Η ιστορική περίοδος της Μεταπολίτευσης (μετά την πτώση της Χούντας το 1974 που ορίζεται και ως Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία) δοκιμάστηκε από συναρπαστικές πολιτικές εξελίξεις και εναλλαγές στην εξουσία. Πολλοί επισημαίνουν -δικαίως- σε αυτό το χρονικό διάστημα η Ελλάδα προόδευσε και έγινε από μία διχασμένη χώρα-παρίας ένα δυναμικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της διεθνούς κοινότητας.
Διχάζονται οι απόψεις σχετικά με το εάν τελείωσε ή όχι αυτή η μακρά περίοδος. Κάποιοι τοποθετούν το τέλος της στο μακρινό 1989, με τη λήξη, δηλαδή, του Ψυχρού Πολέμου, κάποιοι στο 2009 με την οικονομική χρεοκοπία, άλλοι πάλι θεωρούν πως ο κύκλος δεν έχει κλείσει ακόμα. Η αλήθεια είναι πως μέχρι την υπαγωγή της χώρας στα βασανιστικά μνημόνια και το καθεστώς εποπτείας από τους δανειστές το ελληνικό πολιτικό σύστημα χαρακτηρίστηκε από την εναλλαγή σκληρά αυτοδύναμων κυβερνήσεων (απόρροια και των επιλογών σχετικά με το εκλογικό σύστημα) και μιας ασύδοτης πολιτικής “κουλτούρας” που ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την εθνική πτώχευση και όσα ακολούθησαν.
Είναι μια συζήτηση που φοβικά και ενοχικά απέφυγαν και η Ν.Δ και το ΠΑΣΟΚ μετατοπίζοντας αμφότερα το “σημείο μηδέν” της κρίσης στο 2015 και το πρώτο επτάμηνο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Μετά το 2012 το πολιτικό σύστημα εισήλθε αναγκαστικά στην περίοδο των κυβερνήσεων συνεργασίας. Όχι ως βούληση και απολογητικό αφήγημα χειραφέτησης αλλά υπό την δαμόκλειο σπάθη της κοινωνικής οργής και εξαιτίας της ανάγκης να μοιραστούν οι ευθύνες των μνημονιακών επιλογών.
Παρόλα αυτά, οι κυβερνητικές συγκατοικήσεις δεν παρήγαγαν νοοτροπία συνεννόησης και συγκλίσεων σε κοινούς τόπους, ούτε, φυσικά, εθνικές στρατηγικές για τα μείζονα. Τουναντίον, ο διχασμός βάθυνε και η συνεργασία σε επίπεδο διακυβέρνησης λειτούργησε ως προσποίηση και παραπλάνηση.
Επί της ουσίας, σχηματικά θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως η Μεταπολίτευση διακρίνεται σε δύο περιόδους: αυτή την αυτοδύναμων κυβερνήσεων που οδήγησαν στη χρεοκοπία, και εκείνη (την πρόσφατη) των κυβερνητικών συνεργασιών καθ΄ υπόδειξη (όπως στην περίπτωση της κυβέρνησης Παπαδήμου) ή εξ ανάγκης.
Μετά την έξοδο από τα μνημόνια και την εκλογική νίκη της Ν.Δ (2019) με άνετη αυτοδυναμία 158 ψήφων, η άποψη περί μονοκομματικών κυβερνήσεων έγινε ξανά εδραία σε σημαντικό τμήμα ττης εγχώριας πολιτικής, επιχειρηματικής και μιντιακής ελίτ και βαφτίστηκε περίπου ως μια επιστροφή στην πολιτική κανονικότητα.
Πρόσφατα, άλλωστε, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε με κατηγορηματικό τρόπο το δίλημμα “αυτοδυναμία ή διπλές εκλογές”, αγνοώντας τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να εκφραστεί το εκλογικό σώμα στην πρώτη αναμέτρηση με απλή αναλογική. Και από την άλλη πλευρά, ο Αλέξης Τσίπρας έθεσε το δικό του περίγραμμα περί προοδευτικής κυβέρνησης συνεργασίας, προσβλέποντας σε μια συνεργασία με το ΚΙΝ.ΑΛ και άλλα κόμματα (;), αν και δεν έχει πείσει ακόμα επαρκώς εάν αυτό αποτελεί ειλικρινή προδιάθεση ή αναγκαία εξέλιξη επειδή δημοσκοπικά θεωρείται βέβαιο πως ο ίδιος δεν θα μπορούσε να επιδιώξει την αυτοδύναμη διακυβέρνηση.
Η ειρωνεία απέναντι στα παραπάνω προκύπτει από τους ύμνους που διατυπώνονται σχετικά με το γερμανικό παράδειγμα. Πρόσφατα, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, αναλύοντας το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών (Σκάϊ) υπεραμύνθηκε των κυβερνήσεων συνεργασίας και ανέφερε πως το αποτέλεσμα των εκλογών στη Γερμανία ίσως κάνει και την κυβέρνηση Μητσοτάκη να αναθεωρήσει την οπτική της για τις πρώτες εκλογές με απλή αναλογική. ‘Οπως σημειώνει η “Καθημερινή”, ο Βενιζέλος με τον τρόπο του χτύπησε ουσιαστικά ένα καμπανάκι, λέγοντας πως οι πρώτες εκλογές με απλή αναλογική μπορεί να εξελιχθούν σε αίνιγμα και να μην είναι απλώς ο «ενοχλητικός πρώτος γύρος» πριν από τις δεύτερες «κανονικές» εκλογές που θα φέρουν την αυτοδυναμία.
Μπορεί ο Βενιζέλος να υποκινείται από δικές του σκοπιμότητες, θέτει, ωστόσο, το ζήτημα σε σωστή βάση.
Η Γερμανία κυβερνήθηκε επί 16 χρόνια από την Άγκελα Μέρκελ μέσα από την σύγκλιση Χριστιανοδημοκρατών, Χριστιανοκοινωνιστών και Σοσιαλδημοκρατών. Αυτό που χαραξτηρίζεται ως “μεγάλος συνασπισμός” στοίχισε πολιτικά στον μικρότερο εταίρο (SPD), ο οποίος μετά από μία αρκετά μακρά περίοδο απαξίωσης και χαμηλών επιδόσεων κατόρθωσε στις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου να κερδίσει τις εκλογές και να δωθεί έτσι η δυνατότητα στον Όλαφ Σολτς να γίνει Καγκελάριος και να συγκυβερνήσει με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους.
Θα μπορούσε η Ελλάδα να αποκτήσει κουλτούρα ουσιαστικών συνεργασιών, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και πολλές ακόμα ευρωπαϊκές χώρες; Αβίαστα, για τους προσγειωμένους, προκύπτει αρνητική απάντηση. Γιατί όμως; Είναι το αρνητικό φορτίο της Μεταπολίτευσης, τα στερεότυπα, ή μήπως η εκρηκτική “χημεία” της διχαστικής ρητορικής που αναπαράγεται έως τις μέρες μας; Ναι, είναι εξαιρετικά δύσκολο έως απίθανο να σκεφτεί κανείς πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορούσαν να καθήσουν στο ίδιο τραπέζι, όταν δεν μπορούν να συνεννοηθούν σε μείζονα θέματα. Έχουν ακουστεί ένθεν κακείθεν βαρύτατες εκφράσεις που εκφεύγουν από την στενή ερμηνεία της πολιτικής σύγκρουσης που φαντάζει απίθανο να ξεπεραστούν.
Η απλή αναλογική, ωστόσο, έχει ισχυρή δόση πολιτικής νιτρογλυκερίνης που την καθιστά γοητευτικά επικίνδυνη. Εάν το μήνυμα του εκλογικού σώματος έχει τα χαρακτηριστικά μιας σχετικής “ισοπαλίας” (εύκολα μπορεί να την ορίσει κανείς εάν η διαφορά μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων είναι, για παράδειγμα, κάτω από 5 μονάδες), πόσο εύκολο είναι να το αγνοήσει το πρώτο κόμμα;
Είναι σκληρά χαραγμένες οι διαχωριστικές γραμμές, θα υποστηρίξουν, πιθανώς, στελέχη και της μιας και της άλλης πλευράς. Καλά θα κάνουν να ρωτήσουν, όμως, τους πολίτες εάν θεωρούν όντως πως είναι φαραωνικές -όπως προβάλλεται- οι διαφορές. Το ενδιάμεσο σώμα, άλλωστε, της “αδιευκρίνιστης ψήφου” που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις μετακινείται, όπως φάνηκε το 2012, το 2015, και το 2019, από την μία στην άλλη πλευρά χωρίς να υιοθετεί την άποψη περί “καλού” και “κακού” που καλλιεργούν οι εμμονικοί.
Εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί κάτι τέτοιο. Όμως, το πραγματικό τέλος της Μεταπολίτευσης θα συμβεί μόνο όταν το πολιτικό μας σύστημα θα οξύνει τις διαφορές του αφού προηγουμένως έχει αναζητήσει και συμφωνήσει στις αναγκαίες συγκλίσεις. Οτιδήποτε άλλο ανακυκλώνει τη δύναμη των “στρατών” και την εχθροπάθεια…