Από ρεκόρ σε ρεκόρ κινούνται οι τιμές της ενέργειας, που έχουν πάρει την ανιούσα τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, προκαλώντας παγκόσμια ανησυχία για το ενδεχόμενο ελλείψεων στην καρδιά του χειμώνα. Η τιμή του Brent εκτοξεύθηκε χθες σε επίπεδα πάνω από τα 80 δολάρια το βαρέλι, σημειώνοντας την υψηλότερη τιμή από τον Οκτώβριο του 2018. Την ίδια στιγμή τα προθεσμιακά συμβόλαια φυσικού αερίου της Ολλανδίας σημειώνουν άνοδο 12% και τα προθεσμιακά συμβόλαια άνθρακα 2,2%, ενώ έχουν μειωθεί ακόμη και τα αποθέματα νερού της Νορβηγίας που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας.
Και ενώ εντείνεται η ανησυχία για ενδεχόμενες ελλείψεις φυσικού αερίου, αναλυτές του BloombergNEF προεξοφλούν ότι τους επόμενους μήνες η προσφορά ενέργειας θα παραμείνει περιορισμένη σε σχέση με τη ζήτηση, «αυξάνοντας την πίεση στις τιμές που βρίσκονται ήδη σε πολύ υψηλά επίπεδα». Τον κώδωνα του κινδύνου για την εξάπλωση της ενεργειακής κρίσης σε όλη την Ευρώπη έκρουσε χθες η νορβηγική εταιρεία δικτύου μεταφοράς ενέργειας Statnett SF, η οποία ανέφερε μειωμένες παροχές ηλεκτρικής ενέργειας εξαιτίας των χαμηλών εισροών νερού και της πτώσης των αποθεμάτων. Οπως επισημαίνει το Bloomberg, η ανεπάρκεια στο εν λόγω δίκτυο θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των εξαγωγών προς άλλες αγορές, καθώς αυτό το τμήμα της χώρας αποτελεί κόμβο για μεταφορές ενέργειας στο εξωτερικό. Τόσο η Βρετανία που αντιμετωπίζει μείζονα κρίση εφοδιασμού των πρατηρίων πετρελαίου κίνησης, εξαιτίας, όμως, της έλλειψης οδηγών φορτηγών, όσο και η Γερμανία και η Δανία συνδέονται όλες με το νορβηγικό δίκτυο.
Την ανησυχία εντείνει η εκτόξευση της τιμής του πετρελαίου που, όπως χαρακτηριστικά τονίζει το αμερικανικό δίκτυο CNN, κυριολεκτικά αιφνιδίασε ακόμη και τους πλέον υποψιασμένους και τους πλέον αισιόδοξους αναλυτές της Wall Street για την πορεία του μαύρου χρυσού. Η Goldman Sachs αναθεώρησε χθες προς τα πάνω την πρόβλεψή της για την τιμή του Brent, που τώρα εκτιμά ότι θα φθάσει γύρω στα 90 δολάρια το βαρέλι προς τα τέλη του έτους, ενώ η προηγούμενη εκτίμησή της μιλούσε για 80 δολάρια το βαρέλι. Οπως τονίζει χαρακτηριστικά σε έκθεσή της προς τους πελάτες της, «το έλλειμμα προσφοράς ως προς τη ζήτηση είναι τελικά μεγαλύτερο από όσο είχαμε εκτιμήσει αρχικά». H Goldman Sachs τονίζει πως «μόλις άρχισε η ανάκαμψη της αμερικανικής σχιστολιθικής βιομηχανίας», που σημειωτέον κατέρρευσε ακολουθώντας την πτώση της ζήτησης εν μέσω του πρώτου κύματος της πανδημίας. Υπενθυμίζει, άλλωστε, πως η προσφορά πετρελαίου στις ΗΠΑ δέχθηκε πλήγμα από τον τυφώνα «Ιντα», που έπληξε την παραγωγή στον Κόλπο του Μεξικού για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Στη δίνη των ελλείψεων ενέργειας και των υψηλών τιμών της βρίσκεται πρωτίστως η πλέον ενεργοβόρα χώρα του πλανήτη, η Κίνα, με ορισμένες βιομηχανίες της να μειώνουν ή και να αναστέλλουν πλήρως τη λειτουργία τους για να περιορίσουν την κατανάλωση ενέργειας. Η Goldman Sachs υπολογίζει πως έχει ήδη πληγεί περίπου το 44% της βιομηχανικής παραγωγής στη δεύτερη οικονομία του κόσμου. Ως εκ τούτου υποβαθμίζει την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας το τρέχον έτος καθώς τώρα εκτιμάει πως δεν θα υπερβεί το 7,8%, ενώ η προηγούμενη πρόβλεψη μιλούσε για αύξηση του κινεζικού ΑΕΠ κατά 8,2%. Σε ανάλογες υποβαθμίσεις των προβλέψεών τους για την κινεζική οικονομία προβαίνουν, άλλωστε, ο ιαπωνικός τραπεζικός κολοσσός Nomura, η αμερικανική επενδυτική Morgan Stanley και η China International Capital Corporation. Και βέβαια οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης για την Κίνα δεν περιορίζονται στα εργοστάσια, αλλά πλήττουν και τα νοικοκυριά της χώρας που υφίστανται διακοπές στην ηλεκτροδότηση. Σχετικό ρεπορτάζ του BBC αναφέρεται σε διακοπή της ηλεκτροδότησης στο μεγαλύτερο λιμάνι της Βόρειας Κίνας, στην Τιαντζίν, που βέβαια θα έχει αντίκτυπο στις φορτώσεις εμπορευμάτων, στις εξαγωγές και στο εμπόριο.
Θύμα της ενεργειακής κρίσης είναι πιθανόν να γίνει και το φιλόδοξο σχέδιο της Ε.Ε. για μετάβαση στην πράσινη ενέργεια. Οπως επισημαίνει ο Τομ Λορντ, στέλεχος της Redshaw Advisors στο Λονδίνο, το ακριβό φυσικό αέριο καθιστά πιο ελκυστικό τον άνθρακα για την παραγωγή ενέργειας.
Πηγές: BLOOMBERG, REUTERS, CNN, FINANCIAL TIMES