Είναι βουλευτής από το 1972, εδώ και μισό…αιώνα, δηλαδή! Εχει ήδη λάβει μέρος σε 13 ομοσπονδιακές εκλογικές αναμετρήσεις και φυσικά στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας δεν υπάρχει μακροβιότερο μέλος της Bundestag από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Και όμως. Ο 79χρονος πλέον ,απερχόμενος Χριστιανοδημοκράτης , πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής ,είναι και πάλι υποψήφιος, για 14η φορά. Ο Σόιμπλε δεν χρειάζεται φυσικά να φοβάται για την έδρα του. Στις προηγούμενες εκλογές κέρδισε την εκλογική περιφέρεια του Όφενμπουργκ με διαφορά 30 ποσοστιαίων μονάδων. Το κόμμα του θα πρέπει να συντριβεί για να χαθεί η έδρα στο Όφενμπουργκ και αυτό δεν το προβλέπουν ούτε οι πλέον απαισιόδοξες δημοσκοπήσεις. Μόνο που ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επιδιώκει κάτι παραπάνω: Να επανεκλεγεί Πρόεδρος της Bundestag. Όπως λέει ο ίδιος, με την εμπειρία του θέλει να «συμβάλλει σταθεροποιητικά σε αυτές τις εποχές όπου εξελίσσονται ποικίλες ανατροπές». Όταν εξελέγη Πρόεδρος της Bundestag πριν από τέσσερα χρόνια, ο Σόιμπλε είχε λάβει 501 από τις 705 ψήφους, εξασφαλίζοντας και ψήφους της αντιπολίτευσης . Σήμερα πάντως ,οι προσδοκίες του Σόιμπλε είναι πάντως πολύ δύσκολο να εκπληρωθούν. Σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική στην Bundestag, η μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ομάδα στην Ομοσπονδιακή βουλή εκλέγει και τον πρόεδρο του σώματος. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι στην πρώτη θέση θα αναδειχτούν οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) και ο υποψήφιός τους Ολαφ Σολτς θα είναι ο νέος καγκελάριος στην πρώτη θέση. Με ένα τέτοιο εκλογικό αποτέλεσμα, ο Σόιμπλε θα βρεθεί σε κάθε περίπτωση, χωρίς υψηλά καθήκοντα.
Ο πανίσχυρος μέχρι σήμερα Χριστιανοδημοκράτης πολιτικός αντιμετωπίζει άλλωστε και αντιδράσεις στο ίδιο του το κόμμα. Πολλά στελέχη του κόμματος τον θεωρούν εν μέρει υπεύθυνο που το CDU οδηγείται στην αντιπολίτευση, γιατί υποστήριξε την υποψηφιότητα του «άχρωμου» και ελάχιστα δημοφιλούς Αρμιν Λάσετ για την καγκελαρία. Ανάμεσά τους, και ο Βαυαρός πρωθυπουργός και ηγέτης του αδελφού Χριστιανοκοινωνικού κόμματος (CSU), Μάρκους Ζέντερ που δεν μπορεί να ξεχάσει ότι ο Σόιμπλε τον πολέμησε σκληρά στη διάρκεια της προεκλογικής εσωκομματικής εκστρατείας για την επιλογή του υποψήφιου καγκελάριου της Ενωσης CDU/CSU.
Τι θα γίνει με την «κληρονομιά» Σόιμπλε;
Χωρίς υπερβολή , Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν αυτός που διαμόρφωσε τη γερμανική πολιτική για δεκάδες χρόνια: Ως υπουργός Εσωτερικών ήταν αυτός που διαπραγματεύτηκε τη Συνθήκη για την ενοποίηση της Γερμανίας το 1990. Υπουργός Οικονομικών επίσης, από το 2009 εως το 2017 ,αντιμετώπισε την χρηματοπιστωτική κρίση στην Ευρώπη με έναν μόνο μπούσουλα: Τη δημοσιονομική σταθερότητα και τη λιτότητα, προκαλώντας μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις στη Γηραιά ήπειρο, ακόμη και φυγόκεντρες τάσεις. Την πολιτική αυτή ο Σόιμπλε δεν διστάζει άλλωστε να την υπηρετεί σταθερά μέχρι σήμερα. Ακόμη και μεσούσης της πανδημίας. Πρόσφατα, με άρθρο του στους Financial Times,τόνισε ότι «ο δανεισμός σε περιόδους κρίσης για τη σταθεροποίηση της οικονομίας έχει νόημα, αρκεί να μην ξεχαστεί το ζήτημα αποπληρωμής…Συνεπώς πρέπει να επιστρέψουμε στη νομισματική και δημοσιονομική κανονικότητα. Το βάρος του δημόσιου χρέους πρέπει να μειωθεί. Διαφορετικά, υπάρχει κίνδυνος η πανδημία Covid-19 να ακολουθηθεί από μια «πανδημία χρέους», με τρομερές οικονομικές συνέπειες για την Ευρώπη… Πολλές κυβερνήσεις επικεντρώνονται στο «εύκολο» μέρος του κεϋνσιανισμού – το χρέος – και στη συνέχεια αναβάλλουν την αποπληρωμή του», έγραψε χαρακτηριστικά.
Όχι τυχαία, ο Σόμπλε στο ίδιο άρθρο στους Financial Times ,δεν δίστασε να εκτοξεύσει «μια ασυνήθιστα ανοιχτή απειλή εναντίον του Ιταλού πρωθυπουργού Μάριο Ντράγκι», όπως έγραψε η γερμανική Tagesschau.
Ο Ιταλός πρωθυπουργός θεωρείται πλέον ως ο βασικός πολιτικός σύμμαχος στυην Ευρώπη του Αμερικανού, προέδρου Τζο Μπάιντεν, στην προσπάθεια να μπει τέλος στην καταστροφική κληρονομιά του Θατσερισμού .«Είμαι βέβαιος ότι ο Ντράγκι θα τηρήσει αυτήν την αρχή (της λιτότητας) ,γιατί αλλιώς θα πρέπει να ιδρυθεί ένα ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο που θα έχει την εξουσία να επιβάλλει τους κοινούς κανόνες. Αυτό θα απαιτούσε αλλαγές στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες», υποστήριξε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Κατώτατο ωρομίσθιο 12 ευρώ
Την πολιτική Σόιμπλε δεν συμμερίζονται βέβαια πλήρως, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι που αναμένεται να αποτελέσουν τον βασικό κορμό της νέας Γερμανικής κυβέρνησης. Ηδη, ο διάσημος οικονομολόγος Μάρτσελ Φράτσερ, πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας (DIW), με παρέμβασή του τάσσεται υπέρ της πιο χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής και τονίζει την ανάγκη να αυξηθεί στη Γερμανία το κατώτατο ωρομίσθιο στα 12 ευρώ, από 9,60 ευρώ, που είναι σήμερα. Το κατώτατο ωρομίσθιο προβλέπεται από την απερχόμενη κυβέρνηση να αυξηθεί στα 9,82 ευρώ την 1η Ιανουαρίου 2022 και σε 10,45 ευρώ την 1η Ιουλίου 2022. Στα προεκλογικά τους μανιφέστα, το SPD και οι Πράσινοι ζητούν αύξηση του κατώτατου μισθού στα 12 ευρώ. Το SPD, για παράδειγμα, αναφέρει στο πρόγραμμά του ότι με την αύξηση αυτή «οι εργαζόμενοι θα μπορούν να ζουν από τη δουλειά τους χωρίς πρόσθετη υποστήριξη». Αντίθετα, οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) απορρίπτουν την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 12 ευρώ.
Ο Μάρτσελ Φράτσερ , που προαλείφεται ως βασικός οικονομικός σύμβουλος του νέου Καγκελάριου ,τονίζει ότι η αύξηση του κατώτατου ωρομίσθιου στα 12 ευρώ θα φέρει “μεγαλύτερες κοινωνικές βελτιώσεις», τα επόμενα δύο χρόνια, για 10 εκατομμύρια ανθρώπους που θα επηρεαστούν άμεσα από αυτό.
«Πάνω από το ένα πέμπτο του συνόλου των εργαζομένων, θα έχουν σημαντικές αυξήσεις μισθών», εκτιμά ο Γερμανός οικονομολόγος και προσθέτει ότι «θα εισρεύσουν ετησίως στα κρατικά ταμεία πρόσθετα φορολογικά έσοδα, ύψους 17 έως 20 δισ. ευρώ».
Πρώτη δημοσίευση Ναυτεμπορική