Η αναγγελία του ανοίγματος μικρού μέρους της στρατιωτικοποιημένης ζώνης της Αμμοχώστου συνιστά μόνον την τελευταία χρονικά κίνηση από πλευράς Τουρκίας στο Κυπριακό. Είναι το πιο πρόσφατο βίαιο διάβημα στην κατεύθυνση δημιουργίας νέων τετελεσμένων.
Του Κώστα Υφαντή*
Πρόκειται για μια προσπάθεια που έχει ξεκινήσει την επαύριον της κατάρρευσης της διαπραγματευτικής απόπειρας για λύση στο Κραν Μοντανά. Από τότε η Τουρκία διεμήνυσε την πρόθεσή της να εγκαταλείψει την προοπτική της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας που από το 1977 αποτελεί το πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού και που πέρα από οτιδήποτε άλλο, θα προνοεί για την ενιαία κρατική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή μία κυριαρχία.
Εδώ και σχεδόν τέσσερα χρόνια, η Άγκυρα χωρίς να αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας δηλώνει πωςδεν πρόκειται να δεχθεί τίποτε λιγότερο από μια λύση στην βάση δύο κυρίαρχων κρατών. Βεβαίως και αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Από την πρώτη στιγμή που «άνοιξε» το Κυπριακό την δεκαετία του 1950, η Τουρκία επιδιώκει την διχοτόμηση. Και με εμβληματικούς σταθμούς την εισβολή του 1974 και την ανακήρυξη του ψευδοκράτους το 1983 έχει προχωρήσει στην defactoεφαρμογή της στρατηγικής της.
Παρ’ όλα αυτά, Τουρκία και Τουρκοκύπριοι προσέρχονταν σε κάθε διαδικασία διαπραγμάτευσης θεωρητικά σεβόμενοι το διζωνικό, δικοινοτικό ομοσπονδιακό πλαίσιο. Μάλιστα η αποδοχή του Σχεδίου Ανάν το 2004 σε συνδυασμό με την απόρριψή του από την Ελληνοκυπριακή πλευρά επέτρεψε σε στην Τουρκία και στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα να διεκδικήσουν μέρος του «ηθικού πλεονεκτήματος» διεθνώς.
Γιατί όμως, το καθεστώς Ερντογάν φαίνεται να εγκαταλείπει ένα πλαίσιο που προσφέρει στρατηγικά πλεονεκτήματα στην ίδια και την Τουρκοκυπριακή κοινότητα; Ένα ομοσπονδιακό κράτος επιτρέπει στην Τουρκία να ελέγχει σε ικανοποιητικό βαθμό τις εξελίξεις στο εσωτερικό, να επηρεάζει την ατζέντα και την συζήτηση των ευρωτουρκικών σχέσεων στην ΕΕ και στο πλαίσιο των γεωπολιτικών δεδομένων στην Ανατολική Μεσόγειο να απαλλαγεί από το πολιτικό άγος της παραβίασης της διεθνούς νομιμότητας.
Αν και η άποψη που θέλει την σημερινή στάση της Άγκυρας να είναι ένας προσχηματικός, εκβιαστικός μαξιμαλισμός είναι μια εύλογη ερμηνεία, ίσως τα πράγματα αυτή τη φορά να είναι λίγο διαφορετικά. Η αποτυχία των διαπραγματευτικών προσπαθειών ιδιαίτερα τα τελευταία είκοσι χρόνια πιθανόν να έχει πείσει την Άγκυρα ότι ποτέ δεν θα καταφέρει να επιβάλει μία λύση που θα εξουδετερώνει το μόνο στρατηγικό πλεονέκτημα που έχει η Λευκωσία, δηλαδή την κρατική της υπόσταση και την διεθνή της νομιμοποίηση.
Επιπλέον, οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας για τις Τουρκικές φιλοδοξίες. Η αποτυχία της Τουρκίας να περιθωριοποιήσει την Κυπριακή Δημοκρατία – η οποία μαζί με την Ελλάδα αποτελούν τα μοναδικά εμπόδια για την υλοποίηση της «Γαλάζιας Πατρίδας» – καθώς όσες προσπάθειες να δελεαστεί η Αίγυπτος και το Ισραήλ να υπαναχωρήσουν από τις συμφωνίες οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με την Κύπρο έχουν αποβεί άκαρπες, φαίνεται να έχουν πείσει το καθεστώς Ερντογάν ότι η καλύτερη επιλογή είναι η νομιμοποίηση της διχοτόμησης. Η στρατηγική της Άγκυρας είναι να αυξήσει ακόμη περισσότερο το κόστος του status quo για την Λευκωσία και να καταστήσει το διαζύγιο προτιμότερο από μια συνομοσπονδιακή λύση δύο κυρίαρχων πολιτειών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προοπτικές δεν είναι καθόλου αισιόδοξες.
*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Ερευνητικός Εταίρος στο ΙΔΙΣ