Η εκρηκτική άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου έχει οδηγήσει σε ανατροπή των δεδομένων στην αγορά της ηλεκτροπαραγωγής. Με το κόστος του φυσικού αερίου στα επίπεδα των 70 έως 90 ευρώ/MWh οι μονάδες φυσικού αερίου παύουν να είναι οικονομικότερες έναντι των μονάδων λιγνίτη, ακόμη και με το κόστος των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων στα επίπεδα των 60 ευρώ ο τόνος.
Ποια είναι τα δεδομένα αυτή τη στιγμή ως προς το κόστος των μονάδων αερίου;
Με την τιμή του φυσικού αερίου το Σεπτέμβριο να βρίσκεται στα 70 ευρώ/MWh και το κόστος αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα στα 60 ευρώ ο τόνος, το μεταβλητό κόστος μια μονάδας φυσικού αερίου φτάνει στα 168 ευρώ/MWh (144 ευρώ κόστος καυσίμου και 24 ευρώ κόστος ρύπων).
Αντίστοιχα μια λιγνιτική μονάδα με το ίδιο κόστος ρύπων εμφανίζει λειτουργικό κόστος στα 120 ευρώ ο τόνος, δηλαδή 90 ευρώ κόστος ρύπων και 30 ευρώ κόστος καυσίμου. Δηλαδή μια λιγνιτική μονάδα εμφανίζει χαμηλότερο κόστος της τάξης των 48 ευρώ /MWh.
Η διαφορά αυτή αναμένεται να διευρυνθεί ακόμη περισσότερο τον Οκτώβριο, κατά τη διάρκεια του οποίου οι τιμές του φυσικού αερίου αναμένεται να φτάσουν τα 90 ευρώ /MWh. Αυτό σημαίνει ότι το λειτουργικό κόστος των μονάδων αερίου θα ξεπεράσει τα 200 ευρώ /MWh και άρα η διαφορά με τους λιγνίτες θα ξεπεράσει τα 80 ευρώ /MWh.
Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί έχει ως αποτέλεσμα οι ηλεκτροπαραγωγοί να εμφανίζονται διστακτικοί να προχωρήσουν σε εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου LNG από το σταθμό της Ρεβυθούσας, υπό το φόβο ότι δε θα μπορέσουν να απορροφήσουν τις εισαγόμενες ποσότητες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το καλοκαίρι μια εταιρεία προχώρησε σε ακύρωση προγραμματισμένου φορτίου στη Ρεβυθούσα λόγω των υψηλών τιμών ενώ την ίδια στιγμή κάποιοι ηλεκτροπαραγωγοί προχώρησαν στην αγορά φορτίων από κοινού, τάση που εκτιμάται ότι θα κυριαρχήσει στην αγορά το επόμενο διάστημα μέχρι να αποκλιμακωθούν οι τιμές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ το μερίδιο του LNG στο 8μηνο έχει υποχωρήσει σημαντικά στο 31,27% από τα επίπεδα του 50% που είχε βρεθεί πέρυσι όταν οι τιμές στη spot αγορά είχαν πέσει σημαντικά. Πιο συγκεκριμένα στη Ρεβυθούσα εκφόρτωσαν φέτος 22 δεξαμενόπλοια από 38 πέρυσι, με τις μειώσεις να αφορούν κυρίως σε φορτία LNG από τις Ηνωμένες Πολιτείες (-41%) και το Κατάρ (-35%).
Πολλαπλές παρενέργειες έχει για το σύνολο των επενδυτών σε φωτοβολταϊκά στην Ελλάδα η δραστική μείωση της παραγωγής πάνελ από τις κινεζικές βιομηχανίες, λόγω των ελλείψεων σε ηλεκτρική ενέργεια στην ασιατική χώρα, όπως και της περιορισμένης διαθεσιμότητας πρώτων υλών.
Είναι ενδεικτικό ότι όσοι επενδυτές περιμένουν να παραλάβουν εξοπλισμό, μέσω παραγγελιών που έχουν κλείσει εδώ και καιρό, ενημερώνονται πως η παράδοσή του θα καθυστερήσει επ΄ αόριστον. Όπως είναι φυσικό, το ίδιο ισχύει και για όσους developers προχωρούν αυτή την περίοδο σε παραγγελίες, στους οποίους επίσης ξεκαθαρίζεται ότι δεν μπορεί να καθορισθεί ο χρόνος παράδοσης.
Σε αυτή την περίπτωση, (και ενώ οι τιμές έχουν ήδη εκτοξευθεί), μένει επίσης ανοικτό και το κόστος στο οποίο θα γίνει η προμήθεια του εξοπλισμού, καθώς οι κινεζικές εταιρείες αδυνατούν να τιμολογήσουν τα προϊόντα τους και επομένως δεν μπορούν να κλείσουν ούτε το οικονομικό σκέλος των παραγγελιών από τους πελάτες τους. Μάλιστα, προς ώρας δεν μπορεί να προβλεφθεί πότε θα αποκατασταθεί η παραγωγή και επομένως πότε θα μπορέσει να επανέλθει σε κανονικούς ρυθμούς η προμήθεια πάνελ.
Πίσω από τα προβλήματα παραγωγής βρίσκεται η ενεργειακή κρίση που μαστίζει την Κίνα, με την επιβολή πλαφόν στην κατανάλωση των βιομηχανιών και, κατά συνέπεια, στις ώρες λειτουργίας τους. Σε αυτό το πλαίσιο, αρκετές μεγάλες βιομηχανικές μονάδες κατασκευής πάνελ έχουν αναστείλει πλήρως τη λειτουργία τους, καθώς έχουν κρίνει αντιοικονομική την παραγωγή για περιορισμένα διαστήματα ανά 24ωρο.
Ως συνέπεια, σε κοινή τους επιστολή οι μεγαλύτερες κινεζικές βιομηχανίες κατασκευής πάνελ (Longi, Jinko, Trina, JA, Risen) εκτιμούν πως στη δεδομένη συγκυρία η παραγωγή δεν μπορεί να υπερβεί το 70% της δυναμικότητας.
Οι παραπάνω αναταράξεις στην εφοδιαστική αλυσίδα των πάνελ «αγγίζουν» και τη χώρα μας, καθώς για τα δρομολογημένα πρότζεκτ που βρίσκεται πλέον στον αέρα η παραλαβή των πάνελ, δεν μπορεί να γίνει καμία πρόβλεψη ως προς το πότε θα είναι έτοιμα. Η ανατροπή του ορίζοντα ανάπτυξης των έργων επηρεάζει κατ΄ αρχάς επενδυτικά σχέδια για έργα εκτός διαγωνισμών, τα οποία κινδυνεύουν να καθυστερήσουν να ολοκληρωθούν, κλείνοντας επομένως μικρότερες «ταρίφες» από αυτές που προέβλεπαν οι επενδυτές.
Ο χρόνος όμως κυλάει αντίστροφα και για έργα που έχουν κατακυρώσει τιμή αναφοράς μέσω διαγωνισμού. Κι αυτό γιατί τα πάρκα αυτά έχουν συγκεκριμένη προθεσμία για να ολοκληρωθούν, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα χάσουν την ταρίφα τους.
Η αδυναμία παραγγελίας πάνελ επηρεάζει όμως και πρότζεκτ τα οποία «ωριμάζουν» με σκοπό να υπογράψουν «πράσινα» PPAs με προμηθευτές ή μεγάλους καταναλωτές, κατ΄ αρχάς αφού όσο βρίσκεται στον αέρα η τιμή των πάνελ, δεν μπορεί να εκτιμηθεί το κόστος ενός τέτοιου έργου.
Με τη σειρά του, αυτό σημαίνει πως δεν είναι δυνατόν να υπάρξει συμφωνία για την τιμή αγοραπωλησίας της ηλεκτρικής ενέργειας, στη βάση του PPA. Κάτι που σημαίνει πως σχεδόν όλα τα οικονομικά δεδομένα των έργων είναι ανοικτά, μπλοκάροντας κατά συνέπεια και τις συζητήσεις με τις τράπεζες για τη χρηματοδότησή τους.