Δεν θυμάμαι να έχει ζητηθεί και σταθμιστεί η γνώμη των πολιτών για το θεσμό του “πόθεν έσχες” μέσα από κάποια δημοσκόπηση, τουλάχιστον πρόσφατα. Μπορεί όμως κανείς να βγάλει, έμμεσα, κάποια συμπεράσματα από τα “τάρταρα” στα οποία βρίσκεται εδώ και πολλά χρόνια η αξιοπιστία των πολιτικών, των ΜΜΕ, των δημοσιογράφων και των δικαστικών (όλων υπόχρεων στην υποβολή της σχετικής δήλωσης, κάθε χρόνο) σε ανάλογες έρευνες.
Του Αντρέα Παναγόπουλου
Ισως πάλι, να μην χρειάζεται κάποια έρευνα για να επιβεβαιωθεί αυτό που είναι κοινός τόπος σε ολόκληρη την κοινωνία εδώ και πολλές δεκαετίες: η αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας του θεσμού του “πόθεν έσχες” και κυρίως της ειλικρίνειας των υπόχρεων, κυρίως των πολιτικών. Βασικό επιχείρημα το ότι αυτοί δεν δηλώνουν το «πόθεν;», αλλά το «τι;» έσχον και ακόμα ότι ο έλεγχος της ακρίβειας των δηλούμενων περιουσιακών στοιχείων τους δεν είναι παρά μια τυπική διαδικασία χωρίς ποτέ να έχει γίνει ουσιαστική έρευνα στοιχείων και πολύ περισσότερο χωρίς ποτέ, από το 1964 μέχρι σήμερα να έχει βρεθεί κάποιος που να έχει υποβάλει ψευδή στοιχεία, πράγμα στατιστικά αδύνατο αν σκεφτεί κανείς πόσες εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, πολιτικοί ήταν υπόχρεοι δήλωσης όλα αυτά τα χρόνια.
Πέρα όμως από αυτά τα ουσιαστικά επιχειρήματα, σκιές στο θεσμό δημιουργεί και η με μικροπολιτικούς όρους δημοσίευση στοιχείων των εχόντων και κατεχόντων και ιδιαίτερα εκείνων με ασύλληπτα μεγάλες περιουσίες, πλήθος ακίνητα, μετοχές και ομόλογα. “Πως στην ευχή τα απόκτησαν όλα αυτά όταν δεν έχουν δουλέψει ποτέ;” είναι ένα από τα ερωτήματα που εκφράζονται άλλοτε με ειρωνεία και άλλοτε με οργή.
“Που βρέθηκε αυτός με τόσες χιλιάδες στρέμματα χωράφια και βοσκοτόπια;”. “Πως απόκτησε ο άλλος τόσα ακίνητα εντός και εκτός Ελλάδας;”. “Γιατί ο δείνα έχει τόσες καταθέσεις χιλιάδων δολαρίων ή λιρών Αγγλίας;”. Τσουβάλιασμα;
Τσουβάλιασμα, ναι, αφού δεν είναι ορατό το “πόθεν”, δηλαδή αν πρόκειται για κληρονομιές, γονικές δωρεές, καταπιστεύματα ή οτιδήποτε άλλο δεν αφορά την πολιτική αλλά προηγούμενη επαγγελματική δραστηριότητα. Κι έτσι, μαζί με τα “ξερά” καίγονται και “χλωρά” στη συνείδηση των πολιτών.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και μία άλλη, όχι ευκαταφρόνητη μερίδα πολιτών που σκέφτεται, αν δεν το λέει και φωναχτά πως “μαγκιά τους! Ελεύθερη οικονομία έχουμε, καλά έκαναν και τα έβγαλαν! Κλεμμένα τα έχουν; Κεχαγιάδες στα οικονομικά τους θα γίνουμε; Ή στην επιτυχία τους;“. Σκέψη, ομολογουμένως, έντιμη για όποιους πιστεύουν σε ένα συγκεκριμένο σύστημα αξιών, όπως αυτό που σήμερα κυριαρχεί στο σύγχρονο δυτικό κόσμο.
Βεβαίως, πρόθεση αυτών που αρχικά εμπνεύστηκαν, μετά τη δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου, την καθιέρωση του «πόθεν έσχες» – ο Μεσσήνιος βουλευτής Φώτης Μοσχούλας και ο Κρητικός Ρούσος Κούνδουρος– δεν είχαν στο μυαλό τους ούτε τις σημερινές συνθήκες ούτε και την… επενδυτική δεινότητα των επιγόνων τους, πολιτικών.
Ο Φώτης Μοσχούλας υποβάλλοντας στη Βουλή τη 2α Δεκεμβρίου 1927 πρόταση για τη θέσπιση νόμου περί του «Πόθεν έσχες» των δημόσιων λειτουργών τόνιζε: «Δυστυχώς δεν ελήφθη ακόμη πρόνοια περί καθαρμού και κολασμού όλων των ασεβησάντων κατά της ιδέας του κράτους και κατά του δημοσίου χρήματος. Τον καθαρμόν και τον κολασμόν τούτων έχει ως σκοπόν η πρότασίς μου περί του πόθεν έσχες».
Ο Ρούσος Κούνδουρος, βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων, παίρνοντας στη συνέχεια το λόγο δήλωσε ότι συνεργάστηκε με τον Φ. Μοσχούλα στην κατάρτιση της πρότασης για το «πόθεν έσχες», γιατί πίστευε ότι ο νόμος αυτός ψηφίστηκε ήδη στην κοινή συνείδηση και ότι από αυτόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η μελλοντική εξέλιξη της Ελλάδας. Μάλιστα υποστήριξε ότι θα έπρεπε να εξεταστεί η περιουσιακή κατάσταση όλων αυτών που πολιτεύτηκαν και ανέλαβαν λειτουργήματα στην Ελλάδα από το 1914 και εξής (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 3ης Δεκεμβρίου 1927).
Τελικά στην πλειονότητά τους οι βουλευτές αρνήθηκαν να ψηφίσουν την υποβληθείσα πρόταση νόμου. Και με τα σημερινά δεδομένα ίσως θα ήταν καλύτερα -για κάποιους- τα πράγματα να έμεναν εκεί.
Στη συνέχεια η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου (1928 – 1932) προσπάθησε να καθιερώσει το 1931 το νόμο, ο οποίος θα προστάτευε την τιμή του πολιτικού κόσμου της χώρας, αλλά και οι δικές της προσπάθειες απέτυχαν. Κι όχι μόνο αυτό, την επόμενη χρονιά, ο Βενιζέλος έχασε και τις εκλογές!
Έτσι, από τότε, εδραιώθηκε στην ελληνική κοινωνία η αντίληψη ότι οι πολιτικοί πλούτιζαν με αθέμιτα μέσα και γι’ αυτό τάσσονταν κατά του «πόθεν έσχες».
Η τρίτη προσπάθεια γίνεται το 1960 όταν τόσο η κυβερνητική παράταξη της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης όσο και κόμματα της Αντιπολίτευσης τόνιζαν την αναγκαιότητα καθιέρωσης του «πόθεν έσχες» εξαιτίας των πολιτικών σκανδάλων που αποδίδονταν τότε σε κυβερνητικά στελέχη.
Με αφορμή τις διακηρύξεις τους αυτές ο αρθρογράφος της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (φύλλο της 8ης Νοεμβρίου 1960) στο κύριο άρθρο εξέφραζε την απαισιοδοξία του για την υλοποίησή τους: «Δεν γίνεται τώρα διά πρώτην φοράν λόγος περί της αρχής αυτής. Πλειστάκις κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία υπεσχέθησαν την εφαρμογήν της διάφοροι πολιτικοί. Αι υποσχέσεις των όμως ουδέποτε επραγματοποιήθησαν». Ακολούθως υπογράμμιζε την αναγκαιότητα καθιέρωσης της δημοκρατικής αυτής αρχής, η οποία θα εξασφάλιζε τη διαφάνεια στη δημόσια ζωή. Μάλιστα έκανε αναφορά σε ανάλογους θεσμούς που ίσχυαν στην Αρχαία Αθήνα, όπου γινόταν καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων των αιρετών και κληρωτών αρχόντων, όταν αναλάμβαναν την εξουσία τους, ώστε να αποτραπεί κάθε διάθεσή τους για παράνομο πλουτισμό. Και ολοκλήρωνε το άρθρο του καθορίζοντας το περιεχόμενο του «πόθεν έσχες»:
« Η αρχή του «πόθεν έσχες» πρέπει να αντιμετωπίσει το ζήτημα του αθέμιτου πλουτισμού από την ευρύτερη πλευρά της απιστίας προς το Δημόσιον. Διότι αι περισσότεραι παράνομοι περιουσίαι δεν σχηματίζονται διά κλοπής του δημοσίου χρήματος. Σχηματίζονται διά πλαγίας εκμεταλλεύσεως της εξουσίας, δηλαδή διά προμηθειών, κερδοσκοπικής χρησιμοποιήσεως κρατικών μυστικών, δωροδοκιών και παντοίων άλλων μεθόδων».
Η απαισιοδοξία του αρθρογράφου της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ βγήκε αληθινή. Η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. το 1960 – 1963 δεν είχε τη δύναμη να καθιερώσει το νόμο για το «πόθεν έσχες» των πολιτικών λόγω αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν στο εσωτερικό της. Έτσι η ψήφιση του νόμου θα καθυστερήσει για μερικά ακόμη χρόνια.
Τον Φεβρουάριο του 1964 ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, σε λόγο που απεύθυνε προς τον ελληνικό λαό από το κρατικό ραδιόφωνο, ανήγγειλε την πρόθεση της κυβέρνησής του να καθιερώσει την αρχή του «πόθεν έσχες» ως θεσμό στο δημόσιο βίο της χώρας. Παράλληλα ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους ότι καταρτιζόταν ήδη σχετικό νομοσχέδιο, με το οποίο προβλεπόταν η σύσταση Ανώτατης Δικαστικής Επιτροπής Ελέγχου που θα λειτουργούσε μόνιμα ως ιδιαίτερο τμήμα του Αρείου Πάγου. Η Δικαστική αυτή Επιτροπή θα προέβαινε σε πλήρη έρευνα των διάφορων καταγγελιών ή κατηγοριών για αθέμιτο πλουτισμό πολιτικών με την εκ του νόμου υποχρέωση να περατώνει τον έλεγχο σε διάστημα ενός χρόνου (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 1ης Μαρτίου 1964).
Τελικά το νομοσχέδιο υποβλήθηκε στη Βουλή για ψήφιση στις αρχές Ιουλίου 1964. Με αυτό καθοριζόταν ότι ήταν υποχρεωτική η υποβολή κατ’ έτος δήλωσης για την περιουσιακή κατάσταση του εκάστοτε πρωθυπουργού, των αρχηγών και των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων, των υπουργών, των υφυπουργών, των βουλευτών καθώς και των στενών συγγενών των. Οι δηλώσεις θα υποβάλλονταν στη Βουλή το μήνα Απρίλιο.
Σ’ αυτές θα αναφέρονταν επακριβώς και λεπτομερώς η ακίνητη περιουσία των πολιτικών προσώπων και των στενών συγγενών τους, οι καταθέσεις τους σε τράπεζες του εσωτερικού και του εξωτερικού, οι μετοχές και τα χρεόγραφα που είχαν στην κατοχή τους καθώς και ο χρόνος κτήσης τους. Επιπλέον θα περιέχονταν αναλυτικά όλα τα εισοδήματά τους πέραν του υπουργικού μισθού ή της βουλευτικής αποζημίωσης.
Με το 5ο άρθρο του νόμου 4351/1964 «περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου της χώρας» καθορίζονταν ως ποινικά αδικήματα:
- «η αθέμιτος κτήσις περιουσιακού οφέλους», δηλαδή η απόκτηση από μέρους των πολιτικών (κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους) περιουσιακών στοιχείων, των οποίων δεν μπορούσαν να αποδείξουν τη νόμιμη και αδιάβλητη προέλευση,
- «η παράλειψις υποβολής δηλώσεως» και
- «η υποβολή εν γνώσει ανακριβούς δηλώσεως» (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 13ης Μαρτίου 1965).
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις προβλέπονταν βαριές ποινές, όπως φυλάκιση, δήμευση περιουσιών, έκπτωση από το αξίωμά τους, χρηματικές ποινές, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων κ.ά.. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο νόμο είχε περιληφθεί διάταξη που πρόβλεπε ότι, εφόσον υφίσταντο στοιχεία πως υπήρχαν καταθέσεις σε Τράπεζες του εξωτερικού ή χρεόγραφα ή τιμαλφή κ.λπ. ελεγχόμενου πολιτικού, τα οποία δεν είχαν δηλωθεί στο «πόθεν έσχες», αυτά μετά το θάνατό του δεν τα κληρονομούσαν οι συγγενείς του, αλλά περιέρχονταν στο ελληνικό Δημόσιο (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 12ης Ιουλίου 1964).
Ο νόμος αυτός αντικαταστάθηκε από τον υπ’ αριθ. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών, ιδιοκτητών Μ.Μ.Ε. και άλλων κατηγοριών προσώπων». Οι διαφορές του νέου νόμου από τον παλιότερο είναι μικρές. Σήμερα προβλέπεται, όσον αφορά τους πολιτικούς, η υποβολή δήλωσης και από τους ευρωβουλευτές και από όσους διαχειρίζονται τα οικονομικά των κομμάτων και από άλλες κατηγορίες προσώπων εμπλεκόμενων με την πολιτική ( οι γενικοί και οι ειδικοί γραμματείς υπουργείων και της Βουλής, ο γενικός γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου κ. ά.). Ακόμα με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται κάθε θέμα που αφορά στη διαδικασία ελέγχου καθώς και στην οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής για την εξέλεγξη των υποβληθεισών δηλώσεων.
Παρ’ όλα αυτά η εμπιστοσύνη των πολιτών ουδέποτε αποκαταστάθηκε ως προς τον θεσμό, πλέον, του “πόθεν έσχες”. Ισα-ίσα ένα νέο κύμα αμφισβήτησης ήλθε να προστεθεί με τη μάχη που έδωσαν οι δικαστές, αρχικά για να μην συμπεριλαμβάνονται στους υπόχρεους για δήλωση -πράγμα που έγινε πριν 25 χρόνια- αλλά και στις πρόσφατες αντιρρήσεις τους για την ηλεκτρονική υποβολή της δήλωσης. Αντιρρήσεις που το 2019 απέρριψε το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Να τις θυμηθούμε;
Οι δικαστικές Ενώσεις της χώρας υποστήριζαν σε ανακοίνωσή τους το 2018 ότι υπάρχει:
- Παραβίαση των αρχών της διάκρισης των λειτουργιών και της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών και εισαγγελέων, λόγω της συγκρότησης της επιτροπής ελέγχου. Και αυτό γιατί οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί δεν διορίζονται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, αλλά με αποφάσεις των προέδρων των δικαστηρίων,
- Αντισυνταγματική η προβλεπόμενη υποχρέωση δήλωσης των μετρητών χρημάτων και των κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας που υπάρχουν στην κατοχή τους,
- Παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της αρχής της καλής νομοθέτησης λόγω των αντιφατικών ρυθμίσεων μεταξύ του νόμου και του παραρτήματός του ως προς την υποχρέωση δήλωσης των κινητών πραγμάτων,
- Παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής της καλής προστατευόμενης εμπιστοσύνης, καθώς προβλέπεται η διατήρηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για διάστημα άνω των 5 ετών και με δυνατότητα έλεγχου και μάλιστα με δυνατότητα επανελέγχου σε περίπτωση αρχειοθέτησης μετά την παρέλευση 5 ετών,
- Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας από την νομοθετική υποχρέωση εκτίμησης της αξίας των κινητών πραγμάτων από πιστοποιημένο εκτιμητή του υπουργείου Οικονομικών,
- Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως και του δικαιώματος δικαστικής προστασίας από την ρύθμιση με την οποία η υποβολή Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης (ΔΠΚ) και Οικονομικών Συμφερόντων (ΔΟΣ) μετά την πάροδο της οριζόμενης προθεσμίας εξαρτάται από την προηγούμενη πληρωμή ηλεκτρονικού παραβόλου,
- Παραβίαση σειράς άρθρων του Συντάγματος όπως είναι 2, 5, 9Α και 25 από τη διάταξη που θεσπίζει υποχρέωση Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης και Οικονομικών Συμφερόντων του εν διαστάσει συζύγου, καθώς και την πρόβλεψη περί έγκρισης της δήλωσης του υπόχρεου να υποβάλει δήλωση από τον εν διαστάσει σύζυγό του.
- Παραβίαση του άρθρου 25 του Συντάγματος λόγω της προβλεπόμενης υποχρέωσης προσδιορισμού των ποσών που αντιστοιχούν σε κάθε πηγή προέλευσης για την απόκτηση περιουσιακού στοιχείου, καθώς αφενός υπερβαίνει το σκοπό του νόμου και αφετέρου καθιστά δυσχερή τη συμπλήρωση της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης και
- Παραβίαση της αρχής αναλογικότητας καθώς περιορίζεται υπέρμετρα χωρίς δικαιολογητικό λόγο το δικαίωμα τροποποίησης ή συμπλήρωσης της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης σε ένα μήνα μετά την λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης.
Τέλος, οι δικαστικές ενώσεις επικαλούνται ότι από την εφαρμογή του επίμαχου νόμου θα υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη σε περίπτωση εφαρμογής του.
Παρά το ότι όλα τα παραπάνω έχουν απορριφθεί πλέον από το ΣτΕ, ίσως θα έπρεπε, να τα ξαναδούμε ψύχραιμα και… ορθολογικά:
Εχει νόημα να επιμένουμε σε έναν θεσμό απαξιωμένο από την κοινωνία ήδη από το 1927;
Εχει νόημα να επιμένουμε σε έναν νόμο που μόνο κατά το ήμισυ τηρείται ακόμη και ως προς την ονομασία του (“πόθεν έσχες”);
Μήπως αυτός ο “δεινόσαυρος” έχει γίνει πλέον εμπόδιο για όσους είναι επιτυχημένοι;
Μήπως παραβιάζει -όπως έλεγαν οι Ενώσεις δικαστικών- την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή της καλής προστατευόμενης εμπιστοσύνης;
Μήπως δηλαδή, πρέπει επιτέλους να εμπιστευτούμε τους πολιτικούς μας, τους διοικητές οργανισμών, τους δικαστές και να τους αφήσουμε ήσυχους να κάνουν τις δουλειές τους;
Μήπως ήλθε η ώρα, στην “Ελλάδα 2.0.” –μετά το ΑΣΕΠ και άλλους περιττούς θεσμούς όπως ο ΣΕΠΕ– να καταργηθεί το ΚΑΙ το “πόθεν έσχες”;
Υ.Γ.: Εναλλακτικά, αντί της κατάργησης του νόμου, μήπως να αρχίσουμε να τον εφαρμόζουμε και ως προς το “τι” και ως προς το “πόθεν”, όπως γίνεται σε άλλα -“αντιδραστικά”- κράτη;