Είναι μια ώριμη, σοφή κυρία ηλικίας κοντά δύο αιώνων. Έχει υποστεί πολλά και έχει δει ακόμη περισσότερα. Κουβαλάει στις πλάτες της τη σύγχρονη ιστορία της Αθήνας.
Είναι η οδός, της οποίας η διάνοιξη εγκρίθηκε το 1837 και έναν και πλέον αιώνα μετά (1945) μετονομάσθηκε σε «Ελευθερίου Βενιζέλου». Αλλά το νέο της όνομα δεν καταχωρήθηκε. Ούτε στην αστική συνείδηση, ούτε στη συλλογική μνήμη. Σεβαστό, βλέπεις, το βάρος των ιστορικών ονομάτων, πλην όμως τη δύναμη της συνήθειας δεν την παραβγαίνει… Έτσι, η πρώτη οδός της σύγχρονης Αθήνας, «Πανεπιστημίου» βαφτίσθηκε με τη γέννησή της και «Πανεπιστημίου» θα μείνει. Η πορεία του δρόμου είναι πλούσια και γοητευτική. Στη δική του εξέλιξη μπορεί κανείς να «διαβάσει» την εξέλιξη ολόκληρης της πόλης. Και να φανταστεί κανείς ότι ετούτη η ιστορική οδός «πάτησε» πάνω σε έναν «χεζοπόταμο», όπως σκωπτικά αλλά σχεδόν επίσημα αποκαλείτο ο Ηριδανός, εκεί στις αρχές του 19ου αι., το ρέμα που εκτελούσε χρέη αποχετευτικού δικτύου μεταφέροντας τα αποπατήματα των ζώων, που βοσκούσαν στον Λυκαβηττό (εξ αυτού η κατοπινή περιοχή του Κολωνακίου εκείνη την εποχή ήταν γνωστή ως «κατσικάδικα»), στο άλλο ρέμα, του Βοϊδοπνίχτη, στη σημερινή οδό Σταδίου. Όταν έφτανε εκεί, το δίκτυο του βρομοπόταμου έστριβε προς την Ομόνοια.
Και κάπου εδώ, χρονικά, ξεκινάει το οδοιπορικό της περίφημης πολυσύχναστης σήμερα Πανεπιστημίου, που το 1883 χαρακτηρίσθηκε «έρημη, ως Σαχάρα» οδός, ακατάλληλη να φιλοξενήσει ένα μέσο αστικής συγκοινωνίας!
Αλλά ας πιάσουμε την ιστορία από την αρχή.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΓΑΖΙΕΣ ΔΙΝΕΙ ΣΚΥΤΑΛΗ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Βρισκόμαστε στο έτος 1836. Η πρωτεύουσα του κράτους έχει μεταφερθεί από το Ναύπλιο στην Αθήνα, όπου πρέπει να εγκατασταθεί το βασίλειο του νεαρού Βαυαρού βασιλιά Όθωνα. Η ζωή της πόλης αναπτύσσεται πέριξ του βράχου της Ακροπόλεως. Για την ανέγερση του παλατιού έχει επιλεχθεί ο λόφος της Μπουμπουνίστρας (πλ. Συντάγματος) , όπου τελειώνει ο αστικός ιστός των ολίγων χιλιάδων κατοίκων. Ανατολικά της θέσης, όπου θα ανεγερθεί η βασιλική κατοικία, υπάρχει βουλευάριον (βουλεβάρτο), μικρή εξοχική περιπατητική οδός με γαζίες εκατέρωθεν (στις… μακρινές εξοχικές αποδράσεις τους, οι κάτοικοι συχνά επιλέγουν τον «δρόμο με τις γαζίες»!), μικρά διάσπαρτα υποστατικά και ολίγα πρόχειρα παραπήγματα, που εξυπηρετούν ως στέγαστρα ζώων. Αλλά το μέλλον της πόλης προοιωνίζεται λαμπρό. Η Αθήνα θα πρέπει να μετατραπεί σε πρωτεύουσα αρμόζουσα προς το αγλαό παρελθόν της. Στην «καρδιά» του αρχαιοελληνικού πνεύματος, στη σκιά της Ακρόπολης, κι επιπλέον πλάι στο παλάτι, δεν νοούνται ούτε δυσωδία, ούτε βοσκή ζώων. Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι με την εγκατάσταση της βασιλικής οικογένειας στη Μπουμπουνίστρα, το κέντρο της πόλης θα μετακινηθεί. Ως εκ τούτου, οι προοπτικές για τους δρόμους που θα διανοιχθούν γύρω από το ανάκτορο, είναι μεγάλες. Τη ρυμοτόμηση της πόλης έχουν αναλάβει οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Έντβαρτ Σάουμπερτ, αν και έχει προηγηθεί ένας πρώτος σχεδιασμός (πριν τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο) από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Λέο φον Κλέντσε. Αυτός ο τελευταίος, «βλέπει» ως πρωταρχική ανάγκη την ανάπτυξη του βουλευάριου. Αντίστοιχη εκτίμηση διατυπώνεται και από το δίδυμο Κλεάνθη – Σάουμπερτ. Το 1837 εγκρίνεται η διάνοιξη του δρόμου. Αυτή την εποχή δεν υπάρχει επίσημη ονοματοδοσία οδών. Οι δρόμοι συνήθως μνημονεύονται με ονόματα σημαντικών μορφών του μακρινού παρελθόντος και μνημείων των αρχαίων χρόνων με τα οποία είναι διάσπαρτη η Αθήνα (οδός Φειδίου, Σωκράτους, Ακροπόλεως κ.λπ.), ή εντοπίζονται με τα χαρακτηριστικά τους («ο δρόμος με τις γαζίες», «η οδός της κρήνης» κ.λπ.). Όσο για τις ακριβείς θέσεις των οικιών προσδιορίζονται με τα ονόματα των νοικοκυραίων. Όσο πιο επιφανής ο νοικοκύρης, τόσο γνωστότερος ο δρόμος της κατοικίας του. Η προοπτική για το βουλευάριο είναι να δημιουργηθεί εκεί πανεπιστήμιο, ως κυψέλη φρέσκων μυαλών, που θα φέρει ανάπτυξη και ζωή στην περιοχή. Σχεδόν αμέσως ξεκινά η διάνοιξη και δύο χρόνια μετά, το 1839, θεμελιώνεται το πανεπιστήμιο, που διαγράφει το μέχρι τούδε όνομα «ο δρόμος με τις γαζίες» και δίνει το όνομά του στη νέα οδό. Ο δρόμος ανοίγει με αργούς ρυθμούς και δυσκολίες. Η πολιτεία πρέπει να διαχειριστεί πρώτα των θέμα του ρέματος που διαχέει την ανυπόφορη δυσωδία στην περιοχή κι ύστερα να «οργώσει» το ανισόπεδο, από τους βράχους και τα χαντάκια, έδαφος. Για πολύ καιρό η οδός Πανεπιστημίου είναι εργοτάξιο.
Λίγο μετά το 1840, Κλεάνθης και Σάουμπερτ εισηγούνται τη μεταφορά της Μητρόπολης από την Αγία Ειρήνη της Αιόλου, σε ναό που θα ανεγερθεί σε περίοπτο σημείο της Πανεπιστημίου, αλλά οι αντιδράσεις του θρησκευτικού κόσμου είναι σθεναρές. «Είναι πολύ μακριά από τον αστικό ιστό και θα δυσκολεύει τους πιστούς» διαμαρτύρονται οι ιεράρχες. Έτσι η νέα Μητρόπολη αποφασίζεται να χτιστεί πλάι στον σωζόμενο από τον 13ο αι. μ.Χ. μεσαιωνικό ναό της Θεοτόκου Γοργοεπήκοου και Αγίου Ελευθερίου, περιοχή που αξιολογείται ως ευκολότερη και ασφαλέστερη στην πρόσβαση για τους Αθηναίους πιστούς.
ΟΦΘΑΛΜΙΑΤΡΕΙΟ, ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ, ΑΡΣΑΚΕΙΟ, ΜΕΓΑΡΟ ΣΛΗΜΑΝ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΕΠΙΒΛΗΤΙΚΑ ΚΤΗΡΙΑ
Ωστόσο, στο σημείο που προόριζαν για τη Μητρόπολη οι δύο ρυμοτόμοι αποφασίζεται να χτιστεί το Οφθαλμιατρείο σε σχεδιασμό του Δανού Χανς Κρίστιαν Χάνσεν, από τον οποίο άλλωστε σχεδιάστηκε και το κτήριο του Πανεπιστημίου. Στα σχέδια του Χάνσεν, αυτό το ιστορικό μνημείο της επιστημονικής δραστηριότητας της ελληνικής οφθαλμολογίας αναφέρεται ως «νοσοκομείο Οφθαλμιώντων». Οι Αθηναίοι της εποχής το αποκαλούν «Οφθαλμοκομείο». Αποτελεί, βλέπεις, μονάδα ιατρικής φροντίδας πρώτης γραμμής, καθώς η σκόνη και τα πάσης φύσεως ζωύφια από τον ανεπαρκή καθαρισμό της πόλης, έχουν μετατρέψει τα οφθαλμικά νοσήματα για τον πληθυσμό σε υπόθεση ρουτίνας. Η οικοδόμηση του κτηρίου, ωστόσο, προχωρά με βραδύ ρυθμό. Η Αθήνα αλλάζει όψη, η Πανεπιστημίου είναι «οργωμένη» εξαιτίας της διαχείρισης του ρέματος και της ανέγερσης διαφόρων κτηρίων. Αυτή την εποχή χτίζεται και το μέγαρο Αρσάκη, σε οικόπεδο στη γωνία με τη Μενάνδρου (νυν Πεσμαζόγλου) που ανήκει στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής και για την αγορά του οποίου από την Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία έχει μεσολαβήσει η βασίλισσα Αμαλία.
Στο ύψος του συγκεκριμένου οικοπέδου, μάλιστα, βρίσκεται η μόνη γέφυρα, που ενώνει τις δύο όχθες του Βοϊδοπνίχτη. Χωροταξικά, η κάτω πλευρά της Πανεπιστημίου είναι η μία κοίτη του ρέματος, που υποδέχεται το δυσώδες υλικό από τα κατσικάδικα.
Ο καιρός περνά. Ο ρυθμός ανέγερσης των δημόσιων κτηρίων στην Πανεπιστημίου είναι της… υπομονής. Τα χρήματα είναι περιορισμένα, εξατμίζονται κι έως ότου βρεθεί νέος χρηματοδότης, κυλάει χρόνος…
Την άνοιξη του 1850 ο Χανς Κρίστιαν Χάνσεν, αδυνατώντας πλέον να παρακολουθήσει τους άτακτους ρυθμούς οικοδόμησης των δημόσιων κτηρίων, που του έχουν ανατεθεί, επιστρέφει στην πατρίδα του, αφήνοντας χώρο για… δράση στον φιλόδοξο και ταλαντούχο μικρότερο αδελφό του, Θεόφιλο. Την οικοδόμηση του Οφθαλμιατρείου, αναλαμβάνει να συνεχίσει ο εξίσου διακεκριμένος ανά την Ευρώπη Λύσανδρος Καυταντζόγλου, με μία τροποποίηση.
Στο ισόγειο κτίσμα του Χάνσεν προσθέτει ανώγειο. Το 1854 το Οφθαλμιατρείο παραδίδεται σε δύο επίπεδα. Το 1869 συμπληρώνεται με έναν όροφο σε σχέδιο Γεράσιμου Μεταξά και το 1881 προστίθενται υπερώο και ένα εξωτερικό ιατρείο.
Αλλά εκτός από την ανέγερση του Οφθαλμιατρείου, στον Καυταντζόγλου έχει ανατεθεί και η επίβλεψη στην κατασκευή του παρακείμενου ναού του Αγίου Διονυσίου. Η παροικία των καθολικών, που έχει ενισχυθεί με την έλευση του βασιλιά στην Αθηνά, έχει αγοράσει ένα οικόπεδο στη διασταύρωση της Πανεπιστημίου με την Ομήρου, όπου σχεδιάζει να χτίσει τον δικό της καθεδρικό ναό. Για την κάλυψη των σχετικών εξόδων μάλιστα έχει συστήσει και επιτροπή −αποτελούμενη από τους πρέσβεις Γαλλίας, Αυστρίας και Βαυαρίας, και τον εφημέριο του Όθωνα− η οποία εξουσιοδοτείται να συγκεντρώσει χρήματα με εράνους στις κοινότητες καθολικών της Αμερικής και της Ευρώπης. Ο θεμέλιος λίθος του ναού μπαίνει το 1853 και αρχίζει δειλά δειλά η οικοδόμηση με σχέδια του Χάνσεν. Αλλά τα χρήματα τελειώνουν. Στο μεταξύ, ο Δανός αρχιτέκτονας έχει φύγει από την Ελλάδα και την αποπεράτωση και αυτού του έργου αναλαμβάνει ο Καυταντζόλγου. Το χτίσιμο του Αγίου Διονυσίου γίνεται με τον… αραμπά. Όταν τελειώνουν τα χρήματα, σταματά κι όταν συγκεντρώνονται νέα, συνεχίζει. Κάποτε ο επιχειρηματίας της Λαυρεωτικής, Ιωάννης Σερπιέρης, βάζει βαθιά το χέρι στην τσέπη και ο ναός επιτέλους ολοκληρώνεται. Από το έτος της θεμελίωσής του έχουν περάσει 32 χρόνια! Αλλά σε αυτό το διάστημα των τριών δεκαετιών ολόκληρη η Πανεπιστημίου έχει αλλάξει όψη. Ήδη, από το 1879 στα μισά του δρόμου δεσπόζει όμορφο κι επιβλητικό το μέγαρο Σλήμαν (Ιλίου Μέλαθρον) που έχει χτιστεί σε σχέδια του περίφημου Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ για να στεγάσει τον ομοεθνή φίλο του αρχαιολόγο. Οκτώ χρόνια πριν, ο Σλήμαν έχει φέρει στο φως την αρχαία Τροία και τον θησαυρό του Πριάμου, ενώ έχει περάσει μόλις μία πενταετία από τότε που ανασκάπτοντας την Ακρόπολη των Μυκηνών αποκάλυψε τάφους, αγγεία και γενικότερα ευρήματα σπάνιας τέχνης, σπουδαία δείγματα του μυκηναϊκού πολιτισμού. Στο μεταξύ, ο Σλήμαν έχει παντρευτεί Ελληνίδα και δηλώνει λάτρης του ελληνικού πνεύματος. Σφραγίζει δε τον ιδιαίτερο δεσμό του με την Ελλάδα χτίζοντας το αρχοντικό του στη νεότευκτη γειτονιά της Πανεπιστημίου και αναθέτοντας τη φιλοτέχνηση του εσωτερικού του με νωπογραφίες στον Σλοβένο ζωγράφο Γιούρι Σούμπιτς, του οποίου η φήμη διατρέχει ήδη τα μήκη και πλάτη του ανεπτυγμένου κόσμου. Πλάι στην οικία Σλήμαν, στη διασταύρωση με τη σημερινή οδό Αμερικής, επιλέγει να χτίσει τη δική του κατοικία ο οικονομολόγος, πολιτευτής του Θόδωρου Δηλιγιάννη, Ιωάννης Ζωγράφος. Με την ανατολή του 20ου αι., ωστόσο, ο Ζωγράφος αγοράζει ένα μεγάλο εξοχικό κτήμα στο ανατολικό τμήμα της Αθήνας και μετακομίζει εκεί, πυροδοτώντας μία εντυπωσιακή οικιστική ανάπτυξη και δίνοντας εντέλει το όνομά του σε ολόκληρη την περιοχή. Η κατοικία που αφήνει ο Ζωγράφος στην Πανεπιστημίου θα στεγάσει για χρόνια τον Ελευθέριο Βενιζέλο και λίγο πριν το 1940 θα κατεδαφιστεί για να ανεγερθεί στη θέση της το επιβλητικό μέγαρο, που σώζεται ίσαμε σήμερα, και που την περίοδο της Κατοχής στέγασε το ιταλικό διοικητήριο.
Η ΣΦΗΝΑ ΣΤΑΔΙΟΥ – ΑΜΑΞΗΛΑΤΕΣ VS ΙΠΠΟΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΣ – «ΕΡΗΜΟΣ ΣΑΧΑΡΑ» Η ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΟΥ;
Καθώς τα χρόνια περνούν και η Αθήνα αποκτά τον αέρα της πρωτεύουσας συγκεντρώνοντας ολοένα και περισσότερο πληθυσμό από το εξωτερικό και το εσωτερικό της χώρας, ο αστικός ιστός απλώνει προς όλες τις κατευθύνσεις. Η Πανεπιστημίου έχοντας αποκτήσει ήδη τα πρώτα λαμπρά αρχιτεκτονήματά της, προσελκύει το ενδιαφέρον πολιτικών, τραπεζιτών και εμπόρων. Μετά το 1862, μάλιστα, όταν με μια γενναία χορηγία 50.000 δραχμών από τον Μιχαήλ Τοσίτσα διανοίγονται αρκετοί μικρότεροι δρόμοι του κέντρου της πόλης και η Πανεπιστημίου, που έχει σταματήσει στο Πανεπιστήμιο, επεκτείνεται ως την οδό Πατησίων, οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές βρίσκουν προσφερόμενο πεδίο. Στο μεταξύ, σε εξέλιξη είναι και η κατασκευή, πλάι στο Πανεπιστήμιο, του νεοκλασικού μεγάρου, που προορίζεται να στεγάσει την Ακαδημία Αθηνών. Η δωρεά για την ανέγερσή του κτηρίου έχει γίνει από τον διπλωμάτη και επιχειρηματία Σίμωνα Σίνα, το 1856, αλλά ο θεμέλιος λίθος μπαίνει τρία χρόνια μετά. Ο σχεδιασμός είναι του Θεόφιλου Χάνσεν. Το χτίσιμο καθυστερεί και με τον θάνατο του δωρητή οι εργασίες διακόπτονται για κάμποσα χρόνια έως ότου τη συνέχιση του έργου αναλάβει η χήρα του. Και αυτό το κτήριο θα παραδοθεί σχεδόν 30 χρόνια μετά, αλλά θα αποτελέσει το πολύτιμο πετράδι στο επαγγελματικό στέμμα του Δανού αρχιτέκτονα. Κατά την εκτίμηση των ειδικών, «πρόκειται για το ομορφότερο και αρμονικότερο νεοκλασικό οικοδόμημα του κόσμου, το οποίο ο Χάνσεν εμπνεύστηκε από την αθηναϊκή αρχιτεκτονική του 5ου αι., όπως αυτή αποτυπώνεται στα μνημεία της Ακροπόλεως». Η Ακαδημία μαζί με το Πανεπιστήμιο και τη Βαλλιάνειο Εθνική Βιβλιοθήκη, που θα ανεγερθεί αργότερα (θεμελιώθηκε το 1888), θα αποτελέσουν την περίφημη νεοκλασική τριλογία των Αθηνών, το λαμπρό κόσμημα τόσο στη μακρόχρονη ιστορία του δρόμου όσο και της σύγχρονης πόλης.
Στα δημιουργήματα – διαμάντια του Θεόφιλου Χάνσεν στην οδό Πανεπιστημίου του 19ου αι. εντάσσεται και το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας, εκεί που ο δρόμος συναντά την πλατεία Συντάγματος. Στην πραγματικότητα, το κτήριο ολοκληρώνεται το 1874, αλλά το ξενοδοχείο λειτουργεί ήδη από το 1866 στη διασταύρωση του «δρόμου των ακακιών» (Σταδίου) με τη σημερινή Καραγιώργη Σερβίας και απλώς μεταφέρεται στη νέα του θέση, όπου βρίσκεται έως σήμερα.
Καθώς η Πανεπιστημίου αναπτύσσεται, ανοίγεται νέος οικιστικός ορίζοντας. Κατοικίες ξεπετιόνται στην «πλάτη» της Ακαδημίας δημιουργώντας τον συνοικισμό «Προάστιο» (την κατοπινή Νεάπολη). Οι πρώτοι εργολάβοι αφηνιάζουν… Μετά την ίδρυση Πανεπιστημίου και Ακαδημίας και την ολοκλήρωση του βασιλικού ανακτόρου, η περιοχή προσελκύει το ενδιαφέρον φοιτητών και οικογενειαρχών, τόσο επειδή το κέντρο της πόλης έχει πλέον μετατοπισθεί, όσο και επειδή η απόκτηση οικοπέδου στο «Προάστιο» αποτελεί (για την ώρα) υπόθεση εφικτή για τα χαμηλότερα βαλάντια. Στο μεταξύ, παρελθόν είναι πλέον και ο βρομοπόταμος από το 1852, όταν η Αθήνα κλήθηκε να διαχειριστεί θεομηνία, που την έκοψε στα δύο. Μία νεροποντή κατέστρεψε τη γέφυρα στη θέση του Αρσάκειου και έβαλε την περιοχή σε νέες περιπέτειες και την πολιτεία σε νέα έξοδα… Το ρέμα μπαζώθηκε και ο Βοϊδοπνίχτης μετατράπηκε στην οδό Σταδίου («βαφτίστηκε» έτσι, επειδή σχεδιάστηκε να φτάσει ως το Παναθηναϊκό Στάδιο. Δεν έφτασε ποτέ).
Το θέμα είναι ότι από τότε, από το δεύτερο μισό του 19ου αι., η Αθήνα αποκτά μία ακόμη βασική αρτηρία, αλλά κυρίως τον πρώτο αποχετευτικό αγωγό της, που περνάει κάτω από τον νέο δρόμο. Η Σταδίου ανοίγει άλλους ορίζοντες. «Σπάει» το μονοπώλιο της Πανεπιστημίου και διχάζει το ενδιαφέρον των επενδυτών. Στρωμένη, σπαρμένη με ακακίες, χωρίς δημόσια έργα, έτοιμη προς αξιοποίηση και τουλάχιστον τον πρώτο καιρό εμφανώς οικονομικότερη, η νέα οδός ξεπερνά την Πανεπιστημίου σε προσέλκυση ενδιαφέροντος. Δεν έχει την αίγλη της τριλογίας, ούτε των αριστοκρατικών κατοικιών του Σλήμαν ή του Ζωγράφου, αλλά τρώει την Πανεπιστημίου στη… στροφή, διότι διαθέτει και αποχετευτικό δίκτυο. Ακόμη και οι περιπατητές την προτιμούν. Και πράγματι, εκεί προς τα στερνά του 19ου αι. η δημιουργία της Σταδίου δεν διχάζει μόνο το επενδυτικό ενδιαφέρον, αλλά και τους Αθηναίους πολίτες. Χρονικογράφοι της εποχής μαρτυρούν ότι η πρώτη μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ των… υποστηρικτών της Σταδίου και των άλλων της Πανεπιστημίου σημειώνεται με αφορμή τη δημιουργία του πρώτου μέσου μαζικής μετακίνησης, του ιπποσιδηρόδρομου. Πρόκειται για ένα βαγόνι το οποίο συνήθως σέρνουν τρία άλογα. Είναι είδος αστικής συγκοινωνίας και καθιερώνεται με ειδικό νόμο το 1880. Μάλιστα, με τη… γονιδιακή −καθώς φαίνεται− έφεση στον μεγαλεπήβολο σχεδιασμό, οι τοπικοί άρχοντες της εποχής υπόσχονται και ένα σχέδιο δικτύου εννέα γραμμών ιπποσιδηρόδρομου σε Αθήνα και Πειραιά. Το δικαίωμα έχει παραχωρηθεί στη βελγική «Societe des Laminoirs», η οποία δημιουργεί βάση στην Ομόνοια και εγκαινιάζει το πρώτο δρομολόγιο ίσαμε το Σύνταγμα. Αλλά το μέσο «σπάει» τη δουλειά των παραδοσιακών αμαξηλατών κι εκείνοι βρίσκοντας σύμμαχο τον δήμο Αθηναίων, ξεκινούν δυναμικές κινητοποιήσεις. Κύριο επιχείρημά τους είναι ότι η κατάσταση των οδών από τις οποίες διέρχεται το ιππήλατο βαγόνι έχει γίνει απαράδεκτη, επειδή η εταιρεία εκμετάλλευσης δεν τηρεί τις προβλέψεις συντήρησης. Οι αμαξηλάτες ζητούν τη μετακίνηση του μέσου από τη Σταδίου στην Πανεπιστημίου, καθώς, όπως υποστηρίζουν, αυτή «είναι φαρδύτερη, η κυκλοφορία του ιπποσιδηρόδρομου θα γίνεται πιο άνετα και επιπλέον, δεν θα συνωστίζονται άλογα και αμαξάδες σε έναν δρόμο, ο οποίος ούτως ή άλλως είναι ήδη μία από τις κυριότερες αρτηρίες της πόλης».
Οι εκπρόσωποι της εταιρείας καταγγέλλουν πρωτίστως τον δήμο Αθηναίων, χαρακτηρίζοντας «ανήκουστο» το γεγονός ότι «υιοθετεί τις θέσεις των αμαξηλατών, οι οποίες ήταν αντίθετες προς το δημόσιο συμφέρον». Δευτερευόντως, υποστηρίζουν ότι σε πάμπολλες μεγαλουπόλεις οι γραμμές των τροχιοδρόμων με ίππους ή ακόμη και ατμομηχανές είναι στρωμένες σε δρόμους ασύγκριτα στενότερους, μόλις πέντε μέτρα πλάτους. Αντίθετα, στην οδό Σταδίου, η οποία έχει πλάτος είκοσι μέτρα, κάτι λιγότερο από εννέα μέτρα έχουν διατεθεί για την κυκλοφορία των αμαξών. Συμπληρώνουν, δε, πως σε πολυσύχναστους δρόμους οι γραμμές θα έπρεπε να πολλαπλασιάζονται και «όχι να μετακινούνται σε “έρημες, ως η Σαχάρα, οδούς”, όπως η Πανεπιστημίου, διότι ουδεμίαν ωφέλειαν θα προσεπορίζετο το κοινόν, η δε κατασκευή των τοιούτων γραμμών θα ήτο άνευ αξίας και χρησιμότητος»!
Η αντιπαράθεση παίρνει διαστάσεις. Δίνει πηχυαίους τίτλους στον Τύπο της εποχής με σειρές δημοσιευμάτων, που συγκρίνουν τα δύο… μήλα της έριδος, τις οδούς Πανεπιστημίου και Σταδίου, και ανά διαστήματα αναδεικνύουν νικητή το ένα ή το άλλο. Στο μεταξύ, όσο ιπποσιδηρόδρομος και αμαξηλάτες πραγματοποιούν μετ΄ εμποδίων δρομολόγια στη Σταδίου και οι περιπατητές συνωστίζονται ανάμεσα στις οπλές των αλόγων, η Πανεπιστημίου καλλωπίζεται με νέα επιβλητικά κτήρια. Από την κρησάρα του Τύπου δεν γλυτώνουν οι αμαξάδες, οι οποίοι συχνά προκαλούν ατυχήματα, μετατρέποντας τη Σταδίου σε στίβο αγώνων ταχύτητας… «…Να απομάθωσι τας παλαιάς έξεις τού να θέλουν ο εις να προσπερνά τον άλλον» καλούν οι εφημερίδες τους αμαξηλάτες, αποδίδοντας σε αυτή την… κακιά συνήθεια των καροτσέρηδων τις προσκρούσεις των αμαξών στις σιδερένιες ράγες του ιπποσιδηρόδρομου. Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι προσπαθώντας να μη χάσουν πελατεία, φορτώνουν, ξεφορτώνουν και εκτελούν τα κατά παραγγελίαν δρομολόγια με μεγαλύτερη βιάση… Η αντιπαράθεση συνεχίζεται. Παρά τον λυσσώδη πόλεμο των αμαξηλατών, ο ιπποσιδηρόδρομος παραμένει στη γραμμή της Σταδίου, ανεβάζοντας την αξία της γης στα ύψη. Οριστικό τέλος στην κόντρα δίνεται με τα εγκαίνια της ατμήλατης άμαξας.
Όσο γρήγορα αναπτύσσεται η Σταδίου, η Πανεπιστημίου παίρνει τον χρόνο της. Η επέκτασή της ίσαμε την Πατησίων ανοίγει χώρο για τη δημιουργία νέων συνοικισμών, αλλά περιφερειακά του δρόμου, όπου οι τιμές είναι προσιτές. Για την ώρα, στην επάνω πλευρά της Πανεπιστημίου δεσπόζουν ο καθεδρικός του Αγίου Διονυσίου, το Οφθαλμιατρείο, η αθηναϊκή τριλογία και τα μέγαρα Σλήμαν και Ζωγράφου. Στην κάτω, το μέγαρο Αρσάκη και παραδίπλα του, στη διασταύρωση με τη σημερινή Εδουάρδου Λω, η κατοικία του Ιωάννη Σερπιέρη. Ο επιχειρηματίας, έχοντας χρηματοδοτήσει γερά την αποπεράτωση του Αγίου Διονυσίου, παρακολουθώντας την εξέλιξη του δρόμου με την ανέγερση των πρώτων αρχοντικών κατοικιών και διαβλέποντας την αξία που αυτός πολύ σύντομα θα αποκτήσει, επιλέγει να χτίσει εδώ και το δικό του σπίτι. Το 1887 μάλιστα αναλαμβάνει ο ίδιος και τον φωτισμό της πόλης. Το μέγαρο Σερπιέρη, σε σχέδια του Αναστάσιου Θεοφιλά, ολοκληρώνεται το 1880. Αργότερα θα προστεθεί ένας όροφος, θα γίνει και μια επέκταση. Στο μέλλον, με τη φυγή του Σερπιέρη, το κτήριο θα στεγάσει την Αγροτική Τράπεζα. Κατά την καταγραφή του Διονυσίου Ηλιόπουλου στο βιβλίο του «Εν Αθήναις, κάποτε…», παραδίπλα από την κατοικία Σερπιέρη, στη θητεία της πια ως Αγροτική Τράπεζα, υπήρχε από το 1860 ένα διώροφο οίκημα και ακόμη πιο κάτω μία κατοικία του 1840.
Η δημοσιονομική πτώχευση της χώρας το 1893, και η ήττα της στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, το 1897, ανακόπτουν την πρόοδο της χώρας, αλλά όχι για πολύ.
Στα 1900, η Πανεπιστημίου παραμένει ένας δρόμος με προοπτική. Όπως ακριβώς και η Ελλάδα. «Φιλοξενεί» τα θαυμάσια κτήρια της αθηναϊκής τριλογίας και μερικά ακόμη υπέροχα αρχιτεκτονήματα αντίστοιχης λογικής, αλλά τα περισσότερα ανεγείρονται στον μεσοπόλεμο. Η αργή εξέλιξη αξιοποίησης του δρόμου, τον φέρνει σε σχετικά χαμηλή σειρά στην ασφαλτόστρωση. Επί δημαρχίας Σπύρου Μερκούρη, προτάσσεται η οδός Αιόλου, όπου χτυπά η εμπορική καρδιά της πόλης και η κινητικότητα είναι μεγάλη. Ακολουθούν η Σταδίου, ο πλατεία Ομονοίας, η οδός Αθηνάς (επίσης εμπορικός δρόμος) και εντέλει η Πανεπιστημίου.
Παρά την πρωτιά στην αξιοποίησή της, η Πανεπιστημίου είδε τις δικές λαμπρές εποχές από τη δεκαετία του 1920 κι έπειτα. Κάποια λίγα κτήρια δημιουργήθηκαν στην πρώτη ανάσα του 20ου αι., αλλά τα περισσότερα από αυτά κατεδαφίστηκαν και ανοικοδομήθηκαν μετά και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Η Πανεπιστημίου ακολούθησε την πορεία της πόλης. Ή μήπως, η πόλη την πορεία της Πανεπιστημίου; Δύσκολη η απάντηση. Το σίγουρο είναι ότι πορεύτηκε σε δημιουργία και ανάπτυξη, άνοιξε δρόμους, καθοδήγησε, γράφτηκε με έντονα γράμματα στις πρώτες σελίδες της σύγχρονης πόλης, της σύγχρονης χώρας. Η Πανεπιστημίου. Που Πανεπιστημίου γεννήθηκε και έτσι θα μείνει.