Oι σώφρονες ουδέποτε υποστήριξαν πως η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν πανάκεια. Ένα μεγάλο ιστορικό κενό εχθροπάθειας με αρνητικές γεωπολιτικές επιπτώσεις για την Ελλάδα καλύφθηκε από έναν έντιμο συμβιβασμό. Και όπως όλες οι παρόμοιες συμφωνίες δεν λήγουν στο τραπέζι των υπογραφών αλλά απαιτούν συνεχή επιτήρηση και εδραίωση κλίματος εμπιστοσύνης ώστε να μην καθίστανται ανενεργές και να μην δημιουργούν γκρίζες ζώνες.
Η δημόσια συζήτηση για τα σοβαρά λάθη του πολιτικού συστήματος και της φοβικής διπλωματίας όλα τα χρόνια που προηγήθηκαν ελάχιστα έγινε. Την σκέπασε η ρητορική περί προδοσίας και η εργαλειοποίησή της ίδιας της συμφωνίας για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους. Αυτά είναι γνωστά.
Το κακό είναι πως αυτή η αντιπαράθεση συνεχίζει εδώ και τρία χρόνια να υποτιμά τα θετικά σημεία της. Οι Πρέσπες δεν θα μπορούσαν και δεν θα έπρεπε να είναι συμφωνία προσάρτησης της Βόρειας Μακεδονίας, μπορούν, όμως, να γίνουν ένα forum συνεννόησης που θα διασφαλίζει από τυχόν παρεκλίσεις τις οποίες επιδιώκουν και θα επιδιώκουν εθνικιστικά κέντρα στα Σκόπια και άλλες χώρες της περιοχής.
Είναι λογικό και θα έπρεπε να είναι και αναμενόμενο πως σε κάθε κενό που αφήνει η μη εφαρμογή της συμφωνίας η Τουρκία θα προσπαθεί να ανακτήσει τις θέσεις που είχε δημιουργήσει στα Δυτικά Βαλκάνια πριν απ΄ αυτήν. Αυτό συμβαίνει και τώρα. Όσο η Ελλάδα διστάζει και καθυστερεί να κλειδώσει τις συνεργασίες στον αμυντικό και τον οικονομικό τομέα, τόσο η Βόρεια Μακεδονία θα λοξοκοιτάζει προς εκείνες τις χώρες που της υπόσχονται αναγνώριση και σταθερότητα.
Εμείς, κυρίως, φταίμε που αφήνουμε να μετατρέπεται ο ήχος από τα χάλκινα των Πρεσπών σε τούρκικο γεωπολιτικό αμανέ.
Υποτιμούμε για ακόμα μία φορά τον εαυτό μας και τον ρόλο που μπορούμε να διαδραματίσουμε στην περιοχή. Η δεδομένη γεωπολιτική υπεροχή της Ελλάδας στα Βαλκάνια καταλήγει σε διπλωματική αφλογιστία υπό τον φόβο του εσωτερικού πολιτικού κόστους και επαναπαύεται στον μύθο της “απομονωμένης Τουρκίας”. Ιστορικά έχει αποδειχθεί πως μεταξύ της διπλωματικής κινητικότητας και της αδράνειας πάντοτε -αρκεί να υπάρχει βούληση και στρατηγική- νικά η κινητικότητα.
Αντί, όμως, κάθε μήνα να βρίσκεται στα Σκόπια ένας Έλληνας υπουργός και να κλείνει συμφωνίες, αντί οι επιχειρηματίες μας να ενισχύουν τις θέσεις τους στην οικονομική ζωή της Βόρειας Μακεδονίας, η κυβέρνηση αδυνατεί να ξεφύγει από το μικροστερεότυπο της “γειτονικής χώρας” και μιας συμφωνίας που δεσμεύτηκε να την τιμήσει αλλά δεν θέλει να την τιμήσει επειδή φοβάται την “τιμή” που θα έχει κάτι τέτοιο στο εσωτερικό πολιτικό χρηματιστήριο. Κακώς διότι το πολιτικό κόστος έχει ήδη αναληφθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Η σημερινή κυβέρνηση μπορεί να είναι πολύ πιο ευέλικτη και να δρέψει τους καρπούς της συμφωνίας, διατηρώντας αλώβητο το άλλοθι πως δεν την υπέγραψε. Win win, είναι η κατάσταση.
Κι’ όμως, περιφέρει εδώ και μήνες απλά εφαρμοστικά μνημόνια συνεργασίας για να μην προκαλέσει την οργή του Αντώνη Σαμαρά, εγκαταλείποντας στο σχέδιο της Άγκυρας μια χώρα που προσφέρεται να γίνει μέρος της ελληνικής στρατηγικής στην περιοχή.