Ξεπερνώντας τα 80.000 εισιτήρια το πρώτο τετραήμερο προβολής του, το “No Time To Die” έκανε και το πιο δυνατό ξεκίνημα της φετινής χρονιάς, χαρίζοντας τα χαμόγελα στους αιθουσάρχες και μια πιο αισιόδοξη προοπτική για τη φετινή σεζόν.
Έτσι, σε πάνω από 200 αίθουσες σε όλη την Ελλάδα, ο Τζέιμς Μποντ θα συνεχίσει να τραβά το ευρύ κοινό, παρά τη μεγάλη του διάρκεια και τα υγειονομικά μέτρα, με τις εκτιμήσεις να τον θέλουν να ξεπερνά σε εισιτήρια και την έκπληξη της χρονιάς, τον “Άνθρωπο του Θεού”. Κατόπιν τούτου, οι πρεμιέρες για τη νέα κινηματογραφική εβδομάδα περιορίζονται σε μόλις δύο, τη φετινή Χρυσή Άρκτο στη Μπερλινάλε, τη ρουμανική σάτιρα του Ράντου Ζούντε “Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό”, μία ευχάριστη έκπληξη που θα ενθουσιάσει τους σινεφίλ και όσους δεν ελκύονται από τα αμερικάνικα υπερθεάματα και το νοτιοκορεατικό δράμα του Χονγκ Σανγκ-σου “Η Γυναίκα που Έφυγε”, που κέρδισε την περσινή Αργυρή Άρκτο.
Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό (Bad Luck Banging or Loony Porn). Δραματική σάτιρα, ρουμανικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Ράντου Ζούντε, με τους Κάτια Πασκάριου, Κλαούντια Ιερεμία, Ολίμπια Μάλαι, Αλεξάντρου Ποτόσεαν, Φλορίν Πετρέσκου κ.ά.
Σαρωτική, αιρετική, χλευαστική έως και λυτρωτικά βλάσφημη σάτιρα, ορισμένες φορές ξεκαρδιστική και αρκετές περισσότερες δραματική, καθώς το θέατρο του παραλόγου περνά στην πραγματική ζωή, στο Βουκουρέστι, μια πόλη που τρέχει να προλάβει την Ευρώπη, κάνοντας άλματα προς την εξαχρείωση, την κακογουστιά, την εμπορευματοποίηση των πάντων, την υποκρισία, το κενό.
Ο Ρουμάνος σκηνοθέτης Ράντου Ζούντε (“Άφεριμ!”), μέσα σε μια δεκαετία, έχει καταφέρει να κεντρίσει το ενδιαφέρον μας, δημιουργώντας νέες κινηματογραφικές εμπειρίες, πολύ μακριά από τα τετριμμένα.
Εδώ, ο Ζούντε, σε δικό του σενάριο, πιάνει ένα συνηθισμένο πλέον περιστατικό, τη διαρροή στο διαδίκτυο των ερωτικών στιγμών μίας καθηγήτριας με τον άνδρα της και της επαπειλούμενης απόλυσής της από το σχολείο που εργάζεται, προκειμένου να μιλήσει για τα κακώς κείμενα ενός κόσμου που πάει στην κατηφόρα χωρίς φρένα. Χωρίζει την ταινία του σε τρία κεφάλαια, με ροζ βινιέτες και τιτλάκια που παραπέμπουν στον βωβό κινηματογράφο- άλλωστε, το σενάριο δεν υπερβαίνει τις πέντε σελίδες, καθώς η εικόνα και ειδικά στα πρώτα δύο μέρη μιλάει από μόνη της, τα λόγια είναι περιττά.
Η αρχή της ταινίας σίγουρα κάποιους θα τους σοκάρει, βλέποντας ένα καυτό ερωτικό βίντεο, χωρίς αναστολές και που γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για το βίντεο που διέρρευσε μυστηριωδώς στο διαδίκτυο και θα προκαλέσει τον πανικό στην ηρωίδα. Ένα βιντεάκι, που δεν γίνεται για να προκαλέσει, αλλά για να μας βάλει εκρηκτικά στην υπόθεση, να μας προετοιμάσει για αυτό που θα ακολουθήσει, για το παιχνίδι που θα ακολουθήσει, με πρωταγωνίστρια μια κοινωνία που βρίσκεται χαμένη στην αναζήτηση του πλουτισμού, γνωρίζει τον άκρατο καταναλωτισμό, μπαίνει χοντρά στην κατάκτηση του δυτικού τρόπου ζωής, του φαρισαϊσμού.
Ακολουθεί η περιπλάνηση της ηρωίδας στο Βουκουρέστι. Μία πόλη που διαλύεται και ξανακτίζεται από την αρχή, αναπτύσσεται ραγδαία και κακόγουστα -και που κάτι μας θυμίζει- σε συνδυασμό με τον νεοπλουτισμό, τις κοινωνικές αντιθέσεις, απ’ τη μια έντονη παρακμή και απ’ την άλλη λιμουζίνες, θηριώδη τζιπ, που για να ανέβεις χρειάζονται σκάλα, τράπεζες, καταστήματα- ναοί του καταναλωτισμού, με όλα τα ευρωπαϊκά καλούδια και όλα αυτά εν μέσω της πανδημίας, με τις μάσκες να κρύβουν τα πρόσωπα, αλλά όχι και τη βαθιά μόλυνση που έχει διεισδύσει στο μυαλό και στις καρδιές των ανθρώπων.
Το φαιδρό με το σοβαρό εναλλάσσονται στο δευτερόλεπτο, η πραγματικότητα του παράλογου κόσμου συμπαρασύρει τα συναισθήματα, το περιπαικτικό ύφος τού σκηνοθέτη απαλείφει κάθε έννοια σοβαροφάνειας.
Και με μία εμπνευσμένη ιδέα, ο Ζούντε διακόπτει τη ροή τής ταινίας, για να μας βάλει σε ένα αριστουργηματικό 25λεπτο, ένα μικρού μήκους φιλμ, που θα μπορούσε να λειτουργήσει και ανεξάρτητα, αλλά τελικά δένει αρμονικά, εξηγώντας ως ένα βαθμό πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο. Ένα κεφάλαιο καταιγιστικό, που σαρώνει σύμβολα, φιλοσοφικές αρλούμπες και θέσφατα, τσιτάτα και “αλήθειες” από το πρόσφατο και μακρινό παρελθόν, ιστορικά γεγονότα, παρωχημένα ανέκδοτα, συμπεριφορές, παραδόσεις και αντιλήψεις του μοντέρνου τρόπου ζωής. Ο σκηνοθέτης δεν κάνει τον δάσκαλο, απλώς χλευάζει, βγάζει τη γλώσσα σε όλα αυτά που σε μεγάλο βαθμό θα φέρουν και σε απόγνωση την ηρωίδα.
Στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο, ο Ζούντε μας βάζει στο κλίμα μιας ιδιότυπης παρωδίας, στήνοντας ένα λαϊκό δικαστήριο, που θα κρίνει την ηρωίδα. Μέλη τού άτυπου “δικαστικού σώματος”, καθηγητές, γονείς, στρατιωτικοί, ιερωμένοι και γενικά υπέρμαχοι της ηθικής, που θα αποφασίσουν για την απόλυσή της από το σχολείο- αν θα την στείλουν να καεί στην κόλαση, για την πράξη της. Ο έρωτας, θα κριθεί μέσα από την εμπορευματοποίησή του, τα πρότυπα της πορνογραφίας, την ηθικολογία, την υποκρισία και όλα αυτά που εξυπηρετούν έναν κόσμο πλασμένο από τα χειρότερα συστατικά. Έναν κόσμο που ρουφά σαν σφουγγάρι το κακό, τον μισανθρωπισμό, τις επικίνδυνες ανοησίες των τηλεστάρ και όλων αυτών που τους δίνεται άπλετος χώρος να μεταφέρουν τις απόψεις συγκεκριμένων συμφερόντων. Για να έρθει και το σκληρό, βλάσφημο, λυτρωτικό φινάλε, μιας ταινίας που δεν χαρίζει κάστανα και που δικαίως κέρδισε και τη Χρυσή Άρκτο στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Έμι, καθηγήτρια ιστορίας σε ένα πολύ καθώς πρέπει σχολείο, βλέπει την καριέρα και την υπόληψή της να απειλούνται όταν διαρρέει στο ίντερνετ μια ερασιτεχνική ταινία ερωτικού περιεχομένου στην οποία πρωταγωνιστεί. Οργισμένοι γονείς απαιτούν την απόλυσή της, η Έμι όμως αρνείται να παραδώσει τα όπλα.
Η Γυναίκα που Έφυγε (The Woman Who Ran). Δραματική ταινία, νοτιοκορεατικής παραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Χονγκ Σανγκ-σου, με τις Κιμ Μιν-χι, Σέο Γιουνγκ-γχουα, Σονγ Σέονγκ-μιν κ.ά.
Μένοντας πιστός στον μινιμαλιστικό κινηματογράφο, ο Σανγκ-σου, που μέσα σε 24 χρόνια και 24 ταινίες, έχει μπει για πολλούς και όχι άδικα στο ίδιο κάδρο με τον Ερίκ Ρομέρ, εδώ φτιάχνει ακόμη μία ταινία που μπαίνει στον γυναικείο χαρακτήρα και που το φορτίο τής ταινίας στηρίζεται στους διαλόγους, έχοντας μπροστά του ένα ιδιαιτέρως καλογραμμένο σενάριο, με ένα υπόγειο χιούμορ, που έχει γράψει ο ίδιος. Όμως, ο Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης δεν πέφτει στην παγίδα της φλυαρίας, αλλά με μια κινηματογραφική λιτότητα, θα μπει στον ψυχισμό της ηρωίδας του, μιας γυναίκας που μένει μόνη της, αφού ο άνδρας της λείπει σε ταξίδι, βλέπει παλιές φίλες της, θα θυμηθεί τα περασμένα και θα κοιτάξει κατάματα τη ζωή της.
Ο σκηνοθέτης, θα χωρίσει σε τρία νοητά μέρη το φιλμ, ακολουθώντας την πρωταγωνίστρια και σύντροφό του στη ζωή Κιμ Μινχί, σε τρεις επισκέψεις της σε παλιές της φίλες. Απλές ιστορίες, χωρίς έντονα δραματικά στοιχεία, αλλά γεμάτες ανθρωπιά και με τους άνδρες στο φόντο, δίνοντάς τους μια κωμική διάσταση. Όχι, δεν πρόκειται για ένα φεμινιστικό μανιφέστο, αλλά για μια ζεστή προσέγγιση της γυναικείας φύσης, ένα διαφορετικό σινεμά που μπορεί να μην συνεπαίρνει ή να δημιουργεί μεγάλες συγκινήσεις, αλλά που διακριτικά και με ρεαλισμό, μιλά για καθημερινούς ανθρώπους, καθημερινές γυναίκες, που πρέπει να αντιμετωπίσουν τον ανδροκρατούμενο κόσμο.
Η Κιμ Μινχί με την ερμηνευτική της λιτότητα, κερδίζει τις εντυπώσεις, μένει πιστή στο πνεύμα του σκηνοθέτη και δημιουργεί έναν χαρακτήρα που μπορεί να μην είναι της διπλανής πόρτας, αλλά όλοι πιστεύουμε ότι είναι υπαρκτός.
Ο Σανγκ-σου που με αυτή την 77 λεπτών ταινία του κέρδισε την Αργυρή Άρκτο στο περσινό φεστιβάλ του Βερολίνου, έκανε, σε αυτό το μικρό ψυχογραφικό κέντημά του, ο ίδιος και το μοντάζ και τη μουσική.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Όταν ο σύζυγός της φεύγει για δουλειές, η Γκαμχί στη διάρκεια ενός γεμάτου 24ώρου συναντά τρεις φίλες της που ζουν στις άκρες της μεγαλούπολης της Σεούλ. Κάνουν φιλική συνομιλία αλλά υπάρχουν διαφορετικά ρεύματα που ρέουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, τόσο πάνω όσο και κάτω από την επιφάνεια.
* Μαζί με την ταινία προβάλλεται η μικρού μήκους ταινία «À La Carte» των Ταξιάρχη Δεληγιάννη και Βασίλη Τσιουβάρα.