Σε έναν ιδανικό κόσμο η κούρσα εξοπλισμών Ελλάδας-Τουρκίας που ρίχνει βαριά τη σκιά της πάνω από το Αιγαίο και ακόμα πιο βαριά στις οικονομίες και τους προϋπολογισμούς των δύο χωρών θα είχε δώσει τη θέση της σε μια καλοπροαίρετη γεωπολιτική εκδοχή του “εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ, αλλά κι οι δύο μας αχ και βαχ”. Ούτε ο κόσμος μας, όμως, είναι ιδανικός, ούτε η ελάχιστη γνώση της γεωγραφίας και της πολιτικής ισχύος θα οδηγούσε σε μία τέτοια επιδίωξη. Σκληρό; Κυνικό; Ίσως. Αυτά έχουν απαντηθεί από γεννέσψς ανθρωπότητας και περιεκτικά αποδόθηκαν από τον Βρετανό πρωθυπουργό Λόρδο Πάλμερστον (1784-1865) : Τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους ή εχθρούς. Έχουν μόνο σταθερά συμφέροντα.
Ως εκ τούτου, η αναφορά του πρωθυπουργού στη συνέντευξη που παραχώρησε στον Νίκο Αλιάγα και την Αντροάνα Παρασκευοπούλου (ΕΡΤ) μέσα στο Λούβρο και με φόντο τη Νίκη της Σαμοθράκης, “Δεν έχω πρόθεση να μπω σε κούρσα εξοπλισμών με την Τουρκία. Θα παραδώσω Ένοπλες Δυνάμεις πολύ πιο ισχυρές από αυτές που παρέλαβα εγώ”, εμπεριέχει αναμφίβολα μια μεγάλη αντίφαση. Η Ελλάδα έχει μπει εδώ και δεκαετίες σε έναν τέτοιο ανταγωνισμό εξοπλισμών, αφενός διότι την αναγκάζει η τουρκική παραβατικότητα και ο γεωπολιτικός χάρτης της περιοχής, αφετέρου επειδή αυτό επιτάσσει ο σχεδιασμό των μεγάλων δυνάμεων και η ένταξη των χωρών στο ΝΑΤΟ.
Ακόμα και η Αριστερά που επί πολλά χρόνια οραματιζόταν την ελληνοτουρκική φιλία, όταν βρέθηκε (ΣΥΡΙΖΑ) στη διακυβέρνηση αντιμετώπισε την σκληρή πραγματικότητας και την “ομηρεία” στους διεθνείς συσχετισμούς δυνάμεων και προσέγγισε εντελώς διαφορετικά το ζήτημα. Όπως, άλλωστε, και η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη που προχώρησε στην αγορά του αιώνα -μετά τα Ίμια- εγκαταλείποντας την ρομαντική προσέγγιση της ελληνοτουρκικής σύγκλισης με τα “πήγαινε-έλα” Κωνσταντινούπολη-Αθήνα των λόμπι, συμβούλων, επιχειρηματιών και δημοσιογράφων. Αλλά και τα ζεϊμπέκικα με τον μακαρίτη Ισμαήλ Τζεμ, όπως και τις μετέπειτα κουμπαριές του Κώστα Καραμανλή.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνάπτει σήμερα μια θηριώδη συμφωνία για την προμήθεια φρεγατών (Belharra) και κορβετών (Gowind), ενώ έχει ήδη συμφωνήσει την προμήθεια των Rafale και σκέπτεται την αγορά F-35 από τις ΗΠΑ.
Πρέπει; Το ερώτημα χάσκει μετέωρο. Κανείς εκ των κομμάτων εξουσίας, ή εκείνων που διαχειρίστηκαν εξουσία δεν θα απαντήσει αρνητικά. Ιδιαίτερα μετά όσα συνέβησαν το καλοκαίρι του 2020. Οι εξοπλισμοί επιβάλλονται, άλλωστε, ως ανάγκη συνήθως μετά από τέτοιες κρίσεις. Το μείζον -που απομένει- σε αυτές τις περιπτώσεις αφορά: πρώτον, την διαφάνεια στην προμήθεια, ώστε να μην κυλήσουμε ξανά στην διαφθορά της εποχής Σημίτη, δεύτερον, την επιλογή των χρησιμότερων εξοπλσιτικών συστημάτων που ταιριάζουν στο αποτρεπτικό δόγμα της χώρας, και τρίτον, στον τρόπο αποπληρωμής (μαζί με τα οικονομικά και γεωπολιτικά αντισταθμιστικά οφέλη), ώστε να μην οδηγηθούμε σταδιακά σε άλλη μία περίοδο υπερδανεισμού και στέρησης πόρων από τις μεγάλες ανάγκες της κοινωνίας.
Το στοίχημα είναι δύσκολο. Και για να είμαστε ειλικρινείς θεωρείται μάλλον αυτονόητο πως κάποια -ή και όλες-από τις παραπάνω παραμέτρους θα αμεληθεί.
Η επιλογή που κάνει η κυβέρνηση φαίνεται να τυγχάνει της αποδοχής της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων και να συνάδει με τις επιχειρησιακές ανάγκες. Ίσως γι αυτό και οι αντιστάσεις της αντιπολίτευσης είναι μικρές έως ανύπαρκτες. Ο Αλέξης Τσίπρας, άλλωστε, διαχειρίστηκε σοβαρές κρίσεις με την Τουρκία και το γεγονός πως στο περιβάλλον του κρατά ως συμβούλους τον ναύαρχο Βαγγέλη Αποστολάκη, τον στρατηγό Καμπά, τον πτέραρχο Χριστοδούλου και άλλους, δείχνει πως αντιλαμβάνεται τις λεπτές γεωπολιτικές ισορροπίες, ακόμα και τις εξαρτήσεις της χώρας.
Παρότι η έμφαση δίνεται στην αποτροπή, είναι προφανές πως οι συγκεκριμένες προμήθειες (Belharra,Rafale κ.ά) δείχνουν πρόθεση επέκτασης του αμυντικού δόγματος προς τη νοτιανατολική Μεσόγειο, εκεί, δηλαδή, όπου με δυσκολία μπορούν να επιχειρήσουν σήμερα οι μονάδες του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας. Κι αυτό είναι σωστό. Αφενός επειδή πρέπει να αναζωογονηθεί το ενιαίο δόγμα με την Κύπρο, αφετέρου διότι με το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο το θέατρο της τουρκικής επιθετικότητας έχει μετατοπισθεί. Φυσικά, το Αιγαιο παραμένει ο κύριος χώρος των επιχειρήσεων αποτροπής, όμως οι θαλάσσιες ζώνες νοτίως της Κρήτης έχουν αποκτήσει μείζονα σημασία.
Η επιλογή της μεγιστοποίησης της σύμπραξης με τη Γαλλία φαίνεται πως είναι, επίσης, η ενδεδειγμένη. Πρώτον, γιατί είναι μία χώρα με την οποία έχει δημιουργηθεί (ιστορικά) ένα περιβάλλον σχετικής εμπιστοσύνης -πάντοτε, όμως, λαμβάνοντας υπόψιν τη ρήση του Λόρδου Πάλμερστον στην εισαγωγή-, δεύτερον επειδή η Γαλλία αναβαθμίζει στρατηγικά την παρουσία της στη νοτιοανατολική Μεσόγειο που αποτελεί και δικό μας ζωτικό χώρο, τρίτον, διότι η συμπερίληψη ρήτρας (αμοιβαίας) συνδρομής στη συμφωνία προσθέτει έναν ψυχολογικό -αν και όχι και ουσιαστικό- παράγοντα, και τέταρτον επειδή η συμφωνία προσυπογράφεται -ως μικρό “δώρο” έναντι της ζημίας από την AUKUS- από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι τελευταίες υποβαθμίζουν, άλλωστε, την παρουσία τους στην ευρύτερη περιοχή έχοντας τροποποιήσει την στρατηγική τους και έχουν μετακινηθεί προς άλλες ζώνες συγκρούσεων.
Όλα τα παραπάνω, βεβαίως, δεν πρέπει να οδηγήσουν στην εγκατάλειψη της διπλωματίας. Εκεί δημιουργείται, δυστυχώς, μια ανησυχητική “γκρίζα ζώνη” καθώς η κυβέρνηση δεν φαίνεται να διαθέτει σαφή στρατηγική σχετικά με το τι επιδιώκει. Κι αυτό, με βέβαιη την ένταση της τουρκικής παραβατικότητας (επ΄ αυτού η πρόβλεψη του πρωθυπουργού για “ήσυχο χειμώνα” είναι μάλλον παρακινδυνευμένη) δημιουργεί κενά. Τα οποία γίνονται βαθύτερα εάν λάβει κανείς υπόψιν του πως οδηγούμαστε σε μια αρκετά μακρά περίοδο με ένα μεγάλο χάσμα ηγεσία στην ΕΕ. Η Γερμανία, πλην του ότι έχει αντιτιθέμενα συμφέροντα με εμάς σχετικά με την Τουρκία, βρίσκεται σε μετάβαση μέχρι τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας και την αποσαφήνιση των (νέων;) πολιτικών της, η δε Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν πορεύεται προς μια κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση, την άνοιξη του 2022, μετά την οποία ουδείς μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα να αλλάξει ο ένοικος στα Ηλύσια Πεδία.
Τι σημαίνει, για παράδειγμα, πως με την Τουρκία για να επιτύχουμε συμφωνία “θα κάνουμε κάποιες αμοιβαίες υποχωρήσεις”; Τι είδους υποχωρήσεις έχει κατά νου ο πρωθυπουργός και δεν τις περιγράφει για να προετοιμάσει τον ελληνικό λαό; Συμφωνούν με αυτό το πλαίσιο ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, οι πρώην πρωθυπουργοί Αντώνης Σαμαράς και Κώστας Καραμανλής; Γιατί δεν συγκαλεί Συμβούλιο Αρχηγών για να περιγράψει αυτή τη στρατηγική και να λάβει εξουσιοδότηση;