Θεωρητικά ο καταποντισμός του “αδελφού” κόμματος της Αριστεράς Die Linke στις Γερμανικές εκλογές (δείτε εδώ τα τελικά αποτελέσματα και τα σενάρια συνεργασίας) θα έπρεπε να προκαλεί “αισθήματα ήττας” στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Το μικρό κόμμα της γερμανικής (ριζοσπαστικής) Αριστεράς έχασε τη μισή εκλογική του δύναμη και βρέθηκε κάτω από το όριο εισόδου (συγκέντρωσε 4,9% αντί για 5%) στην Βουλή περιοριζόμενο σε τρεις βουλευτές λόγω του εκλογικού συστήματος.
Μια δεύτερη ανάγνωση, ωστόσο, θα έπρεπε να προκαλεί κρυφά χαμόγελα στον Αλέξη Τσίπρα-όχι όμως και σε άλλα στελέχη και τάσεις της Κουμουνδούρου.
Τον περασμένο Ιούνιο ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ βρέθηκε στην σύναξη των ηγετών του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, προσκεκλημένος της ηγεσίας του SPD, δίπλα στον Όλαφ Σολτς που σήμερα είναι ο μεγάλος νικητής των γερμανικών εκλογών και εκτός ακραίου απροόπτου ο αυριανός Καγκελάριος. Κεντρικό θέμα των συζητήσεων που είχε εκεί (μεταξύ αυτών και με τον συμπρόεδρο των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών Νόρμπερτ Βάλτερ Μπόργιανς– γνωστός και από την λίστα φοροφυγάδων που είχε κομίσει στην προηγούμενη κυβέρνηση) ήταν η ανάγκη συνεργασίας των προοδευτικών κομμάτων στην Ευρώπη. Στην ίδια συνάντηση -για την ιστορία- ήταν και η Φώφη Γεννηματά, καθώς το ΚΙΝ.ΑΛ ανήκει στην Ομάδα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών (ο πρώην πρωθυπουργός μετέχει ως παρατηρητής εδώ και αρκετά χρόνια με παρότρυνση του πρώην Γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ).
Ο Όλαφ Σολτς, βεβαίως, δεν θα είναι (μόνο) ένας Σοσιαλιστής Καγκελάριος. Πρωτίστως θα είναι Γερμανός Καγκελάριος και οι πρωτοβουλίες που θα λάβει σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα είναι συνισταμένη των ζωτικών συμφερόντων της χώρας του και του βαθμού ελευθερίας που θα έχει ανάλογα με τον κυβερνητικό συνασπισμό που θα σχηματιστεί στο Βερολίνο (“Τζαμάϊκα” ή “Φανάρι”). Ακόμα κι έτσι, όμως, η σχέση που έχει αναπτυχθεί μπορεί να θεωρηθεί ένα καλό σημείο εκκίνησης για μια γραμμή επικοινωνίας του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τον νέο ένοικο της Καγκελαρίας και φυσικά το κόμμα του.
Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι η ανάλυση που θα κάνουν στην Κουμουνδούρου για τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών.
- 1. Ο “θρυμματισμός” του Die Linke -όπως εξηγούσε εκπρόσωπος αυτού του κόμματος αργά το βράδυ της Κυριακής- οφείλεται στην μετακίνηση του 50% των ψηφοφόρων του (στις εκλογές του 2017 είχε λάβει περίπου 9%) προς τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) και τους Πράσινους (κόμμα με σαφή κεντροαριστερά χαρακτηριστικά). Διαπιστώνεται, δηλαδή, μια απαξίωση της ριζοσπαστικότητας του συγκεκριμένου κόμματος και μετατόπιση του μισού εκλογικού ακροατηρίου του προς την κεντροαριστερά, ως σήμα επιδίωξης ήπιων αλλαγών με πρόσημο την κυβερνησιμότητα.
Αυτό ακριβώς είναι και το μεγάλο ζητούμενο για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μέσα από το στοίχημα της διεύρυνσης που υλοποιεί εδώ και αρκετό καιρό ο πρόεδρος του κόμματος. Ακόμα κι αν εύλογα ισχυριστεί κανείς πως δεν είναι αρκετά ευκρινείς οι αναλογίες της γερμανικής με την ελληνική πολιτική και κοινωνικών γεωγραφία, η τάση δεν μπορεί παρά να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψιν εκείνων που απεύχονται ή ακόμα χειρότερα αμφισβητούν ή και υπονομεύουν το εγχείρημα του ανοίγματος προς την κεντροαριστερά.
Ακόμα και με το περίπου 26% που έλαβε το SPD στις γερμανικές εκλογές, από την “παρέα” των κομμάτων που μετέχουν ταυτοτικά ή έστω ως παρατηρητές στους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εξακολουθεί να είναι -με βάση το εκλογικό ποσοστό του 2019- από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη. Η συντριπτική ήττα του Die Linke δείχνει, αναμφίβολα τον δρόμο στον Αλέξη Τσίπρα, και επιβεβαιώνει πως εκείνοι που επιθυμούν έναν “κλειστό” ριζοσπαστικό ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κατανοήσουν πως κάτι τέτοιο δεν συνάδει εύκολα με τον στόχο της κυβερνησιμότητας.
- 2. Η “ανάσταση” της σοσιαλδημοκρατίας που πέτυχε ο Όλαφ Σολτς αποτελεί το δεύτερο μήνυμα που πρέπει να φτάσει στην Κουμουνδούρου. Στο στοιχείο αυτό πρέπει να προσμετρηθεί και η πολύ μεγάλη αύξηση του ποσοστού των Πρασίνων, οι οποίοι υποδέχθηκαν, επίσης, ικανό ποσοστό της Αριστεράς. SPD και Πράσινοι τοποθετούνται (με ευρωπαϊκούς όρους) στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς. Αναμφίβολα η γερμανική κοινωνία έχει συντηρητικότερα αντανακλαστικά απ΄ ότι η ελληνική. Αυτή, όμως, είναι πιθανότατα μια ανάγνωση του παρελθόντος που παραπέμπει στις εποχές της οικονομικής κρίσης. Το δημοσκοπικό αποτύπωμα (με την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να εισπράξει όλα τα “οφέλη” από την προϊούσα κυβερνητική φθορά) μάλλον δείχνει πως το εκλογικό σώμα μπορεί να επιθυμεί αλλαγές, όχι, όμως, και τις ανατροπές που επιζητούσε την περίοδο των μνημονίων και μεταφράστηκαν με τις μεγάλες νίκες Τσίπρα το 2015 (Ιανουάριος, δημοψήφισμα, Σεπτέμβριος). Γι’ αυτό και ο Κυριάκος Μητσοτάκης -έχοντας κάνει αυτή την ανάγνωση- ποντάρει στο ισχυρό αν και πολιτικά κυνικό δίλημμα περί αυτοδυναμίας.
Η καλύτερη εκδοχή για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα ήταν αναμφίβολα η συγκρότηση κυβερνητικού συνασπισμού με το SPD, τους Πράσινους και το Die Linke. Κάτι τέτοιο έχει αποκλειστεί πλέον. Τούτων δοθέντων, στην Κουμουνδούρου πρέπει να γίνει αντιληπτό πως ο Όλαφ Σολτς προσεταιρίζεται έναν μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων της (ριζοσπαστικής) Αριστεράς, κάτι που στο εγχώριο σκηνικό μάλλον πρέπει να το προσπαθήσει εντονότερα δια της διεύρυνσης προς το κέντρο -χωρίς αντιφάσεις και δισταγμούς- ο Αλέξης Τσίπρας. Να κατοχυρώσει, δηλαδή, και ταυτόχρονα να αποενοχοποιήσει το σοσιαλδημοκρατικό προφίλ που σταδιακά αποκτά τα τελευταία χρόνια. Οι κυβερνητικές πολιτικές του, άλλωστε, και η στάση που έχει τηρήσει σε μείζονα θέματα κατά την διετία διακυβέρνησης της Ν.Δ προς τα εκεί κατατείνουν, όσο κι αν ορισμένοι στην Κουμουνδούρου ντρέπονται να το παραδεχθούν. Αυτό θα του προσφέρει, άλλωστε, μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων μετά την αναμέτρηση της απλής αναλογικής αλλά και στο μέλλον εφόσον ηττηθεί ξανά από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Φυσικά, και το Κίνημα Αλλαγής μπορεί να αισθάνεται απόλυτα ικανοποιημένο από την γερμανική ανάταση της σοασιαλδημοκρατίας, αν και είναι πιθανό οι δικές του (εσωτερικές) τάσεις να διαβάσουν το αποτέλεσμα με βολικό για την καθε μία τρόπο. Εάν, για παράδειγμα, ο συνασπισμός στο Βερολίνο είναι τύπου “Τζαμάϊκα” (SPD,CDU,Πράσινοι), κάποιοι θα προβάλλουν την “ανάγκη” σύγκλισης με τη Ν.Δ και όχι με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, και δίχως άλλο θα προτάξουν την κατακρήμνιση του Die Linke ταυτίζοντάς το με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Εν κατακλείδι, το γερμανικό εκλογικό αποτέλεσμα δίνει “αέρα” στο εγχείρημα περί σύγκλισης των προοδευτικών κομμάτων του Αλέξη Τσίπρα, κυρίως, όμως, ενισχύει την ανάγκη διεύρυνσης προς την κεντροαριστερά, όπως είναι, άλλωστε, η ευρωπαϊκή τάση (Δανία, Ισπανία, τώρα Γερμανία κ.ά).
Ακόμα περισσότερο επειδή, όπως αναφέρουν οι αναλύσεις από τη Γερμανία, η άνοδος του SPD οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε μια διπλή κίνηση του Σολτς: άνοιγμα προς τη νεολαία με εγγύηση του κατώτατου μισθού και εγγύηση προς τους συνταξιούχους πως δεν θα μειώσει τις συντάξεις. Κοινωνική ατζέντα, δηλαδή…