Μας το θύμισε ο Ντανιέλ Σνεντερμάν στο εξαιρετικό βιβλίο του “Βερολίνο, 1933” (Εκδόσεις Πόλις) και το δανείζομαι με αφορμή τις δηλώσεις και διακηρύξεις Ευρωπαίων και Αμερικανών σχετικά με τους ανθρώπους που επιχειρούν να διαφύγουν από την Καμπούλ υπό τον φόβο του ταλιμπανικού φονταμενταλισμού.
Στις 13 Μαϊου 1939 αναχώρησε από το Αμβούργο το κρουαζιερόπλοιο “Σεντ Λούϊς” με ένα ασυνήθιστο φορτίο. Περίπου χίλιοι Εβραίοι μετανάστες, Γερμανοί και Αυστριακοί, προσπάθησαν να εγκαταλείψουν το ναζιστικό Ράϊχ, σε μια προσπάθεια να φτάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες ύστερα από ένα διάστημα παραμονής στην Κούβα. Έφτασαν στις αμερικανικές ακτές στα τέλη Μαϊου γεμάτοι φόβο γι αυτό που άφησαν και ελπίδα για μια νέα αρχή στη νέα γη. Οι αμερικανικές αρχές τους ξαπόστειλαν, χωρίς τον παραμικρό οίκτο, πίσω στην Ευρώπη, γράφει ο Σνεντερμάν, υπενθυμίζοντας καταγραφές σε εφημερίδες της εποχής. Είναι μια ιστορία που, όπως λέει ο συγγραφέας, “έπεσε σε μια μαύρη τρύπα, η ιστορία την παραπέταξε στην κατηγορία του ήσσονος συμβάντος”.
Οι Εβραίοι μετανάστες δεν κατόρθωσαν να αποβιβαστούν ούτε στην Κούβα, ούτε στην Αμερική. Είδαν με απελπισία το πλοίο να κάνει αναστροφή προς την Ευρώπη. Μόνο έπειτα από έντονες διπλωματικές διαπραγματεύσεις, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Βρετανία δέχθηκαν να μοιραστούν τους ανθρώπους αυτούς και να τους φιλοξενήσουν.
Η ιστορία αυτή είναι διδακτική. Προχθές, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα Φον ντερ Λάϊεν δήλωσε: «Απευθύνω έκκληση προς όλα τα κράτη που συμμετείχαν σε αποστολές στο Αφγανιστάν, τους Ευρωπαίους και του άλλους, να προσφέρουν επαρκείς ποσοστώσεις υποδοχής (…) ώστε να μπορέσουμε συλλογικά να συνδράμουμε όσους έχουν ανάγκη προστασίας».
Η προτροπή της είναι μάλλον απίθανο να εισακουστεί άμεσα από αρκετούς Ευρωπαίους ηγέτες. Το μήνυμα του Εμανουέλ Μακρόν και οι αναφορές κυβερνητικών στο Παρίσι για το “ευρωπαϊκό οχυρό” ηχούν σκληρές και εμμονικά διατεταγμένες απέναντι στο ορόσημο των Γαλλικών προεδρικών εκλογών με τον κίνδυνο μιας νίκης της ακροδεξιάς της Λεπέν. Αλλά ακόμα και η συνεννόηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά, ιδιαίτερα εάν προσέξει κανείς την σημειολογία των εικόνων από τα τείχη που εσπευσμένα ορθώνονται στα τουρκικά σύνορα και στον Έβρο. Στα καθ’ ημάς, άλλωστε, οι δηλώσεις εκπροσώπων της υπερδεξιάς πτέρυγας -μεταξύ αυτών και βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος- επιβεβαιώνουν πως υποτιμάται αυτός καθ’ αυτός ο κίνδυνος των Ταλιμπάν και η επιβολή ενός ακραίου ισλαμιστικού καθεστώτος της σαρία, και αναδεικνύεται περισσότερο ο κίνδυνος των προσφυγικών ροών. Για να επιχειρηματολογηθεί, δε, πιο φοβικά ο κίνδυνος αυτός οι πρόσφυγες γίνονται παράτυποι μετανάστες, ενίοτε και “λαθρομετανάστες”.
O Mακρόν, βεβαίως, προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ του ηθικού χρέους και του ξενοφοβικού λόγου των ακραίων. Χαιρετίζει την υποδοχή μερικών δεκάδων Αφγανών, δεν συζητά, όμως, προσώρας κάτι περισσότερο.
Μπορούν, όμως, τα πιο προηγμένα τείχη και τα καλύτερα (…) ηλεκτροφόρα καλώδια να σταματήσουν ανθρώπους απελπισμένους που τρέχουν να σωθούν από το μένος των Ταλιμπάν; Θα βρουν μπροστά τους την άρνηση της Ευρώπης, όπως οι Εβραίοι του “Σεντ Λούϊς” που έτρεχαν να σωθούν από τα κρεματόρια του Χίτλερ και τις Νύχτες των Κρυστάλλων;
Η Φον ντερ Λάϊεν επισήμανε το ηθικό χρέος της Ευρώπης. Πιθανότατα υποκριτικά, για να καταγραφεί και να μείνει μετέωρο ως καλή πρόθεση. Παρόλα αυτά το είπε. Μέχρις ώρας, ωστόσο, ακόμα και η εκκένωση της Καμπούλ από εκείνους τους Αφγανούς που συνεργάστηκαν επί μία 20αετία με τις στρατιωτικές αποστολές των Αμερικανών και εν γένει του ΝΑΤΟ, μοιάζει αργή και βασανιστική. Καλύπτεται πίσω από την ηπιότητα της μετάβασης που προβάλλουν οι Ταλιμπάν, με τον ίδιο τρόπο που οι κυβερνήσεις της Δύσης και τα ξένα ΜΜΕ στο Μόναχο και το Βερολίνο έδειχναν να υποτιμούν την εξέλιξη του πρώϊμου ναζισμού, όπως εξηγεί καταπληκτικά ο Σνεντερμάν στο βιβλίο του.
Όμως, περίπου το ίδιο έγινε και κατά την εκκένωση της Σαϊγκόν το 1975, κάτι ανάλογο και στην απομάκρυνση των Αμερικανών από την Τεχεράνη μετά την πτώση του Σάχη. Άνθρωποι που συνεργάστηκαν, άνθρωποι με δυτικό προσανατολισμό, βρέθηκαν μέσα σε μια νύχτα αβοήθητοι και απροστάτευτοι.
Αντέχει, θα ρωτήσει κάποιος, η Ευρώπη νέα κύματα Αφγανών προσφύγων; Δύσκολη η απάντηση, ωστόσο οι ηγεσίες κρίνονται στις δύσκολες απαντήσεις. Ό,τι συμβαίνει σήμερα στην Καμπούλ είναι αποτέλεσμα επιλογών που έκαναν κάποιοι στην Ουάσιγκτον και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, δεν αφορούν τις ζωές των ανθρώπων στην Καμπούλ, δεν αφορούν τις γυναίκες που θα βρεθούν αντιμέτωπες με το ταλιμπανικό μένος. Ή, τελικά, τους αφορούν περισσότερο απ΄ ότι αφορά κάθε γραφειοκράτη του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ ή του Οβάλ Γραφείου.
Η Δύση είναι υποχρεωμένη να δώσει τη λύση σε ένα πρόβλημα που η ίδια δημιούργησε. Δεν είναι μόνο ηθικό χρέος, είναι η στάση που θα επιλέξει απέναντι σε μια ανθρωπιστική καταστροφή που ήδη συντελείται. Η επίκληση του “ευρωπαϊκού τρόπου ζωής”, οι θεσμοί για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο πολιτισμός (μας) δεν είναι γραφές που μπορούν να χάσκουν ανεφάρμοστες και να δρουν ως άλλοθι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Χαοτική η κατάσταση στο αεροδρόμιο της Καμπούλ: Ποδοπατήθηκαν μέχρι θανάτου επτά άνθρωποι – Συγκλονιστικό βίντεο του Sky News
Η οικονομική ενίσχυση -όπως λένε στις Βρυξέλλες- χωρών της περιοχής (Ιράν, Πακιστάν, Κατάρ κ.ά) ώστε να υποδεχθούν και να φιλοξενήσουν τους Αφγανούς πρόσφυγες είναι, πιθανώς, μία λύση. Εφόσον, όμως, δεν αποδειχθεί επαρκής -και πιθανότατα δεν είναι- η ανάγκη να αναλάβει τις ευθύνες της η Δύση είναι αναγκαία. Υπάρχουν τρόποι να το πράξει. Αλλιώς είναι θέμα χρόνου να μετατεθεί το πρόβλημα στην Τουρκία (στα παζάρια του Ερντογάν, δηλαδή), ίσως και στην Ελλάδα. να ακούσουμε, δηλαδή, ξανά εκείνες τις ορμπανικές προτροπές για “νησιά φιλοξενίας(…)”. Πόσο απέχουν όλα αυτά από την ξεχασμένη ιστορία του “Σεντ Λούϊς”;
Υ.Γ Η εσωτερική αντιπαράθεση δεν έχει κανένα πραγματικό νόημα. Δεν αρκούν ούτε οι προθέσεις, ούτε οι διακηρύξεις της μιας και της άλλης πλευράς. Οι αποφάσεις πρέπει να είναι ευρωπαϊκές και να λαμβάνουν υπόψιν τους κάθε κίνδυνο, κυρίως, όμως, αυτόν της ανθρώπινης ζωής.