H περίπτωση Μπογδάνου κάλυψε την επικαιρότητα της συζήτησης στη Βουλή για την ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία, ωστόσο δύο λέξεις που διέτρεξαν την ομιλία του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια στη Βουλή θα έπρεπε να προκαλέσουν εύλογα ερωτήματα και την ανάλογη προσοχή μας. “Εθνική απειλή”, είπε πως δέχεται η χώρα αναφερόμενος στην συνεχιζόμενη τουρκική επιθετικότητα.
Είναι κουβέντες του αέρα, συνιστούν προσπάθεια δραματοποίησης για να δικαιολογηθεί η στρατηγική της κούρσας εξοπλισμών, ή, μήπως, ο υπουργός Εξωτερικών γνωρίζει κάτι περισσότερο; Εκ πρώτης όψεως η πρόβλεψη περί “εθνικής απειλής” δημιουργεί αντιφάσεις με όσα η ίδια η κυβέρνηση προτάσσει.
Η θεωρία του “απομονωμένου Ερντογάν” από τη μία, και η προβαλλόμενη ελληνική ισχύς των συμμαχιών, ιδιαίτερα μετά την σημαντική συμφωνία με την Γαλλία, και η σχετιζόμενη με αυτή ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής από την άλλη, δεν φαίνεται να συνάδουν με την προσπάθεια του Νίκου Δένδια να μας προσγειώσει σε μια σκληρή πραγματικότητα. Το γεγονός, δε, πως οι λέξεις αυτές διατυπώθηκαν την ώρα που ξεκινούσε στην Άγκυρα ο 63ος γύρος διερευνητικών επαφών εντείνει τη σύγχυση. Κι ακόμα περισσότερο όταν μια πτέρυγα της Ν.Δ εκφράζεται -παρά τη διαγραφή- από την ρήση Γρίβα που επικαλέστηκε ο Μπογδάνος ότι “οι κομμουνιστές είναι πιο επικίνδυνοι από τους Τούρκους”, αναπαράγοντας την εμφυλιοπολεμική ρητορική του “εσωτερικού εχθρού”.
Οι πληροφορίες θέλουν τον υπουργό Εξωτερικών -και φυσικά τις διπλωματικές υπηρεσίες που τον επικουρούν- να θεωρεί πως είναι εξαιρετικά πιθανό η Τουρκία να επιχειρήσει συνθήκες πολεμικής συμπλοκής μέχρι το 2023 αξιοποιώντας τρεις σοβαρές παραμέτρους:
-Την νέα στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών που δεν θεωρεί μείζονος σημασίας για τα ζωτικά τους συμφέροντα τη νοτιοανατολική Μεσόγειο,
-Το επικίνδυνο (για εμάς) κενό που δημιουργείται στην Ε.Ε με την αποχώρηση της Μέρκελ, την πιθανή -όπως αξιολογούν Τούρκοι αναλυτές- υιοθέτηση της συμφωνίας της με τον Τούρκο πρόεδρο (όχι κυρώσεις για τις προκλήσεις- όχι προσφυγικές ροές προς την Ευρώπη) και από τη νέα κυβέρνηση (εκτός απροόπτου) SPD-Πρασίνων-Φιλελευθέρων υπό τον Όλαφ Σολτς και την πολιτική αβεβαιότητα στη Γαλλία λόγω των εκλογών της προσεχούς άνοιξης και την αποδυνάμωση του Μακρόν,
-Τον εκλογικό κύκλο στον οποίο εισέρχεται η Ελλάδα με απώτατο όριο την διπλή αναμέτρηση του 2023, εκ του οποίου μπορεί να προκύψει αστάθεια.
Ο Νίκος Δένδιας, λοιπόν, φαίνεται να πιστεύει πως ο Ταγίπ Ερντογάν (και για δικούς του εσωτερικούς λόγους που αφορούν και την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας) θα επιδιώξει να εδραιώσει τις θέσεις του στην Κύπρο, στις θαλάσσιες ζώνες που παρανόμως προσπαθεί να οικειοποιηθεί μέσω του τουρκολιβυκού συμφώνου, πιθανώς και στο Αιγαίο. Ο,τιδήποτε αποφασίσει δεν θα συμβεί πιθανότατα με “παραδοσιακούς” τρόπους (τύπου Ίμια) αλλά στο πλαίσιο της αμφισβήτησης του Δικαίου της Θάλασσας, σε θαλάσσιες ζώνες που ακόμα και οι σύμμαχοί μας θεωρούν “διαφιλονικούμενα ύδατα” και, πάντως, πέραν του ορίου των 6 μιλίων που μόνοι μας έχουμε αποδεχθεί ότι αποτελεί “σκληρή κυριαρχία”.
Αυτό σε γενικές γραμμές περιγράφει ο υπουργός Εξωτερικών ως “εθνική απειλή”.
Η ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία αποτελεί δίχως άλλο έναν πολύ σημαντικό συμβολισμό αποτροπής. Θα ήταν άστοχο, ωστόσο, εάν πιστέψουμε πως μπορεί εύκολα να δοκιμαστεί “επί του πεδίου”. Χωρίς να υπάρχει η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, κατά το πρόσφατο παρελθόν, το Παρίσι απέδειξε πως δεν θέλει να εμπλακεί επιχειρησιακά στην ευρύτερη περιοχή. Κάνει προβολή ισχύος και διευρύνει τον γεωπολιτικό σχεδιασμό της αλλά έως εκεί. Η ρήτρα αλλάζει, βεβαίως, τα πράγματα αλλά η προκλητικότητα έναντι του “Nautical Geo”, νοτιοανατολικά της Κρήτης, μάλλον επιβεβαιώνει την ελαστικότητα των γαλλικών προθέσεων.
H ένταση, δε, της τουρκικής επιθετικότητας τις τελευταίες ημέρες έναντι του γαλλικού ερευνητικού σκάφους επιβεβαιώνει εκείνους που επισημαίνουν πως μια μελλοντική εμπλοκή με την Τουρκία ίσως συμβεί σε θαλάσσιες ζώνες που αμφισβητεί ο Ερντογάν. Αυτές οι ζώνες φαίνεται να μην περιλαμβάνονται στην πρόβλεψη της ελληνογαλλικής συμφωνίας, κι αυτό αποτελεί πρόβλημα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: “Πολεμικό” σκηνικό στην περιοχή του Nautical Geo – Κλοιός από τουρκικά πλοία – Σε εξέλιξη η άσκηση “Ευνομία”
Μακάρι να διαψευσθούμε, όμως παραμένει ακόμα πολύ μακρινή και εντελώς υποθετική περίπτωση η εμπλοκή γαλλικών πλοίων και μαχητικών αεροσκαφών δίπλα στα ελληνικά σε ένα “θερμό επεισόδιο” που ενδέχεται να προκαλέσει η Άγκυρα. Θα ήταν, πάντως, στρατηγικό λάθος εάν ο προσανατολισμός μας εξαντλείται μόνο στην ενίσχυση -ορθώς- του πολεμικού ναυτικού με τις Belharra και της πολεμικής αεροπορίας με τα Rafalle, και στην προσδοκία της γαλλικής συνδρομής.
Θα έπρεπε, δε, να μας προβληματίσουν έντονα, τόσο η υποκριτική στάση “ίσων αποστάσεων” που προκύπτει, ξανά, από την τελευταία ανακοίνωση του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ, όσο και οι δηλώσεις του επικεφαλής της στρατιωτικής επιτροπής του ΝΑΤΟ από την Αθήνα.
Τούτων δοθέντων, η προειδοποίηση Δένδια περί “εθνικής απειλής” είναι ιδιαιτέρως σοβαρή αλλά καταλήγει σε terra incognita. Μια τέτοια απειλή δεν την αντιμετωπίζεις ΜΟΝΟ με περισσότερα Rafalle και νέες φρεγάτες.
Απαιτούνται τρία πολύ σοβαρά πρόσθετα “όπλα”.
Πρώτον, η κοινωνική παράμετρος. Η ενημέρωση και εδραίωση αντίληψης στους πολίτες πως όντως η χώρα τελεί “υπό απειλή”. Οι τάσεις που καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις κατατείνουν στο ότι η ελληνική κοινωνία δεν επιθυμεί τέτοιου είδους συγκρούσεις, σημαντικό τμήμα της, μάλιστα, έχει “αγοράσει” το αφήγημα της Ελλάδας που έχει συμμάχους και είναι περίπου απόρθητη διπλωματικά. Και σε κάθε περίπτωση έχει -και δικαίως- άλλες προτεραιότητες σχετικές με την καθημερινή επιβίωση.
Δεύτερον, η στρατηγική διαλόγου με στόχο την επίλυση της μιας και μοναδικής διαφοράς που το πολιτικό μας σύστημα πάγια αναγνωρίζει πως έχουμε με την Τουρκία. Η πρόσφατη αναφορά του πρωθυπουργού περί “αναγκαίων υποχωρήσεων” (και από τις δύο πλευρές) προδιαθέτει πως κάτι περισσότερο και ίσως κάτι διαφορετικό μπορεί να έχει κατά νου η κυβέρνηση. Δεν πρέπει αυτό να αναλυθεί και να εξηγηθεί; Συνιστά αυτό προετοιμασία για τη Χάγη, κι αν ναι πως; Να αντιπαρατεθεί με την “εθνική απειλή” που περιγράφει ο υπουργός Εξωτερικών; Ποια είναι, εν τέλει, η στρατηγική της χώρας και πως εντάσσεται στους νέους γεωπολιτικούς συσχετισμούς αλλά και στις νέες πολιτικές ανισότητες που διαμορφώνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Διότι θα ήταν επικίνδυνο να επαφίεται κανείς σε ένα χτύπημα στον ώμο από τον Εμανουέλ Μακρόν.
Και τρίτον, είτε στην περίπτωση του απευκταίου σεναρίου μιας πιθανής εμπλοκής, είτε στην περίπτωση τροποποίησης του διπλωματικού δόγματος της χώρας έναντι της Τουρκίας, απαιτείται συμπαγές εθνικό μέτωπο. Οι όποιες αποφάσεις υπερβαίνουν τη θητεία μιας κυβέρνησης και για να τύχουν αποδοχής από την πλειονότητα των πολιτών πρέπει να έχουν περισσότερες από μία υπογραφές. Η πρωτοβουλία ανήκει -εκ των πραγμάτων- στην κυβέρνηση, ωστόσο και η αξιωματική αντιπολίτευση (και όλα τα κόμματα) έχουν μερίδιο ευθύνης.
Για να υπάρχει, όμως, πιθανότητα να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για το τελευταίο πρέπει να προκύψουν και τα προηγούμενα. Η ελληνογαλλική συμφωνία μετατράπηκε σε πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης και εξαιτίας των χειρισμών της κυβέρνησης, αλλά και επειδή η αξιωματική αντιπολίτευση μετακινήθηκε (για αξιακούς λόγους (;), όπως αναφέρουν πηγές του ΣΥΡΙΖΑ κοντά στον πρόεδρο του κόμματος) για πρώτη φορά από την υπερψήφιση ή, έστω, το “παρών” σε εθνικά θέματα, στην καταψήφιση.
Ακολουθεί, όμως, και κάτι μάλλον σοβαρότερο. Εάν ευσταθούν οι πληροφορίες πως η κυβέρνηση θα υπογράψει (στις 14 Οκτωβρίου) επέκταση της συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες με “επ’ αόριστον” διάρκεια – μέσω του “τρικ” της πενταετούς που, όμως, δεν θα περιλαμβάνει υποχρέωση ανανέωσης με την λήξη της-, χωρίς να λάβει μακροχρόνια και ικανά ανταλλάγματα, τότε θα πυροδοτήσει νέο κύκλο πολιτικής διένεξης. Είναι αναγκαίο να αποφευχθεί κάτι τέτοιο. Και πάλι οι πρωτοβουλίες είναι στα χέρια του πρωθυπουργού.