Διαλανθάνει ίσως της προσοχής μας διότι η επικαιρότητα είναι αμείλικτη, ωστόσο τους επόμενους μήνες πολλά θα κριθούν -στον απόηχο της σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης- στο μέτωπο της ιδεολογικής επανατοποθέτησης συνολικά αυτού που συνηθίζουμε να αποκαλούμε “διπολισμό” και περιλαμβάνει τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας (Ν.Δ και ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ) αλλά και τον μικρό, πλην όμως σημαντικό, ρυθμιστή των εξελίξεων (ΚΙΝ.ΑΛ). Τα φώτα πέφτουν, προς το παρόν, περισσότερο στο τελευταίο εξαιτίας της εσωκομματικής διαδικασίας για την εκλογή νέας ηγεσίας, όμως, τόσο το συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος, πιθανότατα τον Δεκέμβριο, όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έως τον Φεβρουάριο, θα είναι εκείνα που θα δώσουν τον τόνο και το χρώμα στο πολιτικό φάσμα.
Υποτιμούν κάποιοι τον Κυριάκο Μητσοτάκη εάν θεωρούν πως μοναδικό μέλημά του είναι η θωράκιση της επιτελικής εξουσίας που έχει εγκαθιδρύσει στο Μέγαρο Μαξίμου. Ο πρωθυπουργός δεν εκτίμησε ποτέ την “γραφειοκρατία” του κόμματος του οποίου ηγείται, ούτε συνδέθηκε ιδιαίτερα συναισθηματικά, και ούτε πιστεύει στην αξία των περισσοτέρων μελών της κοινοβουλευτικής του ομάδας (η συγκέντρωση, άλλωστε, της ισχύος πέριξ του πρωθυπουργικού γραφείου με την πρωτοκαθεδρία προσώπων που ελάχιστη σχέση έχουν με τη Ν.Δ το υποδηλώνει). Έχει, όμως, στόχευση και σχέδιο.
Ο Μητσοτάκης έχει σχέδιο
Μέσα από τις συνεδριακές διαδικασίες τις οποίες ελέγχει σχεδόν απόλυτα θα επιδιώξει, όπως λένε οι γνωρίζοντες, να αφήσει το δικό του αποτύπωμα στην ιδεολογική ταυτότητα του κόμματος και να περιθωριοποιήσει πρόσωπα και μηχανισμούς που θεωρεί πως έχουν αναφορά σε κομματικά υποσυστήματα εξουσίας και τις λεγόμενες “βαρονίες”. Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη το κόμμα είναι κυρίως όχημα προς την εξουσία και την υλοποίηση του δικού του αφηγήματος, και ξετυλίγει σταδιακά, προς τούτο, έναν ιδεολογικό αναθεωρητισμό που παραπέμπει -πάντοτε με τις διαφορές που έχουν μεταξύ τους οι εποχές- σε αυτό που προσπάθησε ανεπιτυχώς να κάνει και ο Κώστας Σημίτης– ιδιαίτερα κατά την πρώτη τετραετία του (1996-2000). Νοιώθει πως η Ν.Δ είναι ένα “στενό κοστούμι” που πρέπει να υπάρχει στο βεστιάριο μόνο για ώρα ανάγκης.
Ορισμένοι επικαλούνται την ισχύ των κέντρων που εκπροσωπούν ο Κώστας Καραμανλής και ο Αντώνης Σαμαράς. Για τον πρώτο η ισχύς εξαντλείται σταδιακά αχρησιμοποίητη και θα μπορούσε να επισημάνει την παρουσία του μόνο εάν συντρέξει σπουδαίος λόγος σχετικά με τα εθνικά θέματα. Ο δεύτερος υποκύπτει συχνά στις εμμονές του και οι αντιδράσεις του εκδηλώνονται μόνο όταν πλήττονται θέματα με τα οποία έχει ταυτιστεί. Η δυσφορία του, για παράδειγμα, σχετικά με την Novartis (όπως ανέφερε και στη συνέντευξή του στα “Νέα”) αφορά το γεγονός πως η αποκάλυψη των προστατευόμενων μαρτύρων έχει καθυστερήσει –και πιθανότατα δεν θα συμβεί καθώς θα διατάρασσε έναν ευρύτερο σχεδιασμό στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Για δε την κυβερνητική προσήλωση στην Συμφωνία των Πρεσπών και την ευρωπαϊκή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας (όπως σαφώς τόνισε ο πρωθυπουργός στη Σύνοδο της Σλοβενίας), μάλλον θα επιχειρηθεί να εκτονωθεί με την παραπομπή στις μετεκλογικές καλένδες της ψήφισης των μνημονίων συνεργασίας.
Μέχρι τότε, το Μέγαρο Μαξίμου θα πατάει σε δύο βάρκες και θα αφήνει χώρο στην σκληρή δεξιά πτέρυγα (που δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον πρώην πρωθυπουργό αλλά έχει “σαμαρικά” χαρακτηριστικά) και θα ικανοποιεί μικροαιτήματα.
Το στοίχημα Τσίπρα και η παράμετρος ΚΙΝΑΛ
Στην άλλη πλευρά, σε αναζήτηση νέας πολιτικής ταυτότητας είναι και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Εκ της φύσεως και της συγκρότησής του ο Αλέξης Τσίπρας θα προσπαθεί να εξευμενίσει τους οπλαρχηγούς των τάσεων, πότε με δείπνα συμφιλίωσης και ενότητας, πότε με μικρές δόσεις πυγμής. Στόχος του, ωστόσο, παραμένει αταλάντευτα ο μετασχηματισμός του κόμματος σε ένα ευρύ πολιτικό υποκείμενο διακυβέρνησης και εξουσίας, το οποίο θα φυλάει τα ριζοσπαστικά νώτα του σε θέματα κοινωνικού προσώπου, δικαιωμάτων και δημοκρατίας αλλά θα μετακινηθεί προς το κέντρο(αριστερά).
Μόνο με αυτό τον τρόπο θα αποκτήσει σαφή και πειστικά χαρακτηριστικά διακυβέρνησης και θα γίνει σταθερός εταίρος του νέου διπολισμού.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ γνωρίζει πως η όποια αμφισβήτηση της ηγεσίας του δεν μπορεί να λάβει οργανωμένα χαρακτηριστικά όσο επικρατεί το αίσθημα πολιτικής επιβίωσης. Ακόμα κι αν ηττηθεί (ξανά) στις επόμενες εκλογές, χωρίς, όμως, κάτι τέτοιο να λάβει χαρακτηριστικά προσωπικής απαξίωσης, έχει τη δυνατότητα -και μάλλον και την βούληση- να συνεχίσει μέχρι τον επόμενο σταθμό, δεδομένου, μάλιστα, πως η συντριπτικά μεγαλύτερη μερίδα ψηφοφόρων είναι σχεδόν ταυτισμένη με το δικό του πρόσωπο.
Στο συνέδριο θα επιχειρήσει και είναι σχεδόν βέβαιο πως θα το κατορθώσει να εδραιώσει το αρχηγικό του προφίλ. Το εάν θα κερδίσει τη μάχη της διεύρυνσης και θα παρουσιάσει σχέδιο διακυβέρνησης με νέα πρόσωπα και στοιχεία “(κεντρο)αριστερής τεχνοκρατίας” είναι σε μεγάλο βαθμό δικό του θέμα.
Στο ΚΙΝ.ΑΛ, τέλος, οι εξελίξεις μπορεί να μην φαίνονται σημαντικές για το μεγάλο πολιτικό κάδρο έχουν όμως την αξία τους. Και για το πως θα διαμορφωθεί το μετεκλογικό τοπίο, μετά την πρώτη αναμέτρηση της απλής αναλογικής (όχι μόνο ως προς τις δυνατότητες σχηματισμού κυβέρνησης αλλά και από τις τάσεις του εκλογικού σώματος που θα καταγραφούν), αλλά και διότι τυχόν μετατοπίσεις θα αφήσουν ακάλυπτους πολιτικούς χώρους για τους βασικούς παίκτες του διπολισμού.