Εγώ ήμουνα στα δεκάξι, αυτός πενήντα. Χρόνια στο κόλπο. Να δοκιμάσεις, μου λέει, να δεις πώς θα σου φανεί. Δοκίμασα κι αυτό ήταν. Θυμάμαι, όταν έφυγα από κει περνούσα μια γέφυρα και μου φαινόταν πως είμαι δυο μέτρα ψηλά στον αέρα, ότι πετάω.
Την άλλη μέρα πήγα και το ζήτησα. Φίλε, μου λέει, εγώ σου έδωσα να δοκιμάσεις, δεν έχω άλλο, φέρνω μόνο για πάρτη μου. Τότε ήτανε τρεις όλοι κι όλοι στο Ναύπλιο, μεγάλοι και κάνανε κουμάντο μονάχα για τους ίδιους. Τώρα γίνεται χαμός, ούτε ξέρεις πόσοι την πίνουν, κάθε ηλικία.
Είχα τότε σαράντα χιλιάδες, γιατί δούλευα στο σιδεράδικο, και ξεκινάω με το λεωφορείο για Αθήνα, να βρω πρέζα. Μου είχανε πει, στην Ομόνοια θα βρω, στον ηλεκτρικό, δεν είχε μετρό τότε. Κατεβαίνω τις σκάλες, τι να δω. Ήτανε η πρώτη φορά στη ζωή μου, που φοβήθηκα.
Άλλοι τρυπιόντανε, άλλοι κοιμόντανε, άλλοι πεθαμένοι, πολύς κόσμος, χύμα. Φωνάζω, έχω σαράντα χήνες και ήρθα να πάρω! Πετάγονται από δυο τρεις μεριές, εγώ θα σου δώσω, εγώ έχω καλό πράμα, να σπρώχνονται. Έδωσα τα σαράντα, πήρα δέκα γραμμάρια, ούτε κατάλαβα τι μου δώσανε και γραμμή για το ΚΤΕΛ, να πάρω το λεφωρείο για πίσω.
Δυο χρονών ήμουνα όταν μας άφησε η μάνα μου, εμένα και την αδερφή μου. Η γιαγιά μου μας μεγάλωσε, ήρωας γυναίκα! Μεγάλωσε τέσσερα παιδιά δικά της και δυο εμείς έξι και τώρα μεγαλώνει και το παιδί της αδερφής μου. Κι αν θέλεις να ξέρεις, όλες τις προσπάθειες να ξεφύγω, γι’ αυτήν τις κάνω.
Πριν δώδεκα μέρες, την ήπια. Με κατάλαβε, με το που πέρασα την πόρτα. Πάλι ήπιες, μου λέει και της φεύγουν τα δάκρυα και μ’ έσφαξε, αλήθεια σου λέω. Με καταλαβαίνει όταν με βλέπει αν την έχω πιει, αν έχω καπνίσει μαύρο, αν έχω πιει κρασί, όλα. Όχι, λέω, για χάρη της θα το κάνω κι έφυγα αμέσως, μπαμ μπαμ, διαμονητήριο, λεφωρείο, τσιφ εδώ, στο μοναστήρι!
Μου έδινε η γιαγιά μου, τι να κάνει. Πενήντα ευρώ η δόση, κάθε μέρα, που να τα βρω; Δουλεύω, είμαι τεχνίτης γυψάς, αλλά δε φτάνουν. Και κάθε πρωί πρέπει να την πιω, για να μπορέσω να πάω στη δουλειά. Η γιαγιά μου σου λέει, αν δε του δώσω, θα κάνει καμιά τρέλα και θα ‘χουμε χειρότερα. Άσε, την έχω καταστρέψει… Δέκα χρόνια τώρα, βάλε πόσες χιλιάδες ευρώ έχω πιει στη πρέζα…
Όταν καήκανε όλες οι φλέβες στα χέρια, χτυπούσα στα πόδια. Μετά, στο λαιμό. Και στο τέλος, ρουφάω από τη μύτη. Είμαι είκοσι εφτά, αλλά φαίνομαι μικρότερος. Ξέρω άλλους, μικρότερους, που σε δυο χρόνια φαίνονται γέροι. Θα είναι η κράση, φαίνεται. Χθες έκανα άλλη μια τρύπα στη ζωστήρα, χάνω βάρος. Αλλά νοιώθω γερός και θέλω να ξεφύγω. Το καλοκαίρι έχω δικαστήριο, θέλω να πάω καθαρός.
Και φυλακή έχω κάνει, λίγο, κάνα μήνα, παλιά. Τώρα όμως μου την είχανε στήσει οι μπάτσοι, με κάρφωσε ο Αλβανός που μου την έδινε, δέκα μέτρα δεν είχα κάνει και τους βλέπω να ‘ρχονται. Την καταπίνω, όπως ήτανε. Που το έχεις, ρε; Ποιο πράγμα ρε παιδιά; Ρε, λέγε, που την έχεις, αφού τώρα την πήρες. Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε. Με ψάχνουν, μέχρι αποπίσω, τίποτα. Θα την πέταξε, λέει ο ένας και με παρατάνε.
Καβαλάω το μηχανάκι και τρέχω στο Νοσοκομείο. Με ξέρουν εκεί, όταν πέφτω στη στέρηση πηγαίνω και μου κάνουν μια ένεση στεντόν και καλμάρω. Κύριε Νικολάου, λέω στο γιατρό, προ δέκα λεπτών κατάπια οχτώ γραμμάρια πρέζα και τα ‘χω στο στομάχι. Αν διαλυθεί το σακουλάκι, τέλος! Με αρπάζουν, κατευθείαν πλύση στομάχου, τη βγάλανε, με το πλαστικό της απέξω. Δεν πήγε χαμένη, την πήρα μαζί μου και την ήπια!
Στο δικαστήριο με στείλανε σε άλλη περίπτωση. Δεν είχα δικηγόρο, που να βρω χίλια ευρώ; Το δικαστήριο διορίζει, μου διορίσανε έναν. Μου λέει, ζήτα αναβολή, γιατί έχεις νούμερο τριάντα και όσα πρεζόνια είχε σήμερα αυτή η έδρα, τα σακάτεψε. Όχι, του λέω, δε ζητάω αναβολή και ό,τι θέλει ας γίνει.
Έρχεται η σειρά μου, λέω κύριε πρόεδρε είμαι πρεζάκιας αλλά δουλεύω, να, δείτε τα ένσημα που έχω κολλήσει, πηγαίνω και στο Άγιον Όρος, προσπαθώ να ξεφύγω. Την αλήθεια σας λέω και κάνετε ό,τι θέλετε. Ψου ψου ψου αυτοί κι εγώ να έχω κλάσει μέντες, τώρα τι χρόνια θα πάρω… Και μου λέει ο πρόεδρος δύο χρόνια με διετή αναστολή, γιατί ήσουν ειλικρινής. Έκανα έφεση για να μειώσω, γιατί να γίνει καμιά στραβή μέσα στη διετία θα κάνω την ποινή της στραβής, θα κάνω και τα δυο χρόνια της αναστολής, κατάλαβες;
Το ονειρεύομαι… να μη τη θέλω, να κάνω μονάχα το μαυράκι μου… Ξέρεις, φέτος είχα ένα δέντρο στο σπίτι, για προσωπική χρήση, δε με ενόχλησε κανείς. Γιατί το χασίς σήμερα είναι γεμάτο δηλητήρια, δεν είναι καθαρό. Και φυτοφάρμακα κι έτσι, αλλά το ποτίζουν κιόλας, για να κάνει εξάρτηση ο χρήστης.
Κόλπο γίνεται, να σε ρίξουν στην πρέζα. Πάει ο πιτσιρικάς στον Αλβανό που ξέρει, του λέει, δώσε δέκα τσιγάρα. Δεν έχω, λέει εκείνος, αλλά έχω πρέζα. Τι να κάνει ο πιτσιρικάς, λέει φέρε ό,τι έχεις! Από κει και πέρα τον έχουν πελάτη στην πρέζα.
Σε όλα τα προγράμματα έχω πάει, μπας και ξεφύγω. Τίποτα, τρίχες. Μονάχα εδώ βρίσκω ανάπαυση. Σε όλα τα μοναστήρια έχω πάει, κι έχω μείνει από βδομάδα, τουλάχιστο. Εδώ σε σέβονται, δεν είναι περίεργοι. Έχω την ησυχία μου, αλλά δε μπορώ να κοιμηθώ. Δέκα μέρες είμαι εδώ, ζήτημα αν έχω κοιμηθεί δέκα ώρες όλες κι όλες. Αλλά, δεν έχει πρέζα, ξεφεύγω. Μέχρι τέσσερις μήνες έχω κάτσει, πέρυσι, από Δεκέμβρη μέχρι Μάρτη, εδώ. Κι άλλο ένα μήνα, τον Ιούλιο. Νιώθω την Παναγία να με βοηθάει και η γιαγιά μου είναι ήσυχη όταν ξέρει πως είμαι στο Όρος. Προσεύχεται για μένα.
Γυρίζω στα βουνά, μου αρέσει. Χθες πήγαμε και μαζέψαμε χόρτα, ζοχιά, τέτοια, για την Τράπεζα. Γυρίζουμε, κοιτάω την ώρα ήταν δωδεκάμισι, είχε ακόμα μιάμιση ώρα ως τον εσπερινό. Σκούπιζε ο καλόγερος την εκκλησία, αρπάζω κι εγώ τη σκούπα, κάτσε, μου λέει, να ξεκουραστείς, άσε, λέω, πρέπει με κάτι να ασχολούμαι, δε μπορώ να στέκομαι. Και τώρα δηλαδή, αν δεν ήταν κλειστές οι πόρτες, θα τριγυρνούσα στο βουνό.
Δεν κοιμάμαι, έρχομαι εδώ και καπνίζω, γυρίζω πίσω, διαβάζω κάτι, στριφογυρίζω και περιμένω να χτυπήσει το σήμαντρο, να πάω στην εκκλησία, να έχω κάτι να κάνω.