Η Στρατηγική Εταιρική Σχέση που υπεγράφη με τη Γαλλία είναι μιά σημαντική εθνική επιτυχία που προσπορίζει στη χώρα άμεσα στρατηγικά και διπλωματικά κέρδη αναβαθμίζοντας την αποτρεπτική και αμυντική της ικανότητα απέναντι στην Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα ανοίγει κι ένα τεράστιο πεδίο εθνικών ευκαιριών. Είναι καίριας σημασίας η χώρα μας να συνειδητοποιήσει άμεσα ότι η Συμφωνία αποτελεί «χρυσωρυχείο ευκαιριών», αλλά και ότι η Τουρκία δεν θα μείνει ανενεργή. Η συνεκτική αξιοποίηση των ευκαιριών από πλευράς μας, όπως και η επιτυχής αντιμετώπιση της επόμενης ε/τ κρίσης απαιτούν άμεσα «έξυπνες» πρωτοβουλίες ενταγμένες σε μια νέα εθνική στρατηγική εμπλουτισμού /αντικατάστασης της σημερινής. Πορευόμαστε ακόμη με μια ξεπερασμένη από τα πράγματα και τις σταδιακές διεθνείς αλλαγές στρατηγική, που μάς οδήγησε μάλιστα διαχρονικά τις περισσότερες φορές σε υποχωρήσεις μέσα από κάθε κρίση με την Τουρκία.
Του Καθηγ. Γιάννη Βαληνάκη
Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας/ ΕΚΠΑ,πρ. Υφυπουργού Εξωτερικών
Με τη νέα Συμφωνία η Ελλάδα θα αποκτήσει το 2025-6 για πρώτη φορά στην ιστορία της τα στρατιωτικά μέσα μιας ισχυρής αεροναυτικής δύναμης στην Αν. Μεσόγειο με πραγματικές πλέον δυνατότητες αποτρεπτικής/ αμυντικής στήριξης και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι όμως αξιοπερίεργη η παράλειψη μιάς «ενδιάμεσης» (μέχρι το 2025) εξοπλιστικής λύσης, ενώ η επόμενη κρίση με την Τουρκία είναι απλώς θέμα χρόνου και πλανώνται όσοι θεωρούν την αποτροπή της δεδομένη. Αν μάλιστα δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί με τη Γαλλία το πώς θα αντιμετωπισθούν από κοινού οι τουρκικές προκλήσεις, οι κίνδυνοι αποδυνάμωσης της Συμφωνίας στο μεσοδάστημα είναι σημαντικοί. Ο μεγαλύτερος ανάμεσά τους είναι εκ των πραγμάτων ο παραδοσιακός «κακός μας εαυτός»(προχειρότητα, αδυναμία σύζευξης της Συμφωνίας με μιά νέα και ολοκληρωμένη στρατηγική) που καιροφυλακτεί ενόψει των προσεχών εντάσεων και κρίσεων με την γείτονα. Διότι όσες συμφωνίες κι αν υπογράψουμε και όσα όπλα κι αν αποκτήσει η χώρα, η Άγκυρα θα αποτραπεί μόνο αν πεισθεί ότι διαθέτουμε σχέδιο καταστρεπτικών αντιποίνων και ισχυρή αποφασιστικότητα. Επικρέμαται δηλ. ο κίνδυνος να μείνει η Συμφωνία επί της ουσίας σχεδόν γράμμα νεκρό, όπως έγινε με άλλες εθνικές επιτυχίες (πχ. Συμφωνίες για ΑΟΖ με Αίγυπτο και αμυντικής συνδρομής με τα Εμιράτα) που έμειναν αναξιοποίητες —ουσιαστικά σε ένα ωραίο κάδρο στον τοίχο ελλείψει «έξυπνων» πρωτοβουλιών για τα περαιτέρω. Γι αυτό, το αν ο ελληνογαλλικός Στρατηγικός Συνεταιρισμός θα αποδειχθεί πραγματικά game changer και ιστορικών διαστάσεων θα εξαρτηθεί τελικά από την φιλόδοξη αλλά και ρεαλιστική συν-προώθηση με τη Γαλλία των εθνικών συμφερόντων και διεκδικήσεών μας για μιά ΑΟΖ τέσσερεις φορές μεγαλύτερη απ’την έκταση της Ελλάδας. Η σοκαριστική όμως επίσημη ελληνική αποκήρυξη του χάρτη της Σεβίλης δυστυχώς δεν παραπέμπει προς την κατεύθυνση αυτή.
Τέλος, η Γαλλία προβαίνει από πλευράς της σε μιά θεαματική στρατηγική πρόσκληση προς τη χώρα μας κι έχει δώσει και στην πράξη αξιόπιστα δείγματα της δέσμευσής της. Θα είναι όμως επικίνδυνο να προεξοφλείται ότι θα ρυμουλκείται σε κάθε ελληνικό αυτοσχεδιασμό (και μάλιστα χωρίς ελληνική συμπαράσταση σε ζωτικούς γαλλικούς στόχους)και ότι θα καλύπτει αυτόματα με την αμυντική ομπρέλα της κάθε είδους τουρκική πρόκληση καιτα κενά ελληνικής αναποφασιστικότητας. Σε τελική ανάλυση καμιά συμφωνία και κανένας εξοπλισμός δεν είναι σε θέση να αντικαταστήσουν την εθνική βούληση για αντίσταση απέναντι σε ένα εισβολέα.
Σε κάθε περίπτωση και παρά τις επιμέρους επιφυλάξεις που μπορεί εύλογα να υπάρχουν, το ελληνικό Κοινοβούλιο θα έπρεπε κατά την κύρωση της Συμφωνίας να εκπέμψει ένα ισχυρότατο διακομματικό μήνυμα στήριξης της νέας συμμαχίας προς όλες τις κατευθύνσεις.