Το τελευταίο επεισόδιο του ευρωπαϊκού μακρού 20ού αιώνα ή το εναρκτήριο του 21ού ρίχνει αυλαία με την αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ από την καγκελαρία. Μια θητεία που αν μη τι άλλο σφράγισε την σύγχρονη ιστορία της χώρας της καθώς και αυτή του ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος. Η ίδια η Γερμανίδα καγκελάριος με την εδώ και πολλούς μήνες ανακοίνωση της αποχώρησής της μας επιτρέπει σήμερα, λίγες ώρες μετά το κλείσιμο των ομοσπονδιακών καλπών, να προβούμε σε μια ψύχραιμη αποτίμηση χωρίς τελεολογίες του χαρακτήρα «και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς την Μέρκελ» ή «Go Home Mrs Merkel».
Του Δημήτρη Στεμπίλη
Αποφεύγοντας συνειδητά του εθνικο-ιδεολογικούς αφορισμούς ή την «ευρωλιγούρα», πολιτικές συμπεριφορές που ενδημούν παθολογικά και διαχρονικά στη χώρα μας, η περίοδος Μέρκελ μας κληροδοτεί χαρακτηριστικά και πολιτικές πρακτικές που τουλάχιστον αξίζει να τις διαπιστώσουμε και να τις αποτυπώσουμε. Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε δύο σημαντικές παραμέτρους, αυτή της πολιτικής κουλτούραςτης Γερμανίδας καγκελαρίου και της κατάστασης που κληρονόμησε όταν ανέλαβε τις τύχες της Γερμανίας.
Η κα Μέρκελ έλκει την καταγωγή της από την πρώην Ανατολική Γερμανία, ούσα η ίδια κόρη Πάστορα, δηλαδή μεγαλωμένη σε συντηρητικό περιβάλλον που ήταν στην απέναντι όχθη από το αυταρχικό καθεστώς Χόνεκερ στην πρώην χώρα του ανατολικού μπλοκ. Και όσον αφορά στη δεύτερη παράμετρο, παρέλαβε τα ηνία από τον Γκέρχαρντ Σρέντερ δίνοντάς της τη λευκή επιταγή της TINA(ThereIsNoAlternative), πολιτική ρητορική και πρακτική που είχε εισαγάγει τη δεκαετία του 1980 η Μάργκαρετ Θάτσερ, εφαρμοσμένη στη συγκεκριμένη περίπτωση από ένα σοσιαλδημοκράτη πολιτικό.
Σε αυτό το πλαίσιο και στην αρχή ενός αιώνα που προοιωνιζόταν ότι«δεν θα είναι μόνο αμερικανικός», η σύγχρονη «σιδηρά κυρία» επέλεξε συνειδητά σε ένα πολυδιάστατο εξωτερικό περιβάλλον τη ενδυνάμωση της Ευρώπης μέσω της κυριαρχίας της χώρας της. Σε αυτό συνέβαλε βέβαια ακούσια ή εκούσια ή αδυναμία των ηγετών των υπόλοιπων κρατών-μελών της ΕΕ να ακολουθήσουν τις εξελίξεις, οπότε το «οχυρό Γερμανία» αποτέλεσε μονόδρομο. Η καγκελάριος, επέλεξε και έναν σκληροτράχηλο υπουργό Οικονομικών, τον κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε,για να έχει τα νώτα της καλυμμένα για την αποφυγή ενδεχόμενων παρεκκλίσεων στο δημοσιονομικό σκέλος της γερμανικής και ευρωπαϊκής πολιτικής της.
Αν μπορούμε, λοιπόν, να αποδώσουμε σε αδρές γραμμές την πολιτική της αυτά τα δεκαέξι χρόνια, χωρίς καμιά διάθεση υπερτίμησης ή υποτίμησης, η κα Μέρκελ θα μείνει στην ιστορία για τη διαχειριστική της ικανότητα. Η επιτυχής για το ιδεολογικό της πρόσημο αντιμετώπισητων κρίσεων που κλήθηκε να διαχειριστεί σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα της επιλογής της και των δυνατοτήτων της. Από την άλλη πλευρά η έλλειψη οράματος, κυρίως σε ό,τι αφορά μια περισσότερο κοινωνική ΕΕ, αποτελεί επίσης ταυτοποιημένο στο πρόσωπό της δομικό πολιτικό χαρακτηριστικό.
Προς επίρρωση των παραπάνω, η Γερμανίδα καγκελάριος, σε μια κρίση απολογίας και απολογισμού -το συνηθίζουν όλοι οι μεγάλοι πολιτικοί μόλις αποχωρούν να αναφέρονται στα μεγάλα διλήμματα της θητείας τους που θα «ήθελαν να το κάνουν αλλιώς»- μίλησε για τον τρόπο που διαχειρίστηκε το ελληνικό ζήτημα, ως τη δυσκολότερη στιγμή της θητείας της γιατί «ζήτησε τόσα πολλά από την Ελλάδα». Ωστόσο, αυτή η παραδοχή δεν αναιρεί σε καμιά περίπτωση τη συνειδητή επιλογή, γιατί πολύ απλά πίστευε και πιστεύει ότι έτσι μπορούσε και έτσι έσωσε τόσο την Ελλάδα όσο και την Ευρώπη.
Επιπλέον, η επιβολή της γερμανικής πυγμής στις συσκέψεις των Βρυξελλών αποδυνάμωσε την αντιπροσωπευτικότητα, κλέβοντας την όποια «ψυχή» ενυπάρχει στο ενοποιητικό εγχείρημα, επεκτείνοντας ταυτόχρονα το δημοκρατικό έλλειμμα στη λήψη αποφάσεων και δημιουργώντας ένα μεγάλο κενό για τη μετά Μέρκελ εποχή, καταδεικνύοντας ότι τελικά «το βασίλειο είναι γυμνό» και όχι ο εκάστοτε «βασιλιάς». Αλλά, και πάλι για την ίδια, μόνο έτσι στάθηκε όρθια η ΕΕ.
Από την άλλη πλευρά, αυτή η ίδια κα Μέρκελ που δεν επένδυσε σε κάποιο κοινωνικό όραμα για τη γηραιά ήπειρο υποστήριξε και εφάρμοσε στη χώρα της το θεσμικό φιλελεύθερο κρατικό παρεμβατισμό από τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό,θίγοντας στο ελάχιστο δυνατό τα δικαιώματα των Γερμανών πολιτών αποφεύγοντας τις πολιτικές λιτότητας εντός των τειχών. Επένδυσε στην μακρά σταθερότητα από τη περιοριστική δημοσιονομική πολιτική ή τις επισφαλείς για το σύνολο της γερμανικής οικονομίας παροχές.
Τέλος, στις «νεκρολογίες» συνηθίζεται να λέμε μια καλή κουβέντα -δεν νομίζω ότι είπαμε κάποια κακή- για τον/την «αποδημούντα». Η στάση της Άνγκελα Μέρκελ στο προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα αποτελεί τίτλο τιμής για εκείνη. Άνοιξε δρόμους, όχι και τόσο βατούς ή προσφιλείς, στην θεώρηση αυτού του μεγάλου ζητήματος, γνωρίζοντας ότι θα έχει μεγάλο πολιτικό κόστος. Κι όμως το τόλμησε γιατί ως μεγάλη πολιτικός που δεν είναι μύωψ συνδύασε τις εμπειρίες της και την ισχύ της με θεμελιώδεις αρχές του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού…
ΥΓ. Τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών αναδεικνύουν σημαντικά πολιτικά χαρακτηριστικά των καιρών μας. Πρώτο και κύριο ότι η επικράτηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων προϋποθέτει αριστερή στροφή. Δεύτερον, τα αριστερά κόμματα πρέπει να ξεφορτωθούν αναχρονιστικά βαρίδια, ειδικά σε χώρες με την εμπειρία των δύο Γερμανιών. Τρίτον, οι πράσινοι δεν έχουν καταφέρει παγκοσμίως να έχουν μια συνολική πρόταση, γι’ αυτό παρά την άνοδό τους αντιμετωπίζονται ως ακτιβιστές. Τέταρτον τα συντηρητικά κόμματα στην Ευρώπη δεν έχουν βρει την ιδεολογικο-πολιτική πλατφόρμα της νέας εποχής, ανεξαρτήτως της εκλογικές επικράτησής του σε κάποιεςχώρες. Πέμπτο και πιο επικίνδυνο, η ΑltRight παραμένει δυναμικά παρούσα…