“Η Ευρώπη στο Μαουτχάουζεν” είναι ο τίτλος ενός τετράτομου συγγραφικού εγχειρήματος-τεκμηρίου, στο πλαίσιο του οποίου εκατοντάδες συνεντεύξεις με τους τελευταίους επιζώντες του πρώην γερμανοναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Μαουτχάουζεν της Άνω Αυστρίας υποβλήθηκαν σε επιστημονική επεξεργασία και παρουσιάστηκαν τώρα.
Το τεράστιο εγχείρημα, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα και του οποίου οι δύο πρώτοι τόμοι είναι τώρα διαθέσιμοι στο κοινό, ξεκίνησε πριν από είκοσι χρόνια, και σε αυτό συμμετέχουν 60 επιστήμονες από 19 χώρες, με κεντρικό ρόλο σε αυτό να έχει ο διεθνώς γνωστός -στο μεταξύ ομότιμος- καθηγητής σύγχρονης ιστορίας του Πανεπιστημίου Βιέννης Γκέρχαρντ Μποτς.
Μέχρι την απελευθέρωσή του, από συμμαχικά στρατεύματα στις 5 Μαΐου 1945, πάνω από 206.000 κρατούμενοι από όλη την Ευρώπη και από συνολικά 70 χώρες, γνώρισαν στο Μαουτχάουζεν ό,τι πιο απάνθρωπο μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους.
Για τους 122.797 από αυτούς -ανάμεσά τους και 3.700 Έλληνες- η απελευθέρωση ήλθε πολύ αργά, είχαν ήδη αφήσει την τελευταία τους πνοή στα κρεματόρια του Μαουτχάουζεν.
Το τωρινό εγχείρημα, “έργο τεκμηρίωσης επιζώντων του Μαουτχάουζεν”, συγκέντρωσε 859 συνεντεύξεις με ήχο και βίντεο με πρώην κρατούμενους- πολύ λίγοι από τους σύγχρονους μάρτυρες που ερωτήθηκαν βρίσκονται πλέον σήμερα στη ζωή.
Το έργο καταδείχνει πώς άνθρωποι από όλη την Ευρώπη φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν στο Μαουτχάουζεν. Στον πρώτο τόμο, “Μαουτχάουζεν και η εθνικοσοσιαλιστική πολιτική επέκτασης και δίωξης”, δίνεται μια λεπτομερής επισκόπηση του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης, της έρευνας και του έργου προφορικής ιστορίας. Ο δεύτερος τόμος, “Εκτοπισμένοι στο Μαουτχάουζεν”, εξετάζει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στο Μαουτχάουζεν από τα διάφορα μέρη του κόσμου.
Ο προσδιορισμός της εθνικότητας στα ρούχα των κρατουμένων ήταν καθοριστικός για τις πιθανότητες επιβίωσης. Οι κρατούμενοι με σλαβική μητρική γλώσσα ήταν σε πολύ χειρότερη θέση από άλλους. Κατά κανόνα, οι αιχμάλωτοι πολέμου από τη Σοβιετική Ένωση μπορούσαν να επιβιώσουν μόνο για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Οι Νορβηγοί και Δανοί κρατούμενοι -αυτό εξετάζεται επίσης λεπτομερώς στον τόμο 2- επέζησαν κατά περίπου 90%, και αυτό συνέβη επειδή οι Ναζί τους θεωρούσαν “φυλετικά ανώτερους”.
Ο τόμος 3 της σειράς έχει ως στόχο να προσφέρει μια σε βάθος ματιά στις συνθήκες ζωής και επιβίωσης στο Μαουτχάουζεν, ενώ ο τελευταίος, τέταρτος, τόμος ασχολείται με την επιβίωση μετά το στρατόπεδο συγκέντρωσης και τα αντίστοιχα πλαίσια μνήμης και αφήγησης από τα οποία προέκυψαν οι αναφορές των επιζώντων.
Όπως αναφερόταν σχετικά κατά την παρουσίαση του εγχειρήματος, το γεγονός ότι το Αυστριακό Ανώτατο Δικαστήριο δικαίωσε πρόσφατα τους επιζώντες του Ολοκαυτώματος σε μια διαμάχη με το αυστριακό δεξιό εξτρεμιστικό περιοδικό “Aula”, δείχνει ότι η διαχείριση των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στο Μαουτχάουζεν δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, με την απόφασή του, ότι τα κατώτερα δικαστήρια είχαν παραβιάσει νωρίτερα τους νόμους, καθώς αυτά είχαν απορρίψει τις προσφυγές κατά δυσφημιστικών τοποθετήσεων εναντίον επιζώντων του Μαουτχάουζεν, σε άρθρο του συγκεκριμένου περιοδικού.
Η απόφαση, μπορεί να μην έχει νομικές συνέπειες, αλλά σημαίνει δικαίωση για τους επιζώντες στο γερμανοναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Με την υποστήριξη των Πρασίνων και της δικηγόρου Μαρία Βίντχανγκερ, έντεκα επιζώντες στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, με επικεφαλής τον Άμπα Λεβίτ, ο οποίος πέθανε τον περασμένο Νοέμβριο σε ηλικία 97 ετών –ενώ και άλλοι τρεις ενάγοντες δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή- είχαν καταθέσει μηνύσεις κατά του “Aula”. Για τους υπόλοιπους επτά επιζώντες στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, ήταν σημαντικό να διευκρινιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι οι άνθρωποι που είχαν απελευθερωθεί από τα συμμαχικά στρατεύματα τον Μάιο του 1945 στο Μαουτχάουζεν, δεν μπορούν να χαρακτηρίζονται ατιμώρητα ως “μάστιγα μιας περιοχής” και “μαζικοί δολοφόνοι” που περιπλανούνταν στη χώρα “ληστεύοντας, λεηλατώντας, δολοφονώντας και βεβηλώνοντας”, όπως ισχυριζόταν, με “πρωτοφανή χυδαιότητα”, το άρθρο του δεξιοεξτρεμιστικού εντύπου.
Μετά τον πόλεμο, οι εγκαταστάσεις του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης μετατράπηκαν σε μουσείο και τόπο προσκυνήματος με μνημεία των χωρών που είχαν εκεί τα θύματά τους. Κάθε χρόνο, στην επέτειο απελευθέρωσης του, συρρέουν στο Μαουτχάουζεν πολλές χιλιάδες προσκυνητές από τα πέρατα της Ευρώπης, αλλά και οι ελάχιστοι πλέον εν ζωή από τους επιζώντες του.
Το “Μαουτχάουζεν” του Μίκη Θεοδωράκη και του Ιάκωβου Καμπανέλη
Το μνημειώδες έργο του, “Μαουτχάουζεν”, ο κορυφαίος Έλληνας μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε το 1965 σε ποίηση του εκλιπόντα, το 2011, μεγάλου θεατρικού συγγραφέα και ακαδημαϊκού Ιάκωβου Καμπανέλλη, ο οποίος υπήρξε για δυόμισι χρόνια κρατούμενος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και ένας από τους ελάχιστους επιζώντες του.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, έχοντας δίπλα του τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, είχε πρωτοπαρουσιάσει το “Μαουτχάουζεν” στον τόπο του μαρτυρίου στο πρώην ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, τον Μάιο του 1988, σε μια ιστορική συναυλία του με τη Μαρία Φαραντούρη, την Ανατολικογερμανίδα Γκίζελα Μάι και την Ισραηλινή Ελινόαρ Μοάβ-Βενιάδη (στα ελληνικά, γερμανικά και εβραϊκά, αντίστοιχα), παρουσία του τότε καγκελάριου της Αυστρίας Φραντς Βρανίτσκι και δεκάδων χιλιάδων προσκυνητών από όλη την Ευρώπη.
Ιστορικής σημασίας υπήρξε και η δεύτερη παρουσίαση του έργου από τον ίδιο τον συνθέτη, επίσης με τη συγκλονιστική ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη και παρουσία πάλι του Αυστριακού καγκελάριου Φραντς Βρανίτσκι, τον Μάιο του 1995, στην 50η επέτειο της απελευθέρωσης του Μαουτχάουζεν.