Οι απλοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα δεν είναι ικανοποιημένοι σε ποσοστό 83% από τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ μεικτά, αφού είναι απαγορευτικός για την αξιοπρεπή κάλυψη των αναγκών τους
Του Κωνσταντίνου Βαλσαμάκη
Στον τρίτο κύκλο της γνωστής σειράς του Netflix «House Of Cards», ο Frank Underwood ως πρόεδρος των ΗΠΑ, προσπαθεί να προωθήσει το περίφημο πρόγραμμά του «America Works», δίνοντας δουλειά σε δέκα εκατομμύρια άνεργους Αμερικανούς. Αυτό που ο Frank δεν έλεγε όμως, είναι ότι αυτές οι δουλειές θα ήταν «minimumwage», δηλαδή δουλειές με το βασικό μισθό που στις ΗΠΑ κυμαίνονταν την εποχή που γυρίστηκε η σειρά στα 8 δολάρια την ώρα. Για καλή τύχη των Αμερικανών, ο Frank είναι μόνο ένας χαρακτήρας σε μια online streaming σειρά και σήμερα έχουν πρόεδρο τον Joe Biden που, σε πλήρη αντίθεση με τον τηλεοπτικό Frank, διπλασίασε αυτό το ωρομίσθιο.
Τι συμβαίνει όμως με τους κατώτατους μισθούς στην ΕΕ και στην Ελλάδα; Είναι ο μισθός «απλά» ένα βιοποριστικό μέσο ή μήπως τελικά είναι αρκετά περισσότερα;
1. Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα
Στη χώρα μας, το ύψος του κατώτατου μισθού καθορίζεται μέσω διαβούλευσης με τη διαδικασία που περιγράφεται στον ν. 4172/2013 (ΦΕΚ Α΄/167).Τον Φεβρουάριο του 2019, όταν η προηγούμενη κυβέρνηση, έχοντας βγάλει τη χώρα από τους περιορισμούς των μνημονίων, νομοθέτησε για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια την αύξηση του κατώτατου μισθού, αυτός αυξήθηκε στα 650 ευρώ/μήνα μεικτά για 14 πληρωμές ετησίως1 , από τα 586,08 ευρώ που ήταν από το 2012. Ταυτόχρονα καταργήθηκε ο υποκατώτατος μισθός των 510,95 ευρώ για τους νέους κάτω των 25 ετών που θεσμοθετήθηκε με το Ν. 4093/12 με πρόσχημα τότε, τη μείωση της πολύ υψηλής ανεργίας ειδικά των νέων που σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ εκείνη την περίοδο άγγιζε και ξεπερνούσε το 50%.
Η αύξηση αυτή του κατώτατου μισθού (αλλά και η κατάργηση του υποκατώτατου) ήταν αναγκαία, τόσο σε όρους οικονομίας, προκειμένου να αναθερμανθεί εκ νέου η αγορά αλλά και να εκκινήσει μια διαδικασία αύξησης των μισθών – αφού ο κατώτατος συμπαρασύρει έμμεσα και τους υπόλοιπους –μετά από σχεδόν μια δεκαετία, όσο και σε όρους ψυχολογίας αφού «η αγορά είναι σε σημαντικό βαθμό και ψυχολογία» όπως πολύ εύστοχα διδάσκονται οι φοιτητές των οικονομικών σχολών.
Ο σχεδιασμός της κυβέρνησης ήταν, ακολουθώντας και τα οριζόμενα στο άρ. 103 του ν. 4172/2013, ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί σταδιακά στα 751 ευρώ/μήνα(σε βάθος τριετίας).Οι εξελίξεις όμως (εκλογές του Ιουλίου 2019, νέα κυβέρνηση, πανδημία Covid19) έχουν καθυστερήσει, αν όχι ακυρώσει πλήρως, την έναρξη της διαδικασίας για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού που όμως σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις πρόκειται να μείνει αμετάβλητος ή ν’ αυξηθεί «συμβολικά» στο επίπεδο του πληθωρισμού. Άλλωστε ο ΣΕΒ, το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών και άλλοι φορείς έσπευσαν το αμέσως προηγούμενο διάστημα να πάρουν θέση κατά της αύξησης του κατώτατου μισθού, αφήνοντας μόνη τη ΓΣΕΕ να ζητά την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ. Το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, ενόψει της νέας προγραμματικής περιόδου 2021-2027, πήγε και ένα βήμα παραπέρα δηλώνοντας ότι «…η χρήση ενωσιακών πόρων για την κάλυψη τρεχουσών αναγκών, όπως οι δαπάνες μισθοδοσίας, είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να επιφέρει πολλαπλασιαστικά οφέλη για την ελληνική οικονομία» και αυτή η άποψη μάλλον βγάζει εντελώς από το πλάνο το Ταμείο Ανάπτυξης και δείχνει και είναι ενδεικτική των προθέσεων του σημερινού οικονομικού επιτελείου.
Σημαντική σημείωση είναι ότι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, αναμενόμενα βέβαια, οι απλοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα δεν είναι ικανοποιημένοι σε ποσοστό 83% από τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ μεικτά, αφού είναι απαγορευτικός για την αξιοπρεπή κάλυψη των αναγκών τους (βλ. και έρευνα της ΓΣΕΕ /Alco). Ίσως εδώ μάλιστα να εντοπίζεται και ένας ακόμα παράγοντας ενός άλλου μεγάλου προβλήματος της ελληνικής κοινωνίας, της υπογεννητικότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, αλλά και γενικότερα αν αναλογιστούμε ότι σχεδόν όλες οι χώρες τις ΕΕ εκτός της Ελλάδας έχουν αυξήσει τον κατώτατο μισθό σε σχέση με το 2011, οι πρόσφατες προτάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης για αύξηση του βασικού μισθού στα 800 ευρώ, η θεσμοθέτηση (σταδιακά και πιλοτικά στην αρχή) του 35ωρου χωρίς μείωση αποδοχών και η αύξηση κατά 20% του ύψους του ωρομίσθιου, κρίνονται όχι μόνο προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά και απαραίτητες για μια κοινωνία που πρέπει να εκκινήσει πάλι μετά από τη μεγάλη περιπέτεια της πανδημίας.
2. Ο κατώτατος μισθός στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Σήμερα, 21 από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ έχουν εθνικό κατώτατο μισθό με τις Δανία, Ιταλία, Κύπρο, Αυστρία, Φινλανδία και Σουηδία να μην έχουν μέχρι στιγμής νομοθετημένο εθνικό κατώτατο μισθό. Οι μηνιαίοι κατώτατοι μισθοί ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό στα κράτη μέλη, από 332 ευρώ στη Βουλγαρία έως 2.202 ευρώ στο Λουξεμβούργο, δίνοντας μια ακόμα εικόνα των ανισοτήτων εντός της ΕΕ και του πόσο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, είναι να παρθούν συνολικές αποφάσεις εντός των οργάνων της ΕΕ.
Μια πρώτη ανάγνωση του ανωτέρω διαγράμματος δείχνει ότι οι οικονομικά πιο εύρωστες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά έχουν και μεγαλύτερο κατώτατο μισθό, αλλά δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι αυτές οι χώρες έχουν και ιδιαίτερα υψηλό κόστος ζωής ή πολύ ειδικές συνθήκες εργασίας (πχ Λουξεμβούργο).
Ένα μεγάλο γκρουπ χωρών που αποτελείται από τις βαλκανικές χώρες και τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ έχουν τους χαμηλότερους κατώτατους μισθούς με σαφή όμως αυξητική τάση.
Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, αποτελούν μια ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος. Ιταλία και Κύπρος δεν έχουν θεσμοθετημένο κατώτατο μισθό, η Ελλάδα και η Πορτογαλία κινούνται στα ίδια χαμηλά επίπεδα (600€ – 700 ευρώ) και η Ισπανία ξεπερνά οριακά τα 1.000 ευρώ μηνιαίως. Σε αυτές τις αρκετά διαφορετικές χώρες, που αποτελούν ξεχωριστό κοινωνικό-οικονομικό γκρουπ2 , η σημασία της οικογένειας ως δίχτυ ασφαλείας είναι ιδιαιτέρως σημαντική και ατελώς αναπληρώνει μερικώς αλλά και ανεπαρκώς τους εξαιρετικά χαμηλούς βασικούς (και γενικότερα χαμηλούς) μισθούς σε Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία. Σημειώνεται ότι η άνισα ανεπτυγμένη Ιταλία (με το βιομηχανοποιημένο βορρά και τον λιγότερο ανεπτυγμένο νότο) και η μάλλον μονόπλευρα ανεπτυγμένη Κύπρος, με την έμφαση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, δεν έχουν μέχρι σήμερα θεσμοθετημένο βασικό μισθό.
Συνοπτικά, όσο υψηλότερο είναι το οικονομικό επίπεδο κάθε χώρας, τόσο υψηλότερο είναι και το επίπεδο του κατώτατου μισθού, γεγονός που εξηγείται από πληθώρα παραγόντων (οικονομική ανάπτυξη, εκβιομηχάνιση, χρηματοπιστωτικός τομέας, κοινωνικές κατακτήσεις και κοινωνικό κράτος, ανεργία, λειτουργία ευρωπαϊκών οργάνων, σταθερό φορολογικό και ασφαλιστικό πλαίσιο, προνοιακό κράτος, κόστος ζωής κλπ). Στο διάγραμμα που ακολουθεί φαίνεται καθαρά η σχέση μεταξύ του κατώτατου μισθού (οριζόντιος άξονας) και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (κάθετος άξονας) των χωρών μελών της ΕΕ που έχουν θεσμοθετημένο βασικό μισθό.
3. Οφέλη και προβληματισμοί
Η θεσμοθετημένη ύπαρξη κατώτατου μισθού μπορεί να λειτουργήσει ενισχυτικά στην οικονομία αλλά μπορεί να δημιουργήσει και προβλήματα, κυρίως σε επίπεδο ψυχολογίας.
Σε όρους ζήτησης και κοινωνίας ένας (αξιοπρεπής)κατώτατος μισθός λειτουργεί ενισχυτικά, αφού ένα μέρος του πληθυσμού θα αποκτήσει ένα εγγυημένο εισόδημα για την εργασία του(που πριν δεν είχε),για κατανάλωση και κάλυψη των βασικών αναγκών του και κατ’ επέκταση κάποια χρήματα θα εισρεύσουν στην πραγματική οικονομία με σταθερό ρυθμό.
Παράλληλα, παρέχεται ένα «ελάχιστο δίχτυ προστασίας» κατά της ακραίας φτώχειας, προστατεύονται οι εργαζόμενοι από τυχόν εργοδοτικές αυθαιρεσίες και τέλος ωφελούνται και τα ασφαλιστικά ταμεία. Παράλληλα, συνδεδεμένα με τον κατώτατο μισθό είναι (στη χώρα μας αλλά και σε άλλες χώρες της ΕΕ) και πολλά προνοιακά επιδόματα όπως αυτό της ανεργίας, της παροχής προστασίας μητρότητας κλπ. που αφενός εμπειρικά δεν αποταμιεύονται αλλά επιστρέφουν απευθείας στην αγορά (και ιδίως στις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις) μέσω της κατανάλωσης και αφετέρου μπορεί σε κάποια στιγμή της ζωής μας να αφορούν τον κάθε ένα.
Σε όρους οικονομίας, καθώς η κατανάλωση είναι ένα σημαντικό κομμάτι στο μείγμα του ΑΕΠ και της ανάπτυξης μιας οικονομίας (ειδικά στη χώρα μας που η κατανάλωση αντιπροσωπεύει περίπου το 70%) η εξασφάλιση ενός αυξημένου διαθέσιμου εισοδήματος και μιας εκ τούτου «σταθερής» ελάχιστης κατανάλωσης μέσα από τη θεσμοθέτηση ενός αξιοπρεπούς κατώτατου μισθού είναι ουσιώδης για τη σταθεροποίηση της οικονομίας και τη βιώσιμη ανάπτυξή της.
Το ζητούμενο εδώ είναι η εμπιστοσύνη που πρέπει να κερδηθεί στη βάση ενός ολοκληρωμένου, συνεκτικού και βιώσιμου αναπτυξιακού σχεδίου, εμπιστοσύνη που πρέπει οι πολίτες και οι επιχειρήσεις να δείξουν στο κράτος αλλά και εμπιστοσύνη που πρέπει το κράτος να κερδίσει με την «ορθή» λειτουργία του π.χ. με την υιοθέτηση ενός δίκαιου, αναλογικού και σταθερού φορολογικού συστήματος, ενός σύγχρονου πλαισίου εργασιακής ασφάλειας και ενός μακροχρόνια βιώσιμου – επαρκώς αναδιανεμητικού και αλληλέγγυου και εύλογα ανταποδοτικού –ασφαλιστικού συστήματος, που θα βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να προγραμματίσουν τις δραστηριότητές τους και τους εργαζόμενους να εξασφαλίσουν τη διαβίωσή τους. Προφανώς και αυτό αποτελεί εκτίμηση, αλλά οι ακροβασίες σχετικά με την εγκαινίαση ενός κεφαλαιοποιητικού συστήματος επικουρικής σύνταξης που προωθείται σήμερα στην Ελλάδα, θα οδηγήσουν στην απαξίωση του ήδη ανεπαρκούς κατώτατου μισθού, αφήνοντας παράλληλα μια ολόκληρη γενιά, τους σημερινούς 40άρηδες, δίχως πλάνο και στο έλεος των αβεβαιοτήτων των αγορών και των ρίσκων των hedge funds.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΕ πρέπει με θάρρος να υποστηρίξει και να προτείνει μια ελάχιστη μισθολογική πολιτική σε όλα τα κράτη μέλη της, ως το όχημα που θα εγγυάται ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο για όλους τους Ευρωπαίους πολίτες μειώνοντας τις ανισότητες αλλά και κάνοντας ένα γενναίο βήμα προς της Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Άλλωστε και στην 6η Αρχή του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων ορίζεται ξεκάθαρα ότι «Οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα σε δίκαιους μισθούς που επιτρέπουν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης», και μάλιστα η συζήτηση περιστρέφεται όχι πλέον αποκλειστικά γύρω από την εξασφάλιση ενός ελάχιστου μισθού που θα καλύπτει το όριο της φτώχειας3 , αλλά για έναν ελάχιστο μισθό που θα συνδέεται με ένα καλάθι συγκεκριμένων αγαθών για κάθε χώρα και επομένως με τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών της Ευρώπης. Επιπλέον, ο ανταγωνισμός ως στρατηγική επιλογή της ΕΕ, πρέπει να διεξάγεται δίκαια με την υποστήριξη και έλεγχο του ευρωπαϊκού δικτύου ανεξάρτητων αρχών ανταγωνισμού και με στόχο την εκμετάλλευση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων των χωρών – μελών της ΕΕκαι όχι την εσωτερική υποτίμηση όπως σε μεγάλο βαθμό έγινε μέχρι σήμερα, ιδιαίτερα την περίοδο της κρίσης και των μνημονίων. Σημαντικό είναι να επενδύσει τόσο ο ιδιωτικός όσο και ο δημόσιος τομέας στην τεχνολογική ανάπτυξη και την καινοτομία, που μπορούν με σχέδιο και προϋποθέσεις να δημιουργήσουν νέες ποιοτικές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας που δεν υπήρχαν πριν από μερικά χρόνια, οι οποίες με την προστιθέμενη αξία που θα φέρουν, θα οδηγήσουν σε αύξηση μισθών.
Σε κάθε περίπτωση, μια απόφαση για μισθολογικές αυξήσεις χρειάζεται προσεκτικό σχεδιασμό, ακόμα και αν μιλάμε για αύξηση του έτσι κι αλλιώς χαμηλού κατώτατου μισθού.
Άλλωστε, ένας άνεργος είναι πρόθυμος να εργαστεί και με πολύ χαμηλότερο μισθό από αυτόν που υπό «φυσιολογικές» συνθήκες θα αμειβόταν και αυτό είναι κάτι που μια δίκαιη κοινωνία δεν πρέπει να το επιτρέψει. Δεν πρέπει με άλλα λόγια να γίνει η ανάγκη για εργασία αντικείμενο εκμετάλλευσης (όπως συχνά γίνεται), αλλά εφαλτήριο προς μια καλύτερη κανονικότητα που δεν θα έχει ανάγκη από προγράμματα σαν αυτό που ο Frank Underwood προσπάθησε να δημιουργήσει.
1) Ή 758 ευρώ/μήνα μεικτά για 12 πληρωμές ετησίως
2) Βλ. καιEsping – Andersen, Gøsta (1990). The three worlds of welfare capitalism. Princeton, New Jersey: Princeton University Press
3) Δηλαδή το 60% του διαμέσου μισθού για κάθε χώρα
* Κωνσταντίνος Βαλσαμάκης, ΜΒΑ, MSc, Απόφοιτος Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, μέλος του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Πρώτη δημοσίευση: ieidiseis.gr