Όταν εγώ ήμουν «μικρή» που λέει ο γιός μου, για να μην πει «νέα» και τον αφαλοκόψω, ο μόνος τρόπος ν’ ακούσεις μουσική ήταν η εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη. Εγώ καθόμουν με ένα ραδιόφωνο τα μεσημέρια και την άκουγα και ηχογραφούσα από το ραδιόφωνο (πολύ χάι φιντέλιτι κατάσταση) τα τραγούδια και τα έπαιζα σε κασέτες και μετά το κασετόφωνο τις μάσαγε και τις φτιάχναμε με ένα στιλό και σελοτέιπ, ΟΛΑ αυτά άγνωστες λέξεις για τα παιδιά.
Μια μέρα κατεβαίνουμε με τον μπαμπά μου στο γραφείο του, που ήταν στην πλατεία των Αγίων Θεοδώρων, κι απέναντι είχε ένα δισκάδικο.
Πετάγεται για λίγο έξω και επιστρέφοντας στο γραφείο, μου δίνει μια σακούλα.
Η οποία είχε μέσα δύο δίσκους.
Ο ένας ήταν Τζίμι Χέντριξ.
Ο άλλος ήταν Τζένεσις.
Κι αυτοί ήταν οι πρώτοι μου δίσκοι.
Και κοιτάω τον μπαμπά μου, που άκουγε Χιώτη και Τσιτσάνη και Μίκη (φυσικά) και Σινάτρα και Μπιτλς και Όπερα και του λέω εσύ που τα ξέρεις αυτά;
Και μου είπε -ήταν ίσως η μοναδική φορά που τον είδα να ντρέπεται- ότι τα μεσημέρια άκουγε κι εκείνος στο γραφείο του τον Πετρίδη, για να καταλάβει τι ακούει ο κόσμος σήμερα και να καταλάβει κυρίως τι άκουγα εγώ.
«Ρώτησα και στο δισκάδικο, για σιγουριά», συμπλήρωσε.
Λίγο αργότερα αγόρασα κι εγώ τον πρώτο μου δίσκο που ήταν η Πάτι Σμιθ.
Και μια φορά πήγαινα δύο μήνες στο σχολείο με τα πόδια, για να μαζέψω το 500άρικο να πάρω το Δε Γουόλ.
Και χτίστηκε κάπως έτσι η σχέση με τη μουσική που δεν θα φτάνανε εκατό χιλιάδες ζωές για να την περιγράψω.
Όλα ξεκίνησαν, όμως, από εκείνους τους πρώτους δύο δίσκους που πήρα δώρο από έναν άνθρωπο ο οποίος δεν είχε ΙΔΕΑ τι στο κέρατο ήταν αυτά που άκουγε το παιδί του. Ούτε και την κατάλαβε ποτέ αυτήν τη μουσική, δεν πρόλαβε κιόλας.
Το πάλεψε όμως, και σε κάθε περίπτωση στο 50% έπεσε μέσα· δεν αγάπησα ποτέ ιδιαίτερα τον Χέντριξ, αλλά το προγκρέσιβ είναι μια άλλη ιστορία.
Η μουσική, κατά την άποψή μου, είναι θέμα γενικής θεώρησης της ζωής, της αισθητικής και των πραγμάτων.
Άλλος βάζει -καλή ώρα- τα βράδια στ’ ακουστικά Πινκ Φλόιντ και άλλος Νίκο Οικονομόπουλο…
Όχι ότι έχω κάτι προσωπικό με το Νίκο Οικονομόπουλο, απλώς δεν ξέρω απολύτως κανένα τραγούδι του και δεν επιθυμώ και να γνωριστούμε.
Δεν είναι σνομπισμός αυτό, εγώ που με βλέπετε τον έχω χτίσει με λουλούδια κάτι νύχτες, ντίρλα, τον Ρέμο.
Δεν θα βάλω, όμως, ποτέ ν’ ακούσω Ρέμο στο αυτοκίνητο ή στο σπίτι, επίσης δεν θα κάτσω ποτέ να αναλύσω τη μουσική του Ρέμου, δεν έχει και τίποτα ν’ αναλύσω, εκεί είναι το θέμα.
————————-
Πάμε στο σήμερα.
Οι εποχές άλλαξαν και η μουσική είναι παντού.
Δεν υπάρχει μουσική «για νέους» και μουσική «για γέρους».
Υπάρχει μουσική που σ’ αρέσει και μουσική που δεν σ’ αρέσει.
Όσοι ακούμε μουσική, ακούμε και καινούργια πράγματα.
Και τα παιδιά που ακούνε μουσική, ακούνε και παλιά.
Ο Άλεξ δεν ακούει τραπ, όπως και κανένα από τα -πολλά- εφηβάκια που μπαίνουν, βγαίνουν, τρώνε, κοιμούνται και γενικώς περιφέρονται στο δεδουσόσπιτο, όχι επειδή δεν τους το επιτρέπω (που θα ‘πρεπε), αλλά πολύ απλά επειδή δεν τους αρέσει.
Ο ίδιος αισθάνθηκε πολύ δυσάρεστα με όλην αυτήν την κουβέντα που θέλει την τραπ να είναι «η μουσική των νέων».
Πρώτον επειδή τσουβαλιάζει τους «νέους», λες και οι νέοι είναι ένα κοπάδι που κάνουν όλοι το ίδιο.
Δεύτερον επειδή αισθάνθηκε ότι η αντίληψη πως όλοι ακούνε τραπ τούς προσβάλει.
Πράγμα στο οποίο δεν διαφωνώ καθόλου.
«Είναι μουσική για τους δήθεν “μάγκες”, στις πλατείες», μου είπε, «μια “μόδα” που δεν έχει κανένα περιεχόμενο, είναι μόνο για να βγάζουν κάποιοι λεφτά».
Επίσης, είναι μια μουσική που δεν θα μπορουσαν να ακούνε τα παιδιά που βλέπουν τον κόσμο αλλιώς: Πιο ανοιχτά, λιγοτερο σεξιστικά, με ένα αληθινό όραμα.
Μην μπερδευόμαστε, η τραπ δεν είναι μουσική διαμαρτυρίας.
Έχουμε μουσική διαμαρτυρίας και πολύ καλή μάλιστα: Τον Λεξ, για παράδειγμα, που κάνει ένα θανατηφόρο χιπ-χοπ με αρχή, τέλος και πολύ ενδιάμεσο.
Και όλη τη σκηνή της Θσσαλονίκης. Και δεν είναι καθόλου απαραίτητο να προέρχεσαι από τα γκέτο για να τους ακούς.
Η μουσική είναι ένα πράγμα με το οποίο ταυτίζεσαι, γίνεται δεύτερο δέρμα σου.
Ταυτίζεσαι με τις μελωδίες, τους στίχους, είναι ένα τεράστιο, θεμελιώδες μέρος της κουλτούρας σου, του ποιος είσαι.
Τα παιδιά έχουν κουλτούρα, δεν είναι πρόβατα.
Ναι, υπό διαμόρφωση κουλτούρα, κάπου θα καταλήξει και μπορεί να μην είναι το Νταρκ Σάιντ οφ δε Μουν, μπορεί να είναι κάτι τελειώς διαφορετικό, δικό τους.
Και θα εξελίσσεται διαρκώς, αλλά κάπου θα έχει τις βάσεις του.
Και, όποιος ακούει πραγματικά μουσική, θα περάσει απαραιτήτως από το Νταρκ Σάιντ οφ δε Μουν, θα περάσει και από το Μίκη, θα περάσει -αργά ή γρήγορα- από τη τζαζ, θ’ ακούσει και 80’ς, θ’ ακούσει και ρεμπέτικα, θα ακουμπήσει στάνταρ την κλασική, θ’ ανακαλύψει κάποια στιγμή και τους Μπιτλς και τους Στόουνς, όταν ο Τζάγκερ θα μας έχει θάψει όλους και θα κάνει ακόμη συναυλίες…
Και θα ψάχνει μέσα απ΄όλα αυτά, και μέσα από τα καινούργια της κάθε εποχής, το δικό του στίγμα.
Από την τραπ δεν είναι απαραίτητο να περάσει. Ούτε από το Νίκο Οικονομόπουλο.
Εξάλλου, κανείς δεν θα τους θυμάται αυτούς σε λίγα χρόνια.
Ουτε η Βικιπέδια.
Όλα μου τα λεφτά σ’ αυτό.