Μετά το «Εξ Αδοκήτω» και το «Εστι Ουν» ο Νίκος Λέκκας υπογράφει μία ακόμη συλλογή κειμένων, ένα συναξάρι, όπως το περιγράφει ο ίδιος, «αγίων» της καθημερινότητας , τα «Ραγισμένα Μενταγιόν».
Μία ακόμη συνάντηση δημοσιογραφικού ύφους, καταραμένης ποίησης, μαύρου χιούμορ, φιλοσοφικής διάθεσης σε κείμενα που έχουν τις ρίζες τους στο περιθώριο αλλά και στα όνειρα που ξορκίζουν το θάνατο.
«Τα «Ραγισμένα Μενταγιόν» είναι ένα προσωπικό συναξάρι δικών μου «αγίων» καθημερινών ανθρώπων που πέρασαν απ’ την ζωή μου, όταν ήμουν σε μια ηλικία που από την μια έψαχνα το «ποιος είμαι και τι με τραβά» (όχι πάντα με το σωστό τρόπο και σε καμιά περίπτωση με τον αποδεκτό), μια ταυτότητα ουσιαστικής ύπαρξης , πέρα από τα στοιχεία που γράφει η αστυνομική ταυτότητα και από την άλλη κάποιον καταραμένων λαϊκών ανθρώπων, θα τολμούσα να πω ποιητών ζωής, που ο θάνατος τους είχε συντελεστεί πέρα από τα στενά όρια του ορισμού του θανάτου, και ο θάνατος πέρα του βιολογικού μπορεί να έχει και άλλες μορφές άκρως επικίνδυνες, που σε κάποιους, εν δυνάμει να ασκούν γοητεία. Μπορεί ο θάνατος να είναι ηθικός, πνευματικός, κοινωνικός, υπαρξιακός» λέει στο ΑΝ ο συγγραφέας και συμπληρώνει:
«Τα πρόσωπα αυτά, εν αγνοία τους, έβαλαν ένα λιθαράκι για να γίνω αυτό που είμαι. Με τις γνώσεις που πήρα αυτούς ξανάχτισα όσο πιο καλά μπορούσα τον Νίκο που είμαι σήμερα. Τα πρόσωπα αυτά σίγουρα, δεν αποτελούν το πιο υγιές κομμάτι της κοινωνίας, για κάποιους είναι σιχάματα και παράσιτα αλλά εγώ πάνω τους βρήκα μια γνησιότητα που στα δικά μου μάτια τους έκανε «αγίους». Και σίγουρα δεν είναι παραδείγματα προς μίμηση. Είναι όμως πρόσωπα που το μέταλλο τους δεν ήταν η σκουριά».
Πόσο έχει επηρεάσει τη γραφή του η πραγματικότητα που συλλογικά βιώνουμε;
«Από παιδί ήμουν κοντά στο θάνατο. Κάποια στιγμή το επιθύμησα. Και τον προσκάλεσα με διάφορους τρόπους και μορφές. Ίσως να είναι η ανάγκη μου να ξεφύγω από τα κουτάκια της κοινωνίας. Από την φύση μου ανυπάκουος, ένας μικρός καθημερινός επαναστάτης, προερχόμενος από μια μικροαστική μιζέρια που με φρίκαρε. Και είπα μέχρι εδώ ρε φίλε… αυτά στην μεταεφηβεία, στα πρώτα χρόνια. Άλλα λόγο έξης μετά, σ’ ένα καθημερινό μπλουζ με το θάνατο, από δική μου επιλογή όμως, χάνοντας και φίλους και συντρόφους είπα ότι «εγώ θα ζήσω για όλους μας, σε μια ωραία πραγματικότητα». Έστω και αν χρειαστεί να την εφεύρω.
Τώρα για το κορονοϊό φυσικά και με έχει επηρεάσει ως άνθρωπο. Και δεν με νοιάζει καθόλου από πού προήρθε αυτή η αρρώστια. Σημασία έχει ότι είναι εδώ. Το φαινόμενο είναι τραγικό. Αφορά όλη την ανθρωπότητα. Είναι γεννημένος ανθρωπιστής και δεν πιστεύω με καμία από τις διακρίσεις, ούτε καν της εθνικότητας. Πιστεύω στο άνθρωπο χωρίς τα κουτάκια που προσπαθούνε να μας περάσουν. Πιστεύω στον άνθρωπο και στην ανύψωσή του. Και στις ίσες δυνατότητες για όλους τους ανθρώπους.
Δεν μπορώ πια το θάνατο. Γι αυτό γράφω αισιόδοξα. Είδα πολύ θάνατο και εσωτερική νύχτα. Αλλά κατάλαβα ότι και η νύχτα γεννά και βγάζει φως. Πάντα. Αρκεί να μπορείς να το εκτιμήσεις».
Του ζητήσαμε να προτείνει τρεις μουσικές ή τραγούδια που θα μπορούσαν να συνοδεύουν την ανάγνωση των «Ραγισμένων Μενταγιόν» εν είδει soundtrack.
«Το «Πυρκαγιά με πυρκαγιά» του Βασίλη Παϊτέρη στο λόγο της Λίνας Νικολακοπούλου, το «Οι σοβαροί Κλόουν» του Παύλου Σιδηρόπουλου σε δικά του λόγια και το «Η ώρα της φωτιάς» με τον Κώστα Καφάση. Το πάθος του ονείρου το πρώτο, οι άνθρωποι και τα πάθη τους το δεύτερο, το κάψιμο του έρωτα το τρίτο. Ένα πέρασμα από την τσιγγανιά του δρόμου, στο ροκ του Αν στα Εξάρχεια και από εκεί στα σκυλάδικα της Ιεράς οδού».
Ο Νίκος Λέκκας μέσα από τα δικά του λόγια: «Ημουν μια κανονική γέννα της προ τελευταίας μέρας του 78. Δύσκολα παιδικά χρόνια αλλά καλό ευλογημένο παιδί, δεν αντιμιλούσα σε κανέναν, υπάκουο. Μοναχικός πάντα. Στην εφηβεία όλα είχαν δείκτη πολλαπλασιασμού. Μέτα «έφυγα». Τώρα είμαι εδώ και νομίζω ότι έχω αγγίζει την ευτυχία. Αγαπώ τους φίλους μου και έχω συνχωρίσει τους εχθρούς μου».
Εικόνα - Artwork: Alexandra Mantzari