Σε ένα ψύχραιμο ακροατήριο, μεγαλύτερο εκείνου των ψηψοφόρων του, η εξωτερική πολιτική που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις του Αλέξη Τσίπρα μετά το 2015 ήταν ίσως η πιο επιτυχημένη πτυχή της διακυβέρνησής του αλλά ήταν και μια τομή με τις αγκυλώσεις ενός τμήματος της αριστεράς. Η χειραφέτηση του ίδιου του πρώην πρωθυπουργού και η πληθωρική παρουσία του επιμελούς και επίμονου Νίκου Κοτζιά συνέδραμαν τα μάλλα προς αυτή την κατεύθυνση. Όχι χωρίς πολιτικό κόστος (Συμφωνία των Πρεσπών) αλλά και με εσωκομματικές γκρίνιες που εκκινούσαν από στερεότυπα “αντιαμερικανισμού”, “αντινατοϊσμού” και ενστάσεις για την πλήρη ευρωπαϊκή ενσωμάτωση της χώρας.
Οι τριμερείς και πολυμερείς συνεργασίες, η ενίσχυση της στρατηγικής σχέσης με τη Λευκωσία, το Κραν Μοντανά, η αναβάθμιση της αμυντικής σχέσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες -σε μια αρνητική, μάλιστα, συγκυρία λόγω της παρουσίας του αλλοπρόσαλλου Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο-, η σύνοδος Med7, και φυσικά το δυναμικό γεωπολιτικό αποτύπωμα της Ελλάδας στα Δυτικά Βαλκάνια που εδραιώθηκε με την επίλυση του ονοματολογικού, περιλαμβάνονται στην “τροπαιοθήκη” εκείνης της περιόδου. Έτσι η Ελλάδα βρέθηκε να διαθέτει μια στρατηγική θεώρηση για την ευρύτερη περιοχή μας που αναγνωρίστηκε από συμμάχους και εταίρους.
Δεν είναι μικρό πράγμα εάν λάβει υπόψιν του κανείς όσα έλεγαν και πίστευαν στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν αρκετά κορυφαία στελέχη των συριζαϊκών τάσεων.
Την Πέμπτη το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης φαίνεται πως θα ψηφίσει “όχι” στην ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία- την οποία το ίδιο προετοίμασε ως κυβέρνηση. Ο Αλέξης Τσίπρας θέτει δύο όρους για να αλλάξει αυτή τη στάση.
Ακούγονται λογικοί και οι δύο. Η συμφωνία αφήνει υποψίες σχετικά με το εάν καλύπτει πλήρως την ελληνική επικράτεια ως προς τις οικονομικές θαλάσσιες ζώνες και γενικότερα τον χώρο πέραν της στενής κυριαρχίας των 6 μιλίων (άρθρο 2), και επιπλέον δημιουργεί προϋποθέσεις για ελληνική στρατιωτική παρουσία σε εύφλεκτες ζώνες γαλλικού ενδιαφέροντος (Σαχέλ). Ως προς το δεύτερο είναι αλήθεια πως το ακριβές ισοδύναμο θα αφορούσε συνδρομή σε μια επίθεση που θα δεχόταν η (αντίστοιχη) γαλλική επικράτεια. Ως αποικιοκρατική δύναμη με παρουσία σε σφαίρες επιρροής, όμως, η Γαλλία αντιλαμβάνεται μια δυνητική ελληνική συνδρομή συνολικά και όχι μόνο σε μία επίθεση που θα δεχόταν η Μασσαλία, ή η Βρετάνη- κάτι που ανήκει στη σφαίρα της κινηματογραφικής φαντασίας.
Την “γκρίζα ζώνη” του άρθρου 2 επισήμανε πρώτος ο Ευάγγελος Βενιζέλος που πόρρω απέχει από το να χαρακτηριστεί φιλο-Σύριζα. Σημαντικές, άλλωστε, είναι και οι παράμετροι που έθεσε ο Νίκος Κοτζιάς σχετικά με την απουσία της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας από το σκέλος της συμφωνίας που αφορά την προμήθεια των φρεγατών και των Rafale, καθώς και η αποστροφή όσων είπε (ΕΡΤ) ο πρωθυπουργός για “αμοιβαίες υποχωρήσεις με την Τουρκία”. Αλλά και η Φώφη Γεννηματά επισήμανε σχετικά με την συμφωνία ότι “έχουμε ξεκαθαρίσει και το επαναλαμβάνω ότι μας ενδιαφέρει και συμφωνούμε να έχουμε όσο γίνεται πιο στενές σχέσεις με τη Γαλλία, είναι ένας παραδοσιακός σύμμαχος της χώρας μας, ιδιαίτερα σε μια εποχή που η Τουρκία κλιμακώνει και πάλι τις προκλήσεις της. Υπάρχουν όμως για τη συγκεκριμένη συμφωνία σημαντικά ερωτήματα που απαιτούν απαντήσεις από τον κ. Μητσοτάκη κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή”.
Και οι δύο όροι που θέτει ο ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, χάνονται στην μεγάλη εικόνα. Ως προς το εσωτερικό ακροατήριο, η κυβέρνηση απευθύνεται σε εκείνους που προσλαμβάνουν το γενικό και υποτιμούν ή και αδιαφορούν για το ειδικό. Η γενική εικόνα -βοηθούντων και των φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ- περιγράφει μια “ιστορική συμφωνία” (και για να είμαστε ειλικρινείς πρόκειται, αναμφίβολα, μια μια πολύ σημαντική κίνηση που ολοκληρώνει μια πορεία η οποία ξεκίνησε από την προηγούμενη κυβέρνηση), το δε θετικό διαχρονικό στερεότυπο “Ελλάς- Γαλλία συμμαχία” ενισχύει ακόμα περισσότερο την πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η εξέλιξη ενθουσιάζει το εκλογικό ακροατήριο της Ν.Δ και είναι μάλλον βέβαιο πως βρίσκει αρκετούς υποστηρικτές ακόμα και σε αυτά του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝ.ΑΛ. Οι δίκαιες γεωπολιτικές ανησυχίες και οι όποιες επιφυλάξεις δύσκολα γίνονται κατανοητές από τους πολίτες.
[Σημείωση: Προφανώς οι πολιτικές εξελίξεις δεν θα κριθούν στη βάση της συγκεκριμένης αμυντικής συμφωνίας αλλά από τα μείζονα θέματα όπως η ακρίβεια]
Ως εκ τούτου θα είναι δύσκολη η στιγμή ένα “όχι” του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή, όσο καλά κι αν εξηγηθεί από τον αρχηγό του. Θα ήταν, ωστόσο, ακόμα δυσκολότερη εάν συνοδευόταν από ένα δύσθυμο και αμφιλεγόμενο “παρών”. Η εξωτερική πολιτική Τσίπρα-Κοτζιά έχει, άλλωστε, πολεμηθεί τόσο από την τότε αξιωματική αντιπολίτευση -με αιχμή του δόρατος την Συμφωνία των Πρεσπών που μέρα με την μέρα δικαιώνεται ως λυδία λίθος της στρατηγικής αναβάθμισης της χώρας- που οι όροι Τσίπρα φαντάζουν αταίριαστοι. Η δε γενικότερη συναίνεση που έχει προσφερθεί από την αξιωματική αντιπολίτευση στα ελληνοτουρκικά “πάει στράφι” μέσα στο κλίμα πόλωσης…
Εκείνο που, εν κατακλείδι, θα είχε μεγαλύτερη αξία είναι εάν η κυβέρνηση οδηγείται στην αλλαγή του στρατηγικού δόγματος της χώρας. Τόσο στην άμυνα (αποτροπή ή κάτι παραπάνω που αναλαμβάνει και υποχρεώσεις εμπλοκής πέραν της υποχρέωσης υπεράσπισης του εθνικού ζωτικού συμφέροντος), όσο και στη διπλωματία (ελληνοτουρκικά). Όμως αυτή η συζήτηση δεν θα πραγματοποιηθεί και τα “ακροατήρια” δεν θα ενημερωθούν ώστε να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν.