Η επινόηση της “ατομικής ευθύνης” είναι το αφήγημα των ημερών μετά τον πύρινο Αρμαγεδδώνα. Το διακινούν αρκετοί αποδίδοντας στους πολίτες αποκλειστικά το έργο της πρόληψης των πυρκαγιών, υπό το επιχείρημα πως “δεν μπορεί να υπάρχει ένας χωροφύλακας (sic) ή δασοπυροσβέστης σε κάθε δένδρο”. Ακριβές, και, για να προσγειώνονται ορισμένοι στην πραγματικότητα, δεν ζήτησε κανείς κάτι τέτοιο.
Όμως η ατομική ευθύνη δεν μπορεί να επιδρά αυτοαπαλλακτικά για καμία κυβέρνηση -για την Πολιτεία στο σύνολό της- και κυρίως δεν πρέπει να αγνοούμε την ύπαρξη της αλυσίδας που κρατά συνεκτική την λειτουργία ενός κράτους. Πολίτες- κράτος-θεσμοί είναι μια αλληλουχία που πρέπει να διέπεται από σχέση εμπιστοσύνης, αξιοπιστίας και παρέμβασης όταν κάποιοι συνειδητά ή ασυνείδητα επιχειρούν να την διαρρήξουν.
Το διαπιστώσαμε και στην περίπτωση των εμβολιασμών. Όταν η Πολιτεία αντιλαμβάνεται πως η ατομική (μη) ευθύνη μερίδας πολιτών θέτει σε κίνδυνο την δημόσια υγεία –την υγεία, δηλαδή, των πολλών και τη λειτουργία της κοινωνικής δραστηριότητας– θεσπίζει κυρώσεις και υποχρεωτικότητες. Μετρημένες οι αντιδράσεις επ΄ αυτού και μόνο σε ότι αφορά κάποια υπαινικτική σκοπιμότητα για παραβίαση ελευθεριών και ατομικών δικαιωμάτων. Υπάρχει μια γενική ανοχή, ή ακόμα και συναίνεση.
Στις πυρκαγιές, η ατομική ευθύνη πρέπει να προκύπτει μέσα σε ένα πλαίσιο ορθολογισμού που εκπονεί, θεσμοθετεί και παρακολουθεί η Πολιτεία.
Δεν νοείται ευθύνη του ενός χωρίς σχέδιο πρόληψης με επιστημονικούς κανόνες και μία συμφωνία συμβίωσης. Οι ιαχές “γιατί δεν έχουν ασφαλισμένα τα σπίτια τους”, για παράδειγμα, είναι ένα δείγμα μετάθεσης του προβλήματος και ενίοτε ενός χαιρέκακου λαϊκισμού για να απαλλαγούν οι υπεύθυνοι. Προσοχή: δεν αφορά μόνο την παρούσα κυβέρνηση αυτό, ούτε τις φετινές καταστροφικές πυρκαγιές. Είναι διαχρονικό το πρόβλημα και το γνωρίζουν όσοι ανακαλύπτουν τώρα την “ατομική ευθύνη”, οι ίδιοι που την αγνοούσαν σε άλλες περιπτώσεις.
Στο Μάτι, για παράδειγμα, ελάχιστα ασχοληθήκαμε με την έρευνα της ομάδας του Ευθύμιου Λέκκα (ΕΚΠΑ) που έκανε λόγο για την εγκληματική ιδιομορφία της περιοχής, με τα πεύκα να ακουμπούν στις στέγες των σπιτιών, την αυθαίρετη δόμηση και την συνενοχή τοπικών πολιτικών και αυτοδιοικητικών παραγόντων, τα αδιέξοδα με τις χτισμένες προσβάσεις προς την θάλασσα, την απουσία ρυμοτομίας και οδών διαφυγής. Με τον ίδιο τρόπο που η έκθεση Γκολντάμερ κατέληξε στα συρτάρια. Εκεί, η επινόηση της ατομικής ευθύνης εξουδετερώθηκε από την χωρίς δεύτερη σκέψη αναγωγή στην (αδιαμφισβήτητη) πολιτική ευθύνη.
Για να μην παρεξηγηθούμε, και τα δύο υφίστανται. Αδιανόητο, παραβατικό και καταστροφικό να χτίζει κανείς μέσα στο δάσος, ακόμα, όμως, πιο αδιανόητο και εγκληματικό να γίνεται κάτι τέτοιο με το κλείσιμο του ματιού του ίδιου του κράτους. Το γνωρίζαμε πως συμβαίνει -πριν το Μάτι- στην ανατολική Αττική, γνωρίζουμε πως συμβαίνει σε ολόκληρη τη χώρα.
Δεν ανοίγει, άλλωστε, καθένας μόνος του αντιπυρικές ζώνες, δεν θεσπίζει δασικούς χάρτες, δεν απαγορεύει την αυθαίρετη δόμηση, δεν εκπονεί προγράμματα αναδάσωσης με χλωρίδα πιο ακίνδυνη από αυτή που υπάρχει σε περιοχές οι οποίες θεωρούνται ευάλωτες. Και δεν επικαλείται εκ των υστέρων εμπρησμούς, για τους οποίους ούτε πρόληψη υπάρχει, ούτε επαρκής νομοθεσία αποτροπής.
Συνοπτικά, η ατομική ευθύνη δεν είναι μόνο ο καθαρισμός του πεζοδρομίου από το χιόνι, ούτε η ανακύκλωση. Στην περίπτωση των δασικών πυρκαγιών πρέπει να προϋπάρχει ένα αυστηρό πλαίσιο που να αφορά τη δόμηση, την γενικότερη χωροταξία, τις καλλιέργειες, τον παραγωγικό προσανατολισμό, την ίδια την οικονομική ανάπτυξη των περιοχών. Και μέσα από αυτό το πλαίσιο να εκπαιδεύονται οι τοπικές κοινωνίες, να συμφωνούνται κανόνες, να επιτηρούνται από την Πολιτεία, και να επιβάλλονται κυρώσεις όταν και όπου παραβιάζονται.
Η εκ του πονηρού μετάθεση του προβλήματος στην “ατομική ευθύνη” παραβλέποντας όλα τα άλλα, ιδιαίτερα όταν γίνεται επιλεκτικά ανάλογα με την “μορφή” της διακυβέρνησης, μετατρέπει την επινόηση σε άλλοθι. Αποτελεί, δε, ειρωνεία το γεγονός πως με ευκολία απαλλάσσουν το κράτος από τις ευθύνες του εκείνοι που συνήθως το μέμφονται και το κατηγορούν.