Ο καλλιτέχνης, ο ποιητής, ο ζωγράφος, γλύπτης, ο μουσικός, ο ηθοποιός, ο φωτογράφος δεν αποτελούν κάποιο ον διαφορετικό από τον μέσο άνθρωπο. Δεν είναι υπεράνθρωποι έστω κι αν είναι ξεχωριστοί. Απεναντίας. Είναι βουτηγμένοι στον μέσο όρο πολύ πιο πολύ από τον θεωρούμενο μέσο όρο. Δηλαδή μέσα στην ανθρώπινη συνθήκη και την αδυναμία. Με μία διαφορά. Ο γλύπτης, ποιητής, ο ζωγράφος κλπ. είναι συνεχώς διαθέσιμος, είναι ανοιχτός στη διαφορά, στην εξαίρεση, στο θαύμα. Κάτι πολύ περισσότερο. Περιμένει νυχθημερόν το θαύμα. Αυτή είναι η περίφημη έμπνευση. Η διαθεσιμότητα σε ό, τι μάς υπερβαίνει. Στο υπερφυές. Στην άλλη ερμηνεία των πραγμάτων.
Του Μάνου Στεφανίδη
Και κάτι ακόμα. Ο καλλιτέχνης διαθέτει συναισθηματική ευφυία, δηλαδή την ικανότητα να διακρίνει το πολύτιμο στο ασήμαντο, το διαρκές στο εφήμερο… Να βρει την ομορφιά ακόμη κι αν αυτή κρύβεται στα πιο εφήμερα ή πληβειακά υλικά. Να δει αυτό που περνάει απαρατήρητο από τους πολλούς. Μια τέτοια δυνατότητα συχνά τον καθιστά αθώο σαν παιδί αλλά και επικίνδυνο σαν κάποιον που είδε το πρόσωπο της Μέδουσας και δεν μαρμάρωσε.
Πολλές φορές, τέλος, τέχνη γίνεται εκείνη η λεπτομέρεια που φάνηκε αδιάφορη ή και βαρετή στο πλήθος. Που δεν συνήγειρε, ούτε ερέθισε τους πολλούς. Επειδή η τέχνη, πριν γίνει ενόραση ή ομορφιά, υπήρξε άσκηση, και μόχθος και αποτυχία και αυτοσυγκέντρωση και αγρυπνία. Ίσως γι’αυτό ο ποιητής, όντας διαθέσιμος, πάντα διανυκτερεύει… Όπως συνέβαινε με τον Λευτέρη.
Από τα ελάχιστα καλά του φ.μπ. Ότι συναντάς πολύ σημαντικούς ανθρώπους την ύπαρξη των οποίων αγνοούσες. Εδώ λοιπόν γνώρισα τον Λευτέρη Μιαούλη πριν από λίγα χρόνια, μού έκανε εντύπωση το μυαλό, η ευθυκρισία και η ευαισθησία των κειμένων του και γίναμε γρήγορα πολύ φίλοι. Τον έλεγα ξάδελφο γιατί κατάγομαι από την Ύδρα εκ μητρός κι έχω συγγενείς Βώκους και Μιαούληδες…
Μου έκανε επίσης εντύπωση η απέριττη αλλά και ουσιαστική ματιά του όταν φωτογράφιζε. Συνήθως ασπρόμαυρα αλλά και με χρώμα. Φως ατόφιο, σύνθεση άψογη, ψυχισμός εν εγρηγόρσει. Επάγγελμα: Φωτορεπόρτερ. Θέλησα να τον συναντήσω από κοντά και τότε… μού έγινε απαραίτητος. Τον γνώρισα μετά στην παρέα του Καπετάν Μιχάλη, τον Γουδέλη, τον Δρακονταειδή, τον Βρόντο, τον Πρωτοππά, τον Μιχαηλίδη κλπ και έκανε όλων εξαιρετικά πορτρέτα. Τα έχω ανεβάσει εδώ πολλές φορές. Στη συνέχεια τον γνώρισα στην ομάδα του ντεπό του Θόδωρου Αδαμόπουλου και της Μαρίας, στου Ζωγράφου…
Ο Πατράκης, ο Τσεβάς, η Πέτρα Αγαθοκλέους, ο Σακαγιάν, ο Γιατράς, ο Θοδωρής Δασκαλάκης, ο Κώστας Παπανικολάου, η Εύα Κολιοπάντου κλπ. Τον λάτρεψαν. Για το χιούμορ και τις ιστορίες του. Ήταν τότε που μαζί με την Κυριακή έκαναν μία μεγάλη σειρά καλλιτεχνικών ατελιέ – μοναδικό ντοκουμέντο σήμερα. Παράλληλα έκανε μοναδικά φωτορεπορτάζ εγκαινίων μαζί με τη γυναίκα του την Κική άλλοτε στην Πινακοθήκη Βογιατζόγλου ή την πινακοθήκη του Δήμου Αλίμου, άλλοτε στην γκαλερί Σκουφά, στην γκαλερί Roma, στον Εικαστικό Κύκλο Σιαντή κι οπουδήποτε αλλού μάθαινε ότι θα ξεναγήσω ή ότι έχω στήσει μίαν έκθεση.
Ερχόταν επίσης συχνά σπίτι μου με την Κική Δοβίνου και πήγαινα στο δικό τους. Στην Πατησίων και Στουρνάρη. Εκεί, μουσικές παιγμένες από τον ίδιο στο πιάνο του, απίθανα φαγητά μαγειρεμένα από τον ίδιο, ζωγραφικές στους τοίχους φτιαγμένες από τον ίδιο, φωτογραφίες ενός διαρκούς ρεπορτάζ της πόλης τραβηγμένες από τον ίδιο, ιστορίες, τραγούδια και ποιήματα στα συρτάρια ή στα τραπέζια γραμμένα από τον ίδιο…Wunderkammer. Πολυκαλλιτέχνης. Και πολιτικό ον, ασυμβίβαστο. Καταστασιακός της τρυφερότητας, συγκρουσιακός με κομψότητα. Και με το ακούραστο του ποδήλατο κάπου στο χωλ να τον περιμένει για να κάνουν χιλιόμετρα.
Ξέραμε βέβαια εδώ και μερικούς μήνες πως ο Λευτέρης έφευγε σιγά-σιγά, μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία χωρίς να του προσφέρουν καμία, ουσιαστική βοήθεια. Και στο τέλος πάλευε μόνος του έχοντας αποσυρθεί στην Πάτρα, δίπλα στην αγαπημένη του αδελφή. Τηλεφωνιόμασταν κάθε τόσο για να ακούσουμε μια φωνή όλο και πιο ξέπνοη. Το ξέραμε αλλά ελπίζαμε ότι, στο τέλος, θα τα καταφέρει. Επίσης ξέραμε (και ξέρουμε) ότι στον Λευτέρη έχει γίνει μία τεράστια αδικία: Αυτός, ο υπερευαίσθητος, ο πολυεπίπεδος δημιουργός δεν αξιώθηκε ποτέ μιας έκθεσης με τις φωτογραφίες του, μιας έκδοσης των διηγημάτων ή των στίχων του, έστω, της συμμετοχής του σ’ ένα λογοτεχνικό περιοδικό. Νομίζω, ελπίζω να κάνω λάθος, δεν είδε ποτέ το όνομά του τυπωμένο σε ένα εξώφυλλο, σε μίαν αφίσα και αυτό δεν τιμά κανέναν μας.
Τώρα ο Λευτέρης λέει τις ιστορίες του και δείχνει τις εικόνες του αλλού. Κάνει καινούργιους φίλους και ξαναβρίσκει τους παλιούς. Εκείνος, ο αλήτης, ο μποέμ άγγελος που έχει αναλάβει εξ ουρανών την επιτήρηση της Σαλαμίνας, μπορεί να τού ετοιμάζει ήδη μιαν αναδρομική με φωταψίες και μεταφυσικές μουσικές. Με ρακές και συμπαντικούς μεζέδες. Δεν μας ξεχνάει όμως, είμαι σίγουρος.
Ούτε κι εμείς…
YΓ. Νομίζω πως αυτό που μας συνέδεε περισσότερο με τον Λευτέρη, ήταν η κοινή μας πίκρα για το τέλος των εφημερίδων. Επίσης για μας το facebook ήταν το απόλυτο υποκατάστατο αυτής της απώλειας. Ο ίδιος κατάφερε γρήγορα να γίνει ένας θρύλος σ’ αυτό το καινούργιο μέσο το οποίο υπηρέτησε με θρησκευτική αφοσίωση. Αυτό ήταν η μικρή του εκδίκηση για όσους τον άφησαν χωρίς δουλειά ή υποτίμησαν προσφορά του. Κάνοντας είτε ρεπορτάζ από τις οδομαχίες εμπρός στο Πολυτεχνείο, είτε αποτυπώνοντας τις πιο απρόοπτες όψεις αυτής της αγαπημένης, άφιλης πόλης. Και ύστερα τα κείμενα του… Με λαϊκή σοφία και μ’ ένα σύγχρονο, κοφτό γράψιμο. Επίσης τα τραγούδια ή οι ιστορίες του, φερ’ ειπείν αυτές του ψαρέματος, σελίδες επί σελίδων κρυμμένες σε συρτάρια, σε ντουλάπες, σε κούτες τις οποίες οφείλουμε κάποτε να εκδώσουμε στη μνήμη του.
Πρώτη δημοσίευση στο Facebook