πρόγραμμα μπήκε και η Αλβανία. Ενίοτε σχεδίαζε και τα πεδία της μάχης, σημειώνοντας με βέλη την εξέλιξη.
Ήταν μεγάλη υπόθεση να δώσεις εξετάσεις για να μπεις στο Γυμνάσιο το 1960, διότι αποκτούσες το δικαίωμα να φοράς μακρύ παντελόνι, χειμώνα καλοκαίρι. Ο πατέρας μου αρνήθηκε να προσκομίσει τα απαραίτητα χαρτιά για την εγγραφή μου. Ηταν δική μου δουλειά. Όντως, τότε γνώρισα το ανέβα κατέβα σε γραφεία και υπηρεσίες. Ταυτόχρονα, έχανα το δικαίωμα να έχω πρόσβαση στην βιβλιοθήκη του Τρίτου Δημοτικού, επομένως Πυρσός και Ελευθερουδάκης, οι εγκυκλοπαίδειες, έγιναν ανάμνηση. Και σε αυτό βρήκε λύση. Πάντοτε μεταφέραμε, στις μετακομίσεις που θυμάμαι, σε Τσιρέλη, Σαμολαδού και Σαρμπάνη, ντάνες χαρτί, τυλιγμένο με ξεθωριασμένο μπλε χαρτί καπλαντίσματος. Ηταν το δώρο του περιοδικού Ήλιος προς τους αναγνώστες του: ένα τυπογραφικό της Εγκυκλοπαίδειας του Ηλίου, δωρεάν σε κάθε τεύχος. Δεκαοχτώ τόμοι, μαζί και δύο επίτομοι. Τους κουβαλήσαμε παρέα στο βιβλιοδετείο, δυό μέρες χαμαλίκι. Εκεί, ένα βράδι, ο πατέρας μου αποφάσισε το χρώμα του δέρματος της ράχης (μαύρο) το μέγεθος των χρυσών γραμμάτων της ράχης και πόσες δόσεις θα έδινε στον βιβλιοδέτη. Μου φύλαγε την έκπληξη στο τέλος. Τότε συνήθιζαν να γράφουν, είτε με αρχικά, είτε εκ ολοκλήρου, στη βάση της ράχης, το όνομα του κατόχου. «Να βάλεις Π. Θεοδωρίδης» λέει στον καραμανλή βιβλιοδέτη. Εκείνος απόρησε. «Να μη βάλω Π.Θ. Θεοδωρίδης, Θόδωρε;». Εκείνος με κοίταξε. «Σκέτο. Πάνος λεγεται. Πι. Δική του είναι η εγκυκλοπαίδεια. Γι αυτόν την μάζευα»
Την άλλη μέρα με πήγε στον ράφτη να κόψω ένα μακρύ παντελόνι.Μου πήρε τα μέτρα, με ρώτησε αν ήμουν αριστερός η δεξιός, αισθάνθηκα την πίεση της μεζούρας στον καβάλο και μετά ο ράφτης ρώτησε το χρώμα και το ύφασμα. «Μαύρο, μάλλινο» ζήτησα από το πατέρα μου, εκείνος κατένευσε και κατέβηκε ένα τοπι στον πάγκο. Αισθάνθηκα με την παλάμη την υφή του.Και, αυτόμολος, πρόσθεσα «στενό το θέλω. Σωλήνα. Χωρίς ρεβέρ. Δεκαοχτώ πόντους κάτω» «Α, μοδέρνο το θέλεις» σχολίασε ο ράφτης. «Και που ξέρεις πόντους και σωλήνες;» απορεί ο πατέρας μου. Δεν μπορούσε να ξέρει πως το μακρύ παντελόνι το μαγείρευε για πάρτη της με τις εβδομάδες όλη η παρέα μου.Το ονειρευόμασταν κολασμένα. Το περιγράφαμε εκστασιασμένοι. Την κοψιά την είχαμε αποστηθίσει από τους μεγαλύτερους- και ο Φάνης και ο Βασίλης είχαν μεγάλα αδέλφια. Ξέραμε την στολή που μας έπρεπε. Βαμβακερό πουκάμισο μαύρο χοντρό,μαύρο ή ποντικί πουλόβερ με βέ, κατά προτίμηση μοχαίρ, παντελόνι σωλήνα και μαύρα παπούτσια πολύ μυτερά. Όχι τα φανταχτερά του Πρίσλεϊ και του Τρόι Ντόναχιου. Είχαμε δει την «Ζούγκλα του μαυροπίνακος» λαθραία, στο «Ρεξ». Ημασταν στο Γυμνάσιο και θα χορεύαμε ροκ με κορίτσια που θα είχαν αλογοουρά.
Σε τρείς μέρες, φόρεσα την στολή και βγήκα να ποζάρω με τους φίλους μου. Κανένας μας δεν έμοιαζε με τον Βικ Μόροου, αλλά ξέραμε το βλέμμα του Μάρλον Μπράντο.Τα μαλλιά μας έσταζαν μπριόλ και ήταν κατα πίσω χτενισμένα, με ένα σαλτανάτι προσεκτικά διαχωρισμένο, να πέφτει το μέτωπο, τάχα αδιάφορα.Σκληρές διαπραγματεύσεις με έναν Αμερικάνο του πυρηνικού ναρκοπεδίου,έξω από τα Γιαννιτσά, μας είχαν εξασφαλίσει από δύο τσιγάρα παλμάλ άφιλτρα ενώ μας ζητούσε είκοσι δραχμές γιά ένα στιλέτο που πατούσες ένα κουμπί και έβγαινε η κάμα.Ωσπου να μαζευτεί το ποσό, μας ήταν αρκετός ένας νυχοκόπτης με κατακόκκινη στίλβουσα παρειά με ενσωματωμένη πυξίδα.Πήγαμε στο μεγάλο πάρκο και φουμάραμε ώσπου να ματώσουμε από τον βήχα.
Περίμενα αμάν και πως να δεθεί η εγκυκλοπαίδεια, να την διαβάσω από το άλφα. Για την ώρα τελείωνα μιά παγκόσμια ιστορία τούβλο, που είχε στο τέλος και στοιχεία ιστορίας τέχνης. Ενα μικρό καρεδάκι υπό τον τίτλο «βικεντίου Βαν Γκογκ, κυπάρισσος μετά σελήνης και περιδινουμένων αστέρων» και δίπλα,στο κείμενο, ένας βαρύς σκεπτικισμός γιά έναν Πικάσο που ήταν επαναστάτης.Χώρισα από τους φίλους μου και πήγα στο μπακάλικο του θείου μου, όπου συνήθως βρισκόταν κι ο πατέρας μου.
Μπήκα και τον πέτυχα με άλλους δασκάλους, και θα ορκιζόμουνα πως είχα την αίσθηση ότι με τριγύριζε ο Γκλεν Φορντ και οι συνάδελφοί του.Πάνω στην βράση μου, του αυθαδίασα.Δηλαδή του μίλησα ωσάν να ήταν ο Βασίλης. Ασεβώς, και σε αγοραίον ενικό που περιείχε το μόριο «ρε».
Χλόμιασε και μου είπε έντονα «πήγαινε σπίτι». Δεν σχολίασε ποτέ την σκηνή. Την άλλη μέρα, πήγε στον βιβλιοδέτη και άλλαξε τον κάτοχο της εγκυκλοπαίδειας. Ήταν πλέον ο «Θ. Π. Θεοδωρίδης» Έτσι δινόταν τότε τα μαθήματα.Δια της σιωπής και των πράξεων.
Δεν τον θυμήθηκα λόγω της «ημέρας του πατέρα».Ήταν η 22α Ιουνίου 1979, που τον είδα τελευταία φορά ζωντανόν στο «Ιπποκράτειο» ισχνόν, με ένα προσωπείο φουσκωμένο από τις κορτιζόνες.Του έκανε παρέα ένας παλιός μαθητής του, από το 1935, συνταξιούχος δάσκαλος πλέον.
Φεύγοντας και αφού τον ασπάστηκα, μου ζήτησε μια χάρη. Δεν νομίζω πως μου ζήτησε ποτέ του κάτι άλλο. Μου ζήτησε να του αφηγηθώ μιά μάχη. Διάλεξα τους Φιλίππους, διότι περιείχε την υπόσχεση «οψόμεθα». Έξω δεν υπήρχαν πλέον μομπς και ροκανρόλερς και φρικιά. Μερικά ξεπεσμένα πανκιά μονάχα, πρόσεχαν τις ξανθές μοϊκανες τους.