Ηδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια επικράτησαν στην Ελλάδα δύο μεγάλες θεατρικές σχολές. Η σχολή του Εθνικού (τότε Βασιλικού) Θεάτρου και εκείνη του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν. Η πρώτη ακολουθώντας το ρεύμα του (γερμανικού) Κλασσικισμού και ρομαντισμού και η δεύτερη του νατουραλισμού και του φανταστικού ρεαλισμού.
Και οι δύο Σχολές καθόρισαν, μέσω των μεγάλων δασκάλων τους και των σπουδαίων μαθητών τους, την πορεία της τέχνης του Θεάτρου αλλά και του Κινηματογράφου και τη συνολική πολιτιστική πορεία του τόπου, μέχρι τη διάλυσή της και τον ευτελισμό της από την τηλεόραση.
Και οι δύο σχολές “μπόλιασαν” με “θηρία” της υποκριτικής και της σκηνοθεσίας το ελληνικό θέατρο και ως ένα βαθμό συνεχίζουν να το κάνουν. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ανάμεσα στους χιλιάδες μαθητές δεν “φύτρωσαν” και “αγκάθια”, “σταρλετίτσες” και “κοντάρια” που αργότερα κατάφεραν να κάνουν θιάσους και να διαπρέψουν στο “εμπορικό” θέατρο και στα τηλεοπτικά σίριαλ δεύτερης διαλογής. Ομως αυτό είναι φυσικό και αναμενόμενο, ιδιαίτερα μετά το θάνατο των μεγάλων Δασκάλων -του Αλέξη Μινωτή για το Εθνικό και του Καρόλου Κουν για το Θέατρο Τέχνης – όταν και τα κριτήρια εισόδου νέων μαθητών έγιναν πιο ελαστικά αλλά και οι δυνατότητες απορρόφησης των μετρίων περισσότερες.
Ο Κάρολος Κουν μάλιστα ήταν πολύ αυστηρός όχι μόνο ως προς την είσοδο αλλά και την έξοδο των μαθητών του: όποιος και όποια ηθοποιός έφευγε να δουλέψει σε άλλο θέατρο ή στον κινηματογράφο δεν μπορούσε να επιστρέψει ξανά στο Θέατρο Τέχνης.
Αυτό το “μπόλιασμα” του συνόλου της σύγχρονης ελληνικής τέχνης από τις δύο μεγάλες σχολές θεάτρου μου έφερε, χθες, στο νου ο ορισμός του Σταύρου Μπένου, ένα καθαρόαιμο, ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, δήμαρχος Καλαμάτας και μετά κυβερνητικό στέλεχος στις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη, από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, στη θέση του υπευθύνου του Ταμείου Ανασυγκρότησης της Εύβοιας.
Ο Σταύρος Μπένος δεν είναι ούτε το πρώτο και δεν θα είναι το τελευταίο εμβληματικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ που συνεργάζεται με τη συντηρητική παράταξη. Τα μισά στελέχη του Μαξίμου αλλά και πολλοί υπουργοί προέρχονται από το πρώην μεγάλο κόμμα εξουσίας και ιδιαίτερα από τη σημιτική περίοδο του “εκσυγχρονισμού”.
Ανάλογο, αν όχι και ευρύτερο, είναι βέβαια είναι και το “μπόλιασμα” του ΣΥΡΙΖΑ από ιστορικά αλλά και νεότερα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, ήδη πριν αναλάβει την εξουσία το 2015. Πλήθος τα ονόματα βουλευτών, υπουργών που στελέχωσαν την κυβέρνηση αλλά και τον σημερινό “πρωινό καφέ” της Κουμουνδούρου. Πιο πρόσφατη η προσχώρηση του Σίμου Α. Κεδίκογλου πρώην υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων στη δικομματική κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά.
Ιστορικά, το φαινόμενο της προσχώρησης στελεχών από μία παράταξη σε άλλη, δεν είναι κάτι νέο. Το ίδιο είχε συμβεί μετά τη διάλυση της Ένωσης Κέντρου, στελέχη της οποίας ήταν ιδρυτικά μέλη του ΠΑΣΟΚ και μετέπειτα υπουργοί του και άλλα μπήκαν στη Νέα Δημοκρατία με κορυφαίο παράδειγμα τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ο οποίος έγινε και αρχηγός της.
Στη σημερινή εκδοχή του όμως δείχνει και κάτι ακόμη, διόλου ενθαρρυντικό, τόσο για τη Νέα Δημοκρατία όσο και για τον ΣΥΡΙΖΑ: την έλλειψη στελεχών ή “πάγκου”, κατά την αθλητική ορολογία. Δείχνει ακόμη την μεγάλη επιρροή του “συστήματος Σημίτη” τόσο στα πολιτικά όσο άλλωστε και στα οικονομικά (βλ. Γ. Στουρνάρας) δρώμενα της χώρας. Αλλά και τις παρεμβάσεις και την επιρροή του στα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Βεβαίως, θα σημειώσει κάποιος, ότι όλα τα ΠΑΣΟΚογενή στελέχη των δύο μεγάλων κομμάτων δεν συνιστούν συμπαγείς ομάδες τόσο ιδεολογικά όσο και ως προς τις προθέσεις και τους στόχους τους. Κάποιοι μάλιστα ανήκουν σε αντίπαλες ομάδες ή τάσεις ή ρεύματα.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αύριο-μεθαύριο δεν θα μπορούν να είναι και η βάση ευρύτερων συγκλήσεων και συναινέσεων υπό το βάρος εκτάκτων συνθηκών και πέρα από τις σημερινές προθέσεις των σημερινών ηγεσιών τόσο της Νέας Δημοκρατίας όσο και του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, με κορυφαία έκφανση μία Οικουμενική Κυβέρνηση ή μία Μεγάλη Συμμαχία. Εξελίξεις ιδιαίτερα επιθυμητές από εξωπολιτικά κέντρα εξουσίας εντός και εκτός Ελλάδας.
Μένει να δούμε αν όπως οι δύο μεγάλες σχολές θεάτρου ασχολήθηκαν με επιτυχία, με το Θέατρο του Παραλόγου (Πιραντέλο, Ιονέσκο κ.α.), οι δύο μεγάλοι πολιτικοί σχηματισμοί θα οδηγηθούν στην πολιτική του παραλογισμού…
Το “μπόλιασμα” φέρνει πάντα καρπούς. Το ζήτημα είναι αν αυτοί είναι βρώσιμοι ή δηλητηριώδεις!
Κι αν όλο αυτό που ζούμε είναι Κωμωδία ή Δράμα…
Ολα αυτά θα φανούν στο χειροκρότημα ή στις αποδοκιμασίες των θεατών-ψηφοφόρων.