Μαζί με τον κίνδυνο των blackout, ο καύσωνας απειλεί με οικονομική “ηλεκτροπληξία” τους καταναλωτές που ούτως ή άλλως έχουν, από 1ης Αυγούστου, να αντιμετωπίσουν αυξημένα τιμολόγια. Ταυτόχρονα όμως αναδεικνύει και το πρόβλημα της επάρκειας στην παραγωγή και στα στρατηγικά αποθέματα ενέργειας για έκτακτες καταστάσεις που όπως όλα δείχνουν, τα επόμενα χρόνια θα πάψουν να είναι “έκτακτες”.
Η κυβέρνηση θα ήθελε να προλάβει το «ηλεκτροσόκ» για τους καταναλωτές με την παραλαβή των πρώτων εκκαθαριστικών λογαριασμών, οι οποίοι θα ενσωματώνουν τις υπέρογκες αυξήσεις της χονδρεμπορικής τιμής του Ιουνίου και του Ιουλίου, που έφτασαν μέχρι και τα 128,15 ευρώ/MWh (24 του μηνός) και κινούνται τις τελευταίες εβδομάδες σταθερά πάνω από τα 100 ευρώ.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν διαθέσιμα εργαλεία αποκλιμάκωσης των τιμών, καθώς οι αυξήσεις κατά το μεγαλύτερο μέρος τους είναι αποτέλεσμα εξωγενών παραγόντων, που έχουν πυροδοτήσει αντίστοιχες με την Ελλάδα αυξήσεις και στις υπόλοιπες αγορές της Ευρώπης. Αυξήσεις που όμως αντιμετωπίζονται με πολιτικές πρωτοβουλίες όπου υπάρχει η βούληση.
Η ισπανική κυβέρνηση, για παράδειγμα, ανακοίνωσε ήδη από τα τέλη Ιουνίου, την περικοπή του φόρου στους λογαριασμούς ηλεκτρισμού στο 10%, από 21%, έως το τέλος του έτους (Ιούλιος – Δεκέμβριος 2021) παρέχοντας άμεσα ανακούφιση στους καταναλωτές, λόγω των αυξημένων ενεργειακών τιμών.
Η μείωση αυτή θα κοστίσει 560 εκατ. ευρώ σε απώλεια εσόδων για το 2021, όμως θα εξοικονομήσει για τα νοικοκυριά περίπου 857 εκατ. Πρόκειται για μια… κρατική “αντι-ρήτρα”, καθώς τα περισσότερα νοικοκυριά και οι μικρομεσαίοι με κατανάλωση έως 10 κιλοβάτ θα επωφεληθούν, εφόσον η μέση χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρισμού ξεπερνά τα 45 ευρώ / MWh, ενώ για τους ευάλωτους καταναλωτές η μείωση θα ισχύει ανεξάρτητα από το ύψος της χονδρεμπορικής τιμής.
Επιπλέον η ισπανική κυβέρνηση θα αναστείλει στο τρίτο τετράμηνο του έτους τον φόρο επί της αξίας της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (7%), τον οποίο οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας τελικά μεταβιβάζουν στη λιανική τιμή. Εν συνεχεία θα προχωρήσει και με νομοθετική ρύθμιση στην ελάφρυνση των λογαριασμών εγκρίνοντας ανώτατο όριο κερδών στις υδροηλεκτρικές και πυρηνικές μονάδες της χώρας και σε περικοπές συνολικού ύψους 1 δισ. στις αμοιβές των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, στοχεύοντας σε μείωση 15% στους λογαριασμούς ρεύματος στην πενταετία και στην κάλυψη του κόστους των ΑΠΕ.
Χωρίς στρατηγικές εφεδρείες
Παράλληλα υπάρχουν και δομικά ζητήματα στις αγορές που χρήζουν ρυθμιστικών παρεμβάσεων, όπως ότι σχεδόν το 100% της ενέργειας διακινείται μέσω της αγοράς επόμενης ημέρας, ελλείψει προθεσμιακής αγοράς με ικανοποιητική ρευστότητα, όταν στις ευρωπαϊκές αγορές μόνο 20% διαπραγματεύεται μέσω της αγοράς επόμενης ημέρας και το υπόλοιπο μέσω μακροπρόθεσμων συμβάσεων, με αποτέλεσμα τα τιμολόγια λιανικής να μην εξαρτώνται από χονδρεμπορικές τιμές.
Το θέμα αναδεικνύουν οι μεγάλοι βιομηχανικοί καταναλωτές χαρακτηρίζοντας σοβαρή στρέβλωση στα τιμολόγια λιανικής τη μετακύλιση του 100% του συνολικού κόστους της αγοράς (συμπεριλαμβανομένου και του υψηλού κόστους της αγοράς εξισορρόπησης) στον καταναλωτή…
Παράλληλα οι σημερινές, υψηλές τιμές αναδεικνύουν την ανάγκη έγκρισης μηχανισμού στρατηγικής εφεδρείας, ώστε η ακριβή λιγνιτική παραγωγή, λόγω υψηλών CO2, να αποσυρθεί εμπορικά από την αγορά, αλλά να παραμένει διαθέσιμη μόνο για τη διασφάλιση της επάρκειας στο σύστημα.
Για την κάλυψη της ζήτησης επιστρατεύθηκε εδώ και λίγες ημέρες ο λιγνίτης, συμμετέχοντας με 13% στο ενεργειακό μείγμα. Η αγωνία στα αρμόδια επιτελεία για την ευστάθεια του συστήματος χτύπησε «κόκκινο» χθες, καθώς οι υψηλές θερμοκρασίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανά πάσα στιγμή βλάβη, όχι μόνο στις κατάκοπες λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, αλλά και στις πιο σύγχρονες μονάδες φυσικού αερίου.
Ενδεικτική της ανησυχίας των αρμοδίων ήταν και η δήλωση του διευθύνοντος συμβούλου του ΑΔΜΗΕ Μάνου Μανουσάκη στο χθεσινό συνέδριο για τις υποδομές, λίγο μετά τη βράβευση της εταιρείας για το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης της Κρήτης.
«Παρότι είμαστε χαρούμενοι, η μισή μας σκέψη βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο Κρυονέρι, στο Κέντρο Ελέγχου Ενέργειας της χώρας, καθώς περιμένουμε να ανέβει η ζήτηση στα 10 γιγαβάτ, κάτι που έχουμε να δούμε χρόνια, και η αλήθεια είναι ότι έχουμε ένα σύστημα που είναι υπό μετάβαση, αλλά αυτή η μετάβαση δεν έχει ολοκληρωθεί, με αποτέλεσμα την ώρα που μιλάμε να είναι απαραίτητο να συμμετέχουν στο ενεργειακό μείγμα οι λιγνίτες. Οπως γνωρίζουμε, αρκετά από αυτά τα εργοστάσια είναι παλιά, με αποτέλεσμα η απόδοση να είναι χαμηλότερη και η γενικότερη λειτουργία δυσκολότερη» είπε. «
Εχουμε πάντως πάρει όλα τα μέτρα προκειμένου ακόμη και εάν συμβεί κάτι να υπάρχει ελάχιστη δυνατή όχληση στους καταναλωτές», συμπλήρωσε ο ίδιος.
Δύο χρόνια ανατιμήσεων στο ρεύμα
Σε έναν κύκλο διαρκών αυξήσεων στην τιμή του ρεύματος βρίσκονται εδώ και σχεδόν δύο χρόνια οι καταναλωτές, ενώ η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εξαντλείται στην ικανοποίηση ιδιωτικών συμφερόντων και στον εμπαιγμό της κοινωνίας.
Εκκινώντας από τις αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ από τον Σεπτέμβριο του 2019 κατά τουλάχιστον 20%, η κυβέρνηση εγκαινίαζε, 14 μήνες μετά, την έναρξη των νέων χονδρεμπορικών αγορών του ευρωπαϊκού target model, επαγγελλόμενη ανταγωνιστικότερες τιμές λόγω της λειτουργίας τους. Τον Δεκέμβριο του 2020, όταν οι χονδρεμπορικές τιμές τραβούσαν την ανηφόρα με προβληματικές συμπεριφορές των συμμετεχόντων ιδίως στην αγορά εξισορρόπησης, η κυβέρνηση έβλεπε “συνήθεις παιδικές ασθένειες”…
Το “κερασάκι στην τούρτα” ήταν η πρόσφατη απόφαση της ΡΑΕ για αυξήσεις στις χρεώσεις χρήσης του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας (το γνωστό ρυθμιζόμενο έσοδο του ΑΔΜΗΕ). Παράλληλα ουδέν νεώτερον από τις εξοικονομήσεις που αποφέρουν οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις των νησιών του Διαχειριστή με το ηπειρωτικό σύστημα, ύψους περίπου 60 εκατ. μόνο για από τις Κυκλάδες, για τις οποίες και πάλι η κυβέρνηση επαγγελλόταν ότι θα αποτυπώνονταν στην ελάφρυνση των χρεώσεων ΥΚΩ (Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας) στους λογαριασμούς όλων των καταναλωτών.
Στο μεταξύ οι καταγγελίες των νοικοκυριών στις καταναλωτικές οργανώσεις περί αυξήσεων στους λογαριασμούς και αδυναμίας αποπληρωμής τους πολλαπλασιάζονται, αγρότες και μικρομεσαίοι (επαγγελματίες, βιοτέχνες, επιχειρήσεις) ασφυκτιούν και κρούουν κώδωνα κινδύνου για μαζικές δευτερογενείς αυξήσεις σε προϊόντα και υπηρεσίες μετακυλίοντας τις ανατιμήσεις στη λιανική, ενώ οι βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας έχουν προειδοποιήσει από πέρυσι με σβήσιμο φουγάρων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την παραγωγική βάση και κυρίως για την απώλεια θέσεων εργασίας.
Με πληροφορίες από Καθημερινή, Αυγή, NewMoney, Ναυτεμπορική