Η φράση του πρωθυπουργού “ο λαός θα θυμάται πως στη μία τραγωδία μετρούσαμε στρέμματα και στην άλλη φέρετρα” είναι από εκείνες που σφραγίζουν ανεξίτηλα την σταδιοδρομία ενός πολιτικού και τον συνοδεύουν μέχρι το τέλος της και μετά από αυτό.
Πέρα όμως από την αμείλικτη σκληρότητά της, στα όρια ενός ανελέητου κυνισμού με στόχο να πλήξει τον πολιτικό του αντίπαλο, η φράση δείχνει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είτε δεν γνωρίζει είτε επιμένει να αγνοεί μία βασική αρχή που διέπει τα πολιτικά πράγματα σε περιόδους πολιτικής ομαλότητας: ότι ο λαός δεν συγκρίνει αλλά κρίνει τις κυβερνήσεις και τα έργα τους. Και ότι με βάση αυτή την κρίση προσέρχεται ανά τετραετία -ή συντομότερα- στις κάλπες και επιλέγει την επόμενη κυβέρνηση.
Ο τρόπος που θα κρίνει ο καθένας την εκάστοτε κυβέρνηση ποικίλει φυσικά. Αλλος θα το κάνει με προσωπικά κριτήρια -με το πόσο δηλαδή βελτιώθηκαν ή χειροτέρεψαν τα οικονομικά του, η ασφάλειά του, η ζωή του- και άλλος με ευρύτερα κριτήρια που αφορούν την κατάσταση συνολικά της κοινωνίας ή της χώρας. Το σίγουρο είναι ότι δεν θα συγκρίνει τη σημερινή με κάποια προηγούμενη ή προηγούμενες κυβερνήσεις.
Η δημοκρατική διαδικασία δεν είναι διαδικασία καλλιστείων. Και γι αυτό το λόγο, στα αστικά, δημοκρατικά καθεστώτα, τα οποία κατά κανόνα επικρατεί ο διπολισμός, δύο κόμματα ή παρατάξεις εναλλάσσονται στην εξουσία ανά δύο ή οκτώ -σπανιότερα- χρόνια. Αλλά και για τον ίδιο λόγο κάνουν την εμφάνισή τους νέα σχήματα που διεκδικούν και κερδίζουν το ρόλο του ενός εκ των δύο μονομάχων, εκθρονίζοντας τον προηγούμενο. Οπως έγινε με το ΠΑΣΟΚ το 1981 και με τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015.
Βεβαίως οι ψηφοφόροι έχουν την δυνατότητα να συγκρίνουν προεκλογικά προγράμματα ή υποσχέσεις όμως πολύ σπάνια είναι αυτό το μοναδικό κριτήριό τους. Συχνότερα τιμωρούν το κόμμα που κυβερνά αντί να υπερψηφίζουν το κόμμα που διεκδικεί την εξουσία για τα όσα υπόσχεται ότι θα κάνει. Συχνά επίσης συνεπαίρνονται από την προσδοκία της “Αλλαγής” του πολιτικού και κοινωνικού τοπίου. Πάντοτε όμως, λίγο πριν φτάσουν στην κάλπη ή και αρκετά πριν έχουν κρίνει το κυβερνητικό έργο.
Αυτό συνέβη και στις τελευταίες εκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχασε επειδή οι ψηφοφόροι συνέκριναν την κυβέρνησή του με την προηγούμενη κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε διότι παρά το ότι έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια δεν κατάφερε να βελτιώσει σημαντικά το επίπεδο ζωής της μεσαίας τάξης, δεν ήταν αρκετά τολμηρό στις αλλαγές που είχε υποσχεθεί αλλά και για τα λάθη και τις παραλείψεις του σε μία σειρά ζητήματα, μεταξύ των οποίων είναι, βεβαίως, και η καταστροφή στο Μάτι με την εκατόμβη νεκρών. Κι εδώ σημασία δεν έχει το αν είναι δίκαιο να χρεωθεί εξ ολοκλήρου μία τέτοια καταστροφή ή αν αυτή ήταν το αποτέλεσμα χρόνιων προβλημάτων και παραλείψεων που είχαν σωρευτεί επί δεκαετίες. Σημασία έχει ότι για τη συνείδηση του κόσμου μία καταστροφή βαραίνει την κυβέρνηση στις οποίας τα χέρια “έσκασε” και επιζητεί την τιμωρία είτε από την ίδια την κυβέρνηση ακόμη και με άδικες “ανθρωποθυσίες” είτε τιμωρώντας εκείνος με την ψήφο του. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, όχι συγκρίνοντας την φωτιά στο Μάτι με την φωτιά στην Ηλεία πριν μερικά χρόνια.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι επιτελείς του νομίζουν ότι μπορούν να συνεχίζουν να αναφέρονται σε ένα από τα τραγικότερα γεγονότα των μεταπολεμικών χρόνων ες αεί, θεωρώντας ότι έτσι πλήττουν τον αντίπαλο. Ξεχνούν όμως ότι στις επόμενες κάλπες οι ψηφοφόροι θα αποφασίσουν κρίνοντας το τι έχουν κάνει ως κυβέρνηση στην αντιμετώπιση της πανδημίας, στα θέματα της ασφάλειας, στην Παιδεία, στα εθνικά θέματα και πάντοτε -μα πάντοτε!- στα θέματα της οικονομίας γενικά και ειδικά στα θέματα των μισθών και των συντάξεων.
Γι αυτό, αν δεν τους έχει διδάξει η ιστορία των τελευταίων 47 χρόνων, ας θυμηθούν κάποιον πολύ γνώριμό τους και εξίσου κυνικό ως προς τα θέματα εξουσίας και ηγεσίας, τον Νικολό Μακιαβέλι. Ο οποίος έλεγε:
“Οι άνθρωποι ξεχνούν ευκολότερα το θάνατο του πατέρα τους παρά την απώλεια της περιουσίας τους“.
Διότι ακόμη και στο λυκόφως του κυνισμού, μακριά από τις αξίες του ανθρωπισμού, η οξυδέρκεια είναι πολύ πιο χρήσιμη από τις άτοπες και επαχθείς συγκρίσεις.