Ο χρόνος των επόμενων εκλογών έχει μετατραπεί σε μπαλάκι του τένις και η αντιπαράθεση, ως προς τούτο, του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Αλέξη Τσίπρα παραπέμπει σε μάχη μεταξύ Τσιτσιπά και Ζβέρεφ. Το παιχνίδι μόλις άρχισε και θα απολαύσουμε πολλά σετ…
Το σερβίς είχε ο πρωθυπουργός ο οποίος -μάλλον πολύ πρόωρα- έβαλε το σκληρό δίλημμα της επόμενης αναμέτρησης. “Ή αυτοδυναμία, ή χάος”, είπε από την συνέντευξη Τύπου της ΔΕΘ, παρομοιάζοντας το χάος με τον πολιτικό του αντίπαλο και την στρατηγική που ξεδιπλώνει για προοδευτική διακυβέρνηση. “Το χάος είναι ο κ. Μητσοτάκης”, απάντησε από το ίδιο βήμα ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Οι΄τακτικές έχουν την αξία τους, συχνά, όμως η πραγματικότητα τις αναιρεί.
Η “πιάτσα” (μιντιακή, επιχειρηματική κλπ) έχει περίπου προεξοφλήσει πως η διατύπωση του διλήμματος από τον πρωθυπουργό θα οδηγήσει σε πρόωρες (διπλές) εκλογές εντός του 2022. Η εξήγηση ακούγεται απλή: για ποιον λόγο να θέσει ο κ. Μητσοτάκης αυτό το σχήμα σύγκρουσης, όταν μόλις έκλεισε την πρώτη διετία του στη διακυβέρνηση κι ενώ οι προσδοκίες για οικονομική ανάπτυξη έχουν εκτοξευθεί;
Μια πρώτη απάντηση αφορά την προϊούσα φθορά της κυβέρνησης όπως προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις-φανερές και κρυφές. Θέτει, δηλαδή, το δίλημμα για να προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο να χρειαστεί να προσφύγει στις κάλπες εάν αυτή η φθορά συνεχιστεί αυξανόμενη αλλά πριν φτάσει σε εκείνο το οριακό σημείο που θα θεωρείται πιθανή η ανάκαμψη του αντιπάλου του. Ο γράφων είναι σε θέση να γνωρίζει πως συζήτηση περί εκλογών δεν διεξάγεται φανερά στις συσκέψεις στο Μέγαρο Μαξίμου, ο δε κ Μητσοτάκης δηλώνει κατηγορηματικά σε συνομιλητές του πως έχει σκοπό να δράσει θεσμικά και να εξαντλήσει την τετραετία- το έκανε, άλλωστε, και ο προκάτοχός του…
Η διατύπωση, όμως, του διλήμματος ”ή εγώ , ή το χάος” δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά για τις πραγματικές προθέσεις, πέραν του ότι προκαλεί αβεβαιότητα στα στελέχη και τους βουλευτές του, κάτι που σε ανάλογες περιπτώσεις κατά το παρελθόν έχει προκαλέσει φαινόμενα παραλυσίας.
Από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας σήμανε (από την ΔΕΘ) εκλογικό συναγερμό και παρουσίασε ένα πρωτόλειο πρόγραμμα προοδευτικής διακυβέρνησης, είναι, όμως, εξαιρετικά αμφίβολο εάν θα ήθελε να διεξαχθούν οι εκλογές πρόωρα, εντός του 2022, καθώς κατά βάθος γνωρίζει πως χρειάζεται περισσότερο χρόνο. Κάθε μέρα που περνάει πια αξίζει διπλά, και κάθε λάθος της κυβέρνησης δρα πολλαπλασιαστικά.
Ωστόσο, ο εκλογικός συναγερμός λειτουργεί συσπειρωτικά στο εκλογικό του ακροατήριο -κάτι που έχει αρχίσει να φαίνεται στις δημοσκοπήσεις-, κρατά σε ύφεση τις εσωτερικές αντιθέσεις (η αντιπολιτευτική δραστηριοποίηση ακόμα και του Ευκλείδη Τσακαλώτου, και δη σε υψηλούς τόνους που δεν συνήθιζε, είναι ένα τέτοιο δείγμα), και του επιτρέπει να αναπτύξει κι αυτός τα διλήμματα προς τα κόμματα της ήσσονος αντιπολίτευσης. Η πίεση προς το ΚΙΝ.ΑΛ, για παράδειγμα, αρχίζει και γίνεται ασφυκτική ενόψει και της εκλογής νέας ηγεσίας. Δεν διέλαθαν της προσοχής της Κουμουνδούρου, άλλωστε, δυο δηλώσεις: του ιστορικού στελέχους του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σκανδαλίδη που απέκλεισε οιαδήποτε μετεκλογική συνεργασία με τη Ν.Δ, και του υποψήφιου για την ηγεσία -πρόσωπο με βαρύνουσα πολιτική αξία- Χάρη Καστανίδη, ο οποίος έκανε λόγο για “κυβέρνηση εθνικής ενότητας”, εφόσον χρειαστεί, μετά τις επόμενες εκλογές.
Τον ρυθμιστικό παράγοντα του ΚΙΝ.ΑΛ, ειρήσθω εν παρόδω, αναγνωρίζουν και στο Μέγαρο Μαξίμου (όπου δεν κρύβουν πως θα προτιμούσαν την επικράτηση του Ανδρέα Λοβέρδου), αν και εκτιμούν πως οι εξελίξεις στο κόμμα αυτό μπορεί και να μην οδηγήσουν τελικά στην εσωκομματική διαδικασία διαδοχής και να δημιουργηθούν ακόμα και συνθήκες οιωνεί διάσπασης.
Ο πρωθυπουργός πετάει το μπαλάκι στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης προκαλώντας τον να ζητήσει εκλογές, ο δεύτερος προκαλεί τον πρώτο να αναλάβει την ευθύνη να οδηγήσει τη χώρα στις κάλπες. Επί της ουσίας, κανείς εκ των δύο δεν θέλει να αναλάβει μια τέτοια ευθύνη, πιθανώς, δε, όπως προείπαμε, εν τέλει να μην θέλουν αμφότεροι την διεξαγωγή εκλογών. Κάτι, άλλωστε, που μόνιμα δεν θέλουν οι πολίτες, όπως καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει να αντιμετωπίσει το δίλημμα που μπορεί να παραγάγει το δικό του δίλημμα περί εκλογών. Η παράμετρος της απλής αναλογικής δεν είναι εύκολο να προσπεραστεί. Για να αποκτήσει αυτοδυναμία με αυτό το εκλογικό σύστημα στην πρώτη αναμέτρηση, η Ν.Δ πρέπει να κερδίσει ποσοστό περίπου 48% -όπως λένε οι εκλογολόγοι. Κάτι πρακτικώς αδύνατο. Ως εκ τούτου, όταν ζητά αυτοδυναμία αυτό θα αρχίσει να εκλαμβάνεται ως πρόσχημα για να υπερκεράσει αυτό το εμπόδιο και να φτάσει στην δεύτερη αναμέτρηση με το σύστημα του κλιμακωτού μπόνους που ελπίζει πως θα του χαρίσει την πολυπόθητη αυτοδυναμία.
Από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει σταδιακά να αρχίσει να εξηγεί σε ποιους απευθύνεται η πρόσκληση για προοδευτική διακυβέρνηση. Στη ΔΕΘ επανέλαβε αρκετές φορές πως “μεταξύ της προεκλογικής περιόδου και της μετεκλογικής (σ.σ για την αναζήτηση συνεργασιών) μεσολαβούν οι εκλογές”, όμως το σχετικό ερώτημα θα έρχεται και θα επανέρχεται με τον κίνδυνο να προσφέρει επιχείρημα στην κυβέρνηση να επισημαίνει πως δεν έχει τη δυνατότητα συνεργασιών, άρα ταυτίζεται με το “χάος”.
Οι πολίτες θα αντιλαμβάνονται, όμως, σταδιακά πως αυτά τα διλήμματα οδηγούν σε ένα “μαρτυρικό” τρίμηνο -τουλάχιστον- δυο διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων εν μέσω αβεβαιότητας και σοβαρών παρενεργειών στην οικονομία και στην καθημερινότητα. Πως θα δικαιολογηθεί, δε, το δίλημμα του πρωθυπουργού εάν -όχι απίθανο- η πρώτη αναμέτρηση της απλής αναλογικής φέρει τη Ν.Δ ως πρώτο κόμμα αλλά με μικρή διαφορά από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ;
Η απάντηση που δίδεται επ΄ αυτού από κύκλους του Μεγάρου Μαξίμου είναι πως μια τέτοια πιθανότητα είναι απειροελάχιστη και πως σήμερα η δημοσκοπική διαφορά είναι ισχυρά διψήφια.