Όταν οι θερμοκρασίες έφτασαν τους 35 βαθμούς Κελσίου για λίγες ημέρες στην Ευρώπη, ένα είδος συλλογικής απελπισίας έγινε αισθητή σε κλειστούς χώρους και γραφεία, και πόσο μάλλον στους εξωτερικούς χώρους. Αντίστοιχα, σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής και της νότιας Ασίας, οι αυξανόμενες θερμοκρασίες φέρνουν τους εργαζόμενους αντιμέτωπους με τον καύσωνα για μεγάλο μέρος του έτους. Και σύμφωνα με τις προβλέψεις των ερευνητών, οι αυξανόμενες θερμοκρασίες πρόκειται να πυροδοτήσουν μία νέα, κλιματική μετανάστευση προς τα ψυχρότερα κλίματα.
Εργαζόμενοι με χαμηλό εισόδημα που απασχολούνται στη γεωργία ή τον κατασκευαστικό κλάδο και εργάζονται κυρίως σε εξωτερικούς χώρους είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι σε ακραία καιρικά φαινόμενα – εν προκειμένω στον καύσωνα. Οι εμφανείς συνέπειες στην υγεία είναι η εξάντληση, η θερμοπληξία και μερικές φορές ακόμη και ο θάνατος. Ωστόσο, ερευνητές παρακολουθούν όλο και περισσότερο τη σχέση μεταξύ αυξημένου στρες λόγω υψηλής θερμοκρασίας και της μείωσης της παραγωγικότητας: ένα ακόμη οικονομικό ζήτημα που κάνει την εμφάνισή του εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.
Σύμφωνα με μελέτη που δημοσίευσε το 2020 το Ευρωμεσογειακό Κέντρο για την Κλιματική Αλλαγή (CMCC) με έδρα τη Βενετία η παραγωγικότητα των εργαζομένων με χαμηλή ειδίκευση μειώνεται όταν ξεπεραστεί το όριο των 26,2 βαθμών Κελσίου. Ωστόσο, η έρευνα αυτή δεν συνυπολογίζει άλλες κλιματικές επιπτώσεις, όπως αύξηση της στάθμης της θάλασσας, πλημμύρες ή ξηρασίες.
Σύμφωνα με άλλη μελέτη του 2019 από τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας (ΙLO) του ΟΗΕ, τα φαινόμενα του καύσωνα και της κλιματικής αλλαγής ενδέχεται να μειώσουν τα παγκόσμια επίπεδα παραγωγικότητας κατά 80 εκ. θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης μέχρι το 2030. Με άλλα λόγια, το 2,2% του συνόλου των ωρών εργασίας παγκοσμίως θα μπορούσε να «εξατμιστεί» λόγω υπερβολικής ζέστης μέχρι το τέλος της δεκαετίας που διανύουμε.
Και αυτό είναι μάλλον ένα αισιόδοξο σενάριο, καθώς οι προβλέψεις της έκθεσης του ILO προϋποθέτουν μια παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας – μόνο – κατά 1,5 βαθμούς Κελσίου έως το τέλος του αιώνα, η οποία θα είναι εφικτή μόνο μέσω μίας άμεσης μείωσης της χρήσης άνθρακα. Η εν λόγω έκθεση προϋποθέτει επίσης ότι οι εργασίες στον τομέα των κατασκευών και της γεωργίας γίνονται υπό σκιά, κάτι που βέβαια συχνά δεν συμβαίνει…
Θάνατοι εργαζομένων λόγω υπερβολικής ζέστης
Ο θάνατος χιλιάδων μεταναστών εργατών που συχνά εργάζονταν στις ποδοσφαιρικές υποδομές του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Κατάρ κατά την τελευταία δεκαετία βρέθηκε συχνά στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων – νέοι, ηλικίας 20 με 30 ετών, από το Νεπάλ πέθαναν από καρδιακή ανακοπή, η οποία σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύτηκε το 2019 οφειλόταν στην πλειοψηφία των περιπτώσεων σε υψηλές θερμοκρασίες.
Μια μελέτη του ILO σχετικά με τις συνέπειες του καύσωνα στο Κατάρ έδειξε ότι πολλοί εργαζόμενοι σε χειρωνακτικά επαγγέλματα, δουλεύουν συχνά σε θερμοκρασίες πάνω από 45 βαθμούς Κελσίου και υπό συνθήκες υψηλής υγρασίας που φτάνει μέχρι και το 90%. Τον περασμένο Μάιο οι αρχές του Κατάρ ψήφισαν νομοθεσία για απαγόρευση της εργασίας σε εξωτερικούς χώρους από τις 10 π.μ. έως τις 3:30 μ.μ. ανάμεσα σε Ιούνιο και Σεπτέμβριο. Τον Ιούνιο η απαγόρευση εργασίας κατά τις μεσημεριανές ώρες του καλοκαιριού τέθηκε σε ισχύ σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένων Κουβέιτ, Ομάν, Σαουδικής Αραβίας και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Ακραία φτώχεια και κλιματική αλλαγή ενδέχεται να οδηγήσουν σε μία νέα, κλιματική μετανάστευση
Ωστόσο, σύμφωνα με το Migrant-Rights.org, έναν οργανισμό που στοχεύει στην προώθηση των δικαιωμάτων των μεταναστών-εργαζομένων, αυτά τα μέτρα δεν είναι αρκετά, καθώς εργαζόμενοι με χαμηλό εισόδημα και δίχως μεγάλη εξειδίκευση είναι εκείνοι που υφίστανται κυρίως το βάρος της αυξανόμενης θερμοκρασίας.
Δουλεύοντας λιγότερες παραγωγικές ώρες σε έναν θερμό κόσμο, οι φτωχότεροι εργαζόμενοι θα έρθουν εντονότερα αντιμέτωποι με φαινόμενα ακραία φτώχιας, κάτι που θα εντείνει ενδεχομένως την κλιματική μετανάστευση. «Οι άνθρωποι θα μετακινηθούν από τις πιο ζεστές και φτωχότερες περιοχές σε πλουσιότερες και πιο ψυχρές περιοχές», επισήμανε ο Σούρο Ντασγκούπτα από το κέντρο ερευνών CMCC.
Πηγή: DW – Στιούαρτ Μπράουν
Επιμέλεια: Χρύσα Βαχτσεβάνου