Με την παρουσία του στο σώου του Ταγίπ Ερντογάν στη Νέα Υόρκη ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής προσέφερε μείζονος συμβολικής αξίας υπηρεσία στην προσπάθεια της Άγκυρας να παρουσιαστεί ως μια “φυσιολογική” χώρα. Το ολίσθημα είναι ακόμα μεγαλύτερο καθώς έγινε σε μια συγκυρία που η Τουρκία κλιμακώνει ξανά την προκλητικότητά της στο Αιγαίο και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο προσπερνώντας το προσχηματικό τουριστικό μορατόριουμ του καλοκαιριού.
Ο Αρχιεπίσκος Αμερικής προκάλεσε την οργή της ομογένειας και υπονόμευσε τον ίδιο τον ρόλο του. Στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν βρίσκεται μεταβατικά διεκδικώντας στο μέλλον τη θέση του Οικουμενικού Πατριάρχη ενόψει της διαδοχής του κ. Βαρθολομαίου, ο οποίος διανύει ήδη το 81ο έτος της ηλικίας του. Ευρισκόμενος δίπλα στον Ερντογάν και τον κατοχικό ηγέτη Ερσίν Τατάρ προδόθηκε ότι επιδιώκει μια “συναλλαγή” με τον Τούρκο πρόεδρο καταθέτοντας τα διαπιστευτήρια των “καλών προθέσεών” του.
Δυστυχώς, προκάλεσε μεγάλο ρήγμα στην αξιοπιστία του, στις σχέσεις του με την Ελληνική και την Κυπριακή ομογένεια, αλλά και καθίσταται σχεδόν ανενεργός στο παιχνίδι επιρροής της αμερικανικής διοίκησης και του ισχυρού λόμπι των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο και την Γερουσία που διάκεινται θετικότατα έναντι των ελληνικών θέσεων.
Και, εμμέσως, αποκάλυψε την διάσταση μεταξύ της Αθήνας και της Λευκωσίας. Ο Νίκος Αναστασιάδης ακύρωσε τη συνάντησή τους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγκάστηκε να τον συναντήσει έστω και στο πλαίσιο των εγκαινίων του Αγίου Νικολάου στο Ground Zero για να αποφύγει ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα.
Η σιωπή, δε, μέχρις ώρα του Φαναρίου βαθαίνει έτι περαιτέρω αυτό το ρήγμα.
Οφείλει, αν μη τι άλλο, να ξανασκεφτεί τη στάση του και να ζητήσει συγγνώμη από την ομογένεια. Εάν δεν το πράξει ακυρώνει τον ρόλο του. Και η Ελλάδα χάνει ένα κέντρο πίεσης και προώθησης των θέσεών μας στις ΗΠΑ.