Ο ανασχηματισμός δεν είχε το επιθυμητό για τον πρωθυπουργό αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, (επι)τελικώς, μια τρύπα στο νερό, ένα φιάσκο, όπως χαρακτηρίστηκε δικαίως η όλη εξέλιξη. Προκάλεσε όμως ενδιαφέρουσες συζητήσεις, όπως αυτή που θα μπορούσαμε να τιτλοφορήσουμε: στην αναζήτηση της χαμένης συναίνεσης.
Αναμφίβολα, η χώρα μας χαρακτηρίζεται από το σύνδρομο της «αντιπολίτευσης χωρίς έλεος». Από ένα, δηλαδή, μονότονο «όχι σε όλα» (και κυρίως σε αυτά που έχουν πολιτικό κόστος ή που ξεβολεύουν) που είναι βαθιά ζημιογόνο. Πρόκειται για τον φαύλο κύκλο της πόλωσης. Δεκαετίες τώρα, κάθε αντιπολίτευση επιτίθεται λυσσαλέα στην κυβέρνηση, ιδιαίτερα στα θέματα εκείνα όπου αισθάνεται πως έχει μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης με το μέρος της ή έστω μπορεί να βρει ευήκοα ακροατήρια. Μετά, όταν έρχεται στη διακυβέρνηση, «ανακαλύπτει» τον πολύπλοκο χαρακτήρα των προβλημάτων. Μόνο τότε, υποκριτικά, επικαλείται τη συναίνεση και την ανάγκη σοβαρού διαλόγου χωρίς δημαγωγίες.
Οι δασικές πυρκαγιές είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Σήμερα επιτίθεται ο ΣΥΡΙΖΑ στη Ν.Δ., αλλά προηγουμένως ήταν η Ν.Δ. που έκανε τα ίδια και χειρότερα. Παρομοίως στην εξωτερική πολιτική, στην οικονομία ή στην παιδεία. Ο κατάλογος έχει αρχή, αλλά δυστυχώς δεν έχει τέλος.
Η ακατανόητη και αχρείαστη ένταση που παράγει η πολιτική σκηνή ωθεί πολλούς προς μια εξήγηση του φαινομένου γεμάτη από εύπεπτα στερεότυπα: έτσι είμαστε οι Ελληνες, αυτός είναι ο χαρακτήρας μας. Η πόλωση θεωρείται εθνικό γονίδιο, που μεταδίδεται από τη μια φουρνιά πολιτικών στην άλλη.
Η εξήγηση αυτή εκτός του ότι είναι ανεπαρκής εμφορείται από μια ανατολίτικη μοιρολατρία. Αφού έτσι είμαστε, έτσι θα ζούμε πάντα. Οχι μόνο μεγεθύνει τη σημασία της κουλτούρας, αλλά επιπλέον βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο. Με άλλα λόγια, ούτε κατανοούμε γιατί διαμορφώθηκε αυτή η κουλτούρα της μη συναίνεσης, ούτε αναζητούμε τι πρέπει να γίνει για να αλλάξουν τα πράγματα εκτός από ένα γενικό ευχολόγιο.
Το πόσο προβληματική είναι αυτή η προσέγγιση αποδεικνύεται εύκολα. Η Ελλάδα στον 20ό αιώνα βίωσε πολώσεις, δικτατορίες και εμφυλίους. Τα μισά τουλάχιστον, από τα πρώτα 75 χρόνια του προηγούμενου αιώνα, ήταν χρόνια όπου η βία, η αιματοχυσία, το μίσος και ο φόβος αποτελούσαν την καθημερινότητα των ανθρώπων.
Ο αυταρχισμός, ο ακραίος διχασμός, η εμφύλια βία και το μίσος διαμόρφωσαν, λοιπόν, τη χώρα για δεκαετίες ολόκληρες. Κι όμως, στο τελευταίο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα τα πάντα άλλαξαν ριζικά. Από το 1974 μέχρι σήμερα, δύο γενιές δεν έζησαν τίποτε από τα προηγούμενα δράματα. Ευτυχώς! Η Μεταπολίτευση χαρακτηρίστηκε από τη σταθερότητα των δημοκρατικών θεσμών και την απουσία βίας στη διαχείριση των πολιτικών διαφορών. Αλλοι κόσμοι!
Αλλαξε η κουλτούρα μας απότομα; Προφανώς όχι! Αλλαξαν όμως οι θεσμοί. Παράδειγμα: η κατάργηση της Μοναρχίας τερμάτισε τον φαύλο κύκλο της εξωθεσμικής παρέμβασης στην πολιτική ζωή και τον πολωτικό ρόλο του Στέμματος. Δεν είναι κυρίως θέμα κουλτούρας λοιπόν (όχι ότι δεν παίζει τον ρόλο της), είναι θέμα θεσμών.
Σε ποιους θεσμούς όμως αναφέρομαι; Εδώ με ενδιαφέρει ένας βασικός: ο μηχανισμός μετασχηματισμού της λαϊκής βούλησης σε κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση, ο εκλογικός νόμος.
Τα κάθε λογής πλειοψηφικά συστήματα που διαχρονικά εφαρμόστηκαν παγίωσαν μια κατάσταση του τύπου: ο πρώτος είναι τα πάντα, ο δεύτερος είναι (σχεδόν) τίποτε. Ως εκ τούτου, το πρώτο κόμμα δεν «καίγεται» για συναινέσεις γιατί δεν τις χρειάζεται πραγματικά, αφού έχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία και μια (συνήθως) πειθαρχημένη κοινοβουλευτική ομάδα. Ο δεύτερος δεν έχει κανένα λόγο να συναινεί, ειδικά στα δύσκολα, γιατί έτσι βοηθάει τον πρώτο και υπονομεύει τη δική του εκλογική αναρρίχηση.
Είναι καιρός, λοιπόν, να αντιληφθούμε πως ένας αναλογικός νόμος (όπως αυτός που θα ισχύσει μόνο, δυστυχώς, για τις επόμενες εκλογές ή κάποιος άλλος παρόμοιας φιλοσοφίας) δεν δυσχεραίνει τη διακυβέρνηση, αλλά αντίθετα συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση συγκλίσεων. Επιτρέπει συνεργασίες μεταξύ συγγενών κομμάτων ή και μεγάλους συνασπισμούς αν χρειαστεί. Δίνει ρόλο στα μικρότερα κόμματα πέρα από το πετροβόλημα της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως γίνεται σήμερα.
Χρειάζεται, άραγε, να ξαναζήσουμε καταστροφικές κρίσεις και αδιέξοδα για να αντιληφθούμε την αναγκαιότητα αλλαγών στην εκλογική νομοθεσία προς την κατεύθυνση του αναλογικού συστήματος; Η συνετή απάντηση προφανώς είναι: όχι βέβαια!
Εχουμε, λοιπόν, άμεση ανάγκη να αποδραματοποιήσουμε τις εκλογές. Μερικές μονάδες πάνω ή κάτω στις εκλογές ή ακόμη χειρότερα στις δημοσκοπήσεις δεν μπορούν να αποτελούν διαρκώς το μείζον ζήτημα της χώρας.
- Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Αναδημοσίευση από την Καθημερινή