Η διετία στην Κυβέρνηση είναι πάντοτε σημείο καμπής. Είναι μια στιγμή κατά την οποίαν οι κυβερνητικές πολιτικές βρίσκονται σε πλήρη εφαρμογή και αρχίζουν να έχουν (θετική ή αρνητική) επίπτωση στην κοινωνία. Τότε εμφανίζονται – αν είναι να εμφανιστούν – τα πρώτα σοβαρά σημάδια φθοράς, γιατί τα «ανοιχτά μέτωπα» αρχίζουν να συσσωρεύονται σε πολλές επάλληλες εστίες κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Τον κανόνα αυτόν δεν κατάφερε να αποφύγει και η Κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η τρίτη της χρονιά ανοίγει με πολλές εστίες κοινωνικής δυσαρέσκειας που έχουν πλέον συσσωρευθεί στα οικονομικά των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, στη διαχείριση της πανδημίας, στα εργασιακά και μισθολογικά θέματα, στο εκπαιδευτικό ζήτημα και στην αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών. Οι εστίες αυτές δυσαρέσκειας δεν είναι αποτέλεσμα «κακών χειρισμών». Είναι αποτέλεσμα στρατηγικών επιλογών για μια ευρύτατη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας. Γι’ αυτό και μια γραμμική φθορά τους κυβερνώντος κόμματος τους επόμενους μήνες είναι αναμενόμενη εξέλιξη.
Είναι γεγονός, ότι μεγάλο μέρος της φθοράς αυτής κατευθύνεται σε κόμματα ή πολιτικές ομάδες της ευρύτερης ακροδεξιάς αντίληψης. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να καθησυχάζει σχετικά την ΝΔ, αφού η δυσαρέσκεια παραμένει εντός της ευρύτερης «δεξιάς» οικογένειας και επομένως θα μπορούσε δυνητικά να επαναπατριστεί.
Όμως, μεγάλο μέρος της «εκ δεξιών» αμφισβήτησης εδράζεται πλέον σε ισχυρές ιδεολογικές – πολιτισμικές αλλαγές που εξελίσσονται σε διεθνή κλίμακα και που ενισχύθηκαν από συνομωσιολογικά, ανορθολογικά ή αντιεμβολιαστικά κινήματα που αυτονομούνται από τον «αστικό κορμό» και δεν κινούνται με κλασικούς όρους πολιτικής.
Η ΝΔ θα πορευτεί εφεξής με αυτόν τον «εσωτερικό κίνδυνο» και γι’ αυτόν το λόγο η ομάδα της «πολιτικής ακροδεξιάς» (Βορίδης, Πλεύρης, Γεωργιάδης, κλπ) της είναι, σε πρώτο χρόνο, απολύτως απαραίτητη ώστε να περιορίσει τις διαρροές της προς τα δεξιά.
Σε δεύτερο χρόνο, την εκ δεξιών διαρροή θα επιδιώξει να αντικαταστήσει με μια ολική ενσωμάτωση του «εκσυγχρονιστικού σημιτικού στρατοπέδου», διαδικασία που έτσι κι’ αλλιώς βρίσκεται σε εξέλιξη. Η εκλογική (δημοσκοπική) στασιμότητα του ΚΙΝΑΛ ευνοεί την προσπάθεια ένταξης στη μητσοτακική ΝΔ πολλών στελεχών του «σημιτικού» ρεύματος. Μια «διευρυμένη ΝΔ» – από την πολιτική ακροδεξιά έως και το «εκσυγχρονιστικό ρεύμα» – είναι ο στρατηγικός στόχος του Μητσοτάκη ώστε να καταφέρει ένα ποσοστό της τάξης του 36-37% στις επόμενες εκλογές.
Η κυβερνητική φθορά δεν φέρνει προς το παρόν σημαντικά εκλογικά κέρδη στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Η διαφορά με την ΝΔ μειώνεται σταθερά και σήμερα βρίσκεται αρκετά κάτω από τη διαφορά του Ιουλίου ‘19. Όμως η μείωση δεν οφείλεται σε άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σε μείωση της ΝΔ. Η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ προς το παρόν να φτιάξει ανοδική εκλογική δυναμική είναι συνάρτηση δύο παραγόντων:
α) της αρνητικής ακόμα προδιάθεσης εκτεταμένων μεσαίων στρωμάτων απέναντι στην οικονομική πολιτική της διακυβέρνησής του και,
β) στη συνεχιζόμενη χαμηλή οργανωτική διείσδυση σε επαγγελματικούς και κοινωνικούς χώρους, όπου θα εξειδικευτεί και θα διαδοθεί το σημερινό προγραμματικό του σχέδιο και θα αποτυπωθεί μια νέα κοινωνική συμμαχία.
Ευνοϊκή συνθήκη για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι ότι δεν διαμορφώθηκε αυτήν τη διετία άλλη εκλογική δυναμική στο ευρύτερο κεντροαριστερό και αριστερό φάσμα της πολιτικής σκηνής (στασιμότητα του ΚΚΕ και του ΜΕΡΑ25) και η θέση του παρέμεινε σταθερή ως εναλλακτικού κυβερνητικού πόλου.
Ετσι, σήμερα, η ισχυρότερη αντίφαση για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι να βρεθεί σε λίγους μήνες σε κατάσταση (δημοσκοπικής) ισοδυναμίας, ή και προβαδίσματος ακόμα, χωρίς όμως εκλογική και κοινωνική δυναμική. Περισσότερο λόγω μηχανικής αδράνειας του κομματικού συστήματος. Οσο διατηρεί επικοινωνιακά την επιλογή να μη θέτει στην κοινωνία ζήτημα κυβερνητικής αλλαγής, βρίσκεται εκτεθειμένος σε πολλούς κινδύνους. Για πολύ μεγάλο μέρος των μισθωτών και των μεσαίων τάξεων η συνεχιζόμενη πολιτική της ΝΔ είναι συνώνυμη μιας κατάστασης καταστροφής των οικονομικών και περιουσιακών τους στοιχείων. Εάν απέναντι σε αυτήν την πολιτική δεν αντιταχθεί ένα άμεσο σχέδιο οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης η πολιτική τους συμπεριφορά δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Για τα κοινωνικά αυτά στρώματα η επιδίωξη εκλογών και η συγκρότηση μιας νέας προοδευτικής προγραμματικής κυβέρνησης καθίσταται ολοένα και πιο αναγκαία. Οι πιεστικές τους ανάγκες αντιτίθενται αντικειμενικά στην πολιτική του «ώριμου φρούτου». Σε κάθε άλλη περίπτωση είναι πιθανή μια κατάσταση «κατακερματισμού» τους.
Εδώ βρίσκεται αυτήν τη στιγμή το «αδύνατο σημείο» του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ που απαιτεί άμεση θεραπεία: Διαμόρφωση πολιτικών όρων για μια προοδευτική κυβέρνηση της απλής αναλογικής και πορεία προς την κοινωνία για πολιτική αλλαγή.
Εν κατακλείδι, οι δύο βασικοί «παίκτες» του κομματικού συστήματος γύρω από τους οποίους θα συσπειρωθούν κοινωνικά και πολιτικά μπλοκ βρίσκονται σήμερα σε μεταβατική φάση.
Η ηγεμονία του 2019 της ΝΔ αμφισβητείται πια εμπράκτως, όμως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ παρά τη σταθεροποίησή του δεν έχει ακόμα ξεπεράσει τις δομικές του αντιφάσεις ώστε να θέτει ζήτημα εξουσίας. Το επόμενο εξάμηνο θα είναι καθοριστικό για τις πολιτικές εξελίξεις.
Πρώτη δημοσίευση στην εφ. ΠΑΡΟΝ