Ο Αλμπέρ Καμύ ταξίδεψε στις ΗΠΑ από τον Μάρτιο μέχρι τον Μάιο του 1946 και στη Λατινική Αμερική από τον Ιούνιο μέχρι τον Αύγουστο του 1949. Ήταν τότε κοντά στα τριανταπέντε και το Νόμπελ Λογοτεχνίας απείχε περίπου μια δεκαετία. Το ίδιο κι ο ξαφνικός θάνατός του, που προήλθε από τροχαίο, σε ηλικία 47 ετών.
Παρόλα αυτά, ο Καμύ είναι ήδη διάσημος συγγραφέας, τόσο στη Γαλλία όσο και στο εξωτερικό, όταν κάνει τα δυο ταξίδια και η ματιά του για τους ανθρώπους και τα πράγματα είναι κιόλας πολύ ώριμη και διεισδυτική όταν γράφει γι’ αυτά στο ημερολόγιό του. Τα ημερολογιακά του κείμενα για τις ΗΠΑ και τη Λατινική Αμερική κυκλοφόρησαν πολύ πρόσφατα, υπό τον τίτλο «Ημερολόγια ταξιδιού», από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Νίκης Καρακίτσου-Douge και Μαρίας Κασαμπάλογλου-Roblin (εισαγωγή, επιμέλεια και σημειώσεις Ροζέ Κιγιό), κι είναι ευκαιρία να τα ξεφυλλίσουμε και να έρθουμε σε επαφή με τις εικόνες και τις παραστάσεις τους.
Και στα δυο ταξίδια, ο Καμύ δεν έχει τις καλύτερες διαθέσεις. Σχεδόν δυσφορεί με τη διασημότητά του, μοιάζει να σέρνεται στις διαλέξεις που έχουν προγραμματιστεί στο πλαίσιο της επίσκεψής του στους ξένους τόπους, είναι γεμάτος αρνητικά σχόλια για τις πόλεις που γνωρίζει από κοντά και πολύ συχνά πέφτει άρρωστος στο κρεβάτι ή παθαίνει κρίση ασφυξίας κατά τη διάρκεια μιας τοπικής πτήσης. Παρόλα αυτά, το γράψιμό του έχει τεράστια ακρίβεια, ακτινοβολία και στιλπνότητα, με τον ίδιο να συγκεντρώνει την προσοχή του σε σπάνιες λεπτομέρειες και να ξεχωρίζει από την πρώτη στιγμή το σημαντικό από το ασήμαντο. Και στα δυο ταξίδια του (περνά και τις δυο φορές τον Ατλαντικό με καράβι) στήνει μέσα σε ελάχιστες αράδες την ανθρωπογεωγραφία των συνεπιβατών του, είτε είναι μετανάστες και μεροκαματιάρηδες είτε προέρχονται από αστικούς ή λόγιους κύκλους. Κοιτάζοντάς τους με ειρωνεία και με μιαν ελαφρά τάση απαξίωσης, αλλά επιμένοντας να κατανοήσει πάση θυσία τη θέση τους στον κόσμο, δεν παύει ποτέ να είναι ένας οξυδερκής και, όσο γίνεται, απροκατάληπτος παρατηρητής.
Πατώντας το πόδι του στη Νέα Υόρκη, ο Καμύ αναγνωρίζει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό τον τεράστιο πλούτο και τη διάχυτη ευημερία: μπορεί να μην τον συγκινούν σε προσωπικό επίπεδο, πρόκειται όμως για μια αδιαμφισβήτητη οικονομική και κοινωνική κατάκτηση, που σχηματίζει κάτι σαν υπόβαθρο του αμερικανικού πολιτισμού και χαρακτηρίζει και τον Καναδά (χώρα πολύ τακτοποιημένη για τα γούστα του Καμύ). Εδώ, πάντως, τα ημερολόγια θα φέρουν κι ένα άλλο στοιχείο στην επιφάνεια, ενδεικτικό της γαλλικής και της ευρωπαϊκής συνείδησης του συγγραφέα. Από την Αμερική, λέει ο Καμύ, διατυπώνοντας τη φράση του πολύ προσεκτικά, απουσιάζει η αίσθηση του τραγικού. Και για την καταλάβει κανείς πρέπει να αποκολληθεί από αυτή την αίσθηση, οφείλει να βαδίσει πέρα από το βάρος και τη σημασία της.
Όταν ο Καμύ καταφτάνει τρία χρόνια αργότερα στη Λατινική Αμερική, συναντά έναν τελείως διαφορετικό περίγυρο: φτώχεια στη Βραζιλία, μαζί με την αθλιότητα την οποία ζουν καθημερινά οι κάτοικοι στις φαβέλες, ανάμεικτοι και ετερόκλιτα συστεγασμένοι πληθυσμοί, ουρανοξύστες, αλλά και άγρια φύση, αγάπη για τέχνη και τη γαλλική κουλτούρα, αλλά και τελετουργικοί χοροί, ο καθολικισμός κυρίαρχος σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας, αλλά και μια σειρά από θλιβερά τεράστιες εκτάσεις, που είναι συνώνυμες της μοναξιάς και της απομόνωσης. Στην Αργεντινή, ο Καμύ θα ενοχληθεί πολύ με την ασχήμια και την παρακμή του Μπουένος Άιρες, προτιμώντας την ομορφιά της Ουρουγουάης και παρακολουθώντας εκ του σύνεγγυς τις πολιτικές συγκρούσεις στη Χιλή.
Όσο μετακινείται από τον έναν προορισμό στον άλλον στη Λατινική Αμερική, ο Καμύ βρίσκεται στα πρόθυρα του να κατρακυλήσει στη φυματίωση, από την οποία βασανίστηκε σε όλη του τη ζωή, ενώ επανέρχεται κάθε τόσο στον νου του η ιδέα της αυτοκτονίας. Ο ίδιος δεν έχει ή δεν ξέρει να πει πολλά για τις απανωτές καταθλίψεις του, αυτές, ωστόσο, δεν τον κάνουν λιγότερο συναρπαστικό αφηγητή – έναν ταξιδιώτη που δύσκολα αποφασίζουμε να αποχωριστούμε.