Από το τέλος του Ψυχρού πολέμου και την κατάρρευση του “υπαρκτού” η Ελλάδα ήρθε συστηματικά σε επαφή με λαούς οι οποίοι για δύο γενιές είχαν περιέλθει σε σχετική ή απόλυτη απομόνωση. Ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά από τη θέση του ισχυρού. Αυτό ήταν το νέο.
Μέχρι το ’90 ο μέσος Έλληνας έβλεπε με ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας τους “ξένους”, καθώς ξένοι για εκείνον ήταν μόνο οι Δυτικοί τουρίστες ή πολίτες των χωρών στις οποίες οι Έλληνες είχαν μεταναστεύσει. Από τότε που εμφανίστηκαν οι Ανατολικοευρωπαίοι – είτε ρακένδυτοι, είτε κάπως πιο νοικοκυρεμένοι – οι Έλληνες ένιωσαν για πρώτη φορά ότι ήταν σε καλύτερη θέση από άλλους που έβλεπαν. Αυτό κατεξοχήν συνέβη φυσικά με Αλβανούς και Βούλγαρους, συνέβη όμως και με δύο ακόμη λαούς που μετανάστευσαν προς όλη την Ευρώπη, λιγότερο προς στην Ελλάδα: τους Πολωνούς και τους Ρουμάνους. Τα στερεότυπα για τους Ρουμάνους στη δεκαετία του ΄90 κυρίως και λιγότερο του 2000 ήταν πολύ υποτιμητικά: οι Ρουμάνοι θεωρούνταν συλλήβδην μπουκαδόροι και εν γένει επιρεπής στο έγκλημα. Οι Πολωνοί, χωρίς να είναι ιδιαιτέρως οικείοι, από την πλευρά τους, έχαιραν υψηλότερου κύρους. Ήταν ό,τι πιο “βόρειο” σε ανατολικοευρωπαϊκό διάθετε ο μεταναστευτικός πληθυσμός της χώρας. Με την εκκλησία τους, τα σχολεία τους, οι Πολωνοί, από την αρχή, κατάφεραν να μπούνε στην ελληνική αγορά εργασίας χωρίς μεγάλη ταλαιπωρία. Εξάλλου, οι πρώτοι Πολωνοί άρχισαν να έρχονται ως φτωχοί τουρίστες στην Ελλάδα στη δεκαετία του ΄80 πουλώντας σκηνές, σλιπινγκ μπαγκ και τέτοια είδη, για να χρηματοδοτήσουν το ταξίδι τους. Η πρώτη οικογενειακή μας σκηνή ήταν από κάτι Πολωνούς που βρήκαμε σε ένα βενζινάδικο στα διόδια της Πελασγίας.
Σε κάθε πάντως περίπτωση, το ρουμάνικο και το πολωνικό, δύο από τα πιο ιστορικά, μεγάλα και πολύπαθα έθνη της κεντρικής Ευρώπης δεν βρίσκονταν ποτέ ιδιαίτερα ψηλά στην ιεραρχία του κοινωνικού κύρους στη χώρα μας.
Η παρουσία Ρουμάνων και Πολωνών πυροσβεστών στις φωτιές του φετινού καλοκαιριού στην Ελλάδα, η αυταπάρνηση, ο επαγγελματισμός και η αποτελεσματικότητά τους, έδωσαν την ευκαιρία στους Έλληνες και τα ελληνικά ΜΜΕ για πρώτη φορά να μιλήσουν τόσο θετικά, θαυμαστικά για τα δύο αυτά έθνη. Κάπως έτσι, το στερεότυπο – κυρίως για τους Ρουμάνους – σπάει. Οι φυσικές καταστροφές φέρνουν κοντά τους λαούς και, αν υπάρχει λίγο μυαλό και βούληση από τις κυβερνήσεις, αυτό πολιτικά μπορεί να αξιοποιηθεί στην κατεύθυνση της καλής γειτονίας, της γνωριμίας και της συνεννόησης μεταξύ ως πρότινος “ξένων”.
Το 1896 στους Ολυμπιακούς της Αθήνας, οι Έλληνες θεατές έβλεπαν τους Ρουμάνους να πανηγυρίζουν πετώντας τα κασκέτα τους και φωνάζοντας “τραγιάσκα”. Έτσι, οι δικοί μας νόμιζαν ότι το όνομα του καπέλου ήταν τραγιάσκα. “Τραγιάσκα” (trăiască) στα ρουμάνικα είναι επιφώνημα θαυμασμού, το “ζήτω!” Έτσι, το ρουμάνικο “ζήτω” έγινε το συνώνυμου του κασκέτου στα ελληνικά! Στα τέλη του 19ου αιώνα, τότε που οι Ρουμάνοι ήταν λιγότερο ξένοι για τους Έλληνες απ΄οτι στα τέλη του 20ου…
Στη παρακάτω φωτογραφία, οι Πολωνοί πυροσβέστες έγραψαν τις χιλιομετρικές αποστάσεις από τις πόλεις καταγωγής τους, σε αυτή την όμορφη κατασκευή, σε μια παραλία της Ηλείας νομίζω. Πολύ ανθρώπινο, πολύ συγκινητικό και όμορφο.
Τραγιάσκα λοιπόν και για Πολωνούς και για Ρουμάνους!