H Nέα Δημοκρατία έγινε 47 χρονών, ο Κώστας Καραμανλής πάτησε τα 65 (1957) και ο Κυριάκος Μητσοτάκης διατηρεί με σχετική άνεση την ηγεμονία σε μια παράταξη που έχει δείξει πως μπορεί να συσπειρώνει τις αντιθέσεις της μεταξύ ακραίας δεξιάς και κεντροδεξιά ως “βαθύ” κόμμα εξουσίας στο οποίο η νομή της έχει πάντοτε μεγαλύτερη αξία από ιδρυτικές διακηρύξεις και ιδεολογικά ζητήματα.
Από το 2009 μέχρι και το 2018 οι δημόσιες παρεμβάσεις του πρώην πρωθυπουργού, που φέρει τα κλειδιά της τροπαιοθήκης όπου φυλάσσεται το “Γκράαλ” του Καραμανλισμού, ήταν ελάχιστες. Η “σιωπή” του Καραμανλή ήταν ένα από τα πιο διαδεδομένα κλισέ της δημοσιογραφικής και πολιτικής πιάτσας, ακόμα κι όταν το ίδιο του το κόμμα -και φυσικά οι αντίπαλοι- του χρέωναν έμμεσα ή άμεσα την πτώχευση της χώρας και την υπαγωγή στα μνημόνια. Το Καραμανλικό “ζεν” αποδείχθηκε ανθετικό. Αντιμετώπισε στωϊκά, σχεδόν παραλυτικά, τις κατηγορίες και προτίμησε την ασφάλεια του πολιτικού αναχωρητισμού και τον τιμητικό τίτλο του θεματοφύλακα και εγγυητή της ενότητας της παράταξης.
Κάτι που ήταν μάλλον ανακριβές δεδομένου ότι δεν άσκησε τον συγκεκριμένο ρόλο ούτε όταν η παράταξη που ίδρυσε ο θείος του υποδεχόταν με ανοικτές αγκαλιές εκείνους που ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει “άκρα”. Η πιο σημαντική δημόσια παρέμβασή του ήταν αυτή υπέρ του “Ναι”, πριν το δημοψήφισμα του 2015, δεν κατόρθωσε, ωστόσο, να αλλάξει την ροή των πραγμάτων.
Από το 2018 και εντεύθεν μίλησε δημόσια δύο φορές. Και στις δύο εστίασε στην κοινωνικές ανισότητες και στην ανάγκη να στηριχθούν οι κοινωνικά ασθενέστεροι. Καθαρός καραμανλικός φιλελευθερισμός με κοινωνικό πρόσωπο δηλαδή.
Στην ομιλία του για τα 47 χρόνια από την ίδρυση της Ν.Δ, κατέθεσε μια πιο ολοκληρωμένη πολιτική στάση απέναντι στις εξελίξεις- γεωπολιτικές, πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές.
- “Προϋπόθεση ομαλής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι οι πολίτες να αισθάνονται ότι η πολιτεία τούς αντιμετωπίζει με ισονομία και δικαιοσύνη. Όταν οι πολίτες, η μεγάλη μερίδα αυτών, αισθάνονται αδικημένοι, παραγκωνισμένοι ή περιφρονούμενοι, η δημοκρατία τραυματίζεται και, σε ακραία προέκταση, υπονομεύεται.”
- Ήδη παρατηρείται παγκοσμίως διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Πληθαίνουν εκείνοι που, αν βρεθούν χωρίς δουλειά, θα τους είναι σχεδόν αδύνατον να επανενταχθούν στην παραγωγική διαδικασία. Πολλοί νέοι αισθάνονται ότι δεν θα έχουν τις ευκαιρίες που χρειάζονται για μια καλύτερη ζωή.
- Στο Προσυνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, στις 2 Απριλίου 1977, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επεσήμαινε: «η δημοκρατία δεν επιβάλλεται. Η δημοκρατία βιώνεται. Και πρέπει να γίνεται πράξη στην καθημερινή ζωή του πολίτη. Προϋποθέτει τον σεβασμό της αρχής της πλειοψηφίας και του νόμου. Και προπαντός προϋποθέτει πολιτικό κλίμα ήπιο και ήρεμα πολιτικά ήθη. Η δημοκρατία δεν αντέχει στα πάθη και τους φανατισμούς». Γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τον ταραχώδη δημόσιο βίο της χώρας, τις επανειλλημμένες εκτροπές, τους διχασμούς, τον αδελφοκτόνο εμφύλιο, αλλά και τις συνήθεις υπερβολές οξύτητας και δημαγωγίας ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πίστευε βαθιά ότι εξ ίσου σημαντικός θεμέλιος λίθος για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η ήρεμη πολιτική ζωή, η αποφυγή ακραίων αντιαπαραθέσεων, ο δημόσιος λόγος με σεβασμό στην αντίθετη άποψη, η διαρκής προσπάθεια δημιουργίας συνθηκών εθνικής συνεννόησης.
- Με απλά λόγια, η θέση της χώρας, τόσο στα Βαλκάνια όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο, καθιστά ανεπίτρεπτη απερισκεψία την επικράτηση κλίματος διχαστικού και ακραίας οξύτητας. Μας το θυμίζει άλλωστε η πρόσφατη Ιστορία μας. Και στην Μικρασιατική Καταστροφή και στον Εμφύλιο, μπορεί να έχουν σοβαρές ευθύνες και ξένοι παράγοντες, όμως η οδυνηρή αλήθεια είναι ότι από μόνοι μας βγάλαμε τα μάτια μας. Όπως σοφά υπογράμμιζε ο Καραμανλής, στις 7 Απριλίου 1983, σε δείπνο προς τιμήν του Κυπρίου Προέδρου Σπύρου Κυπριανού, «Οι ξένοι δεν θα μπορούσαν να μας αδικούν, εάν δεν τους διευκόλυναν τα σφάλματα τα δικά μας».
- Οφείλουμε κατά συνέπεια να καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια για την διαμόρφωση συνθηκών σύμπνοιας, ομοψυχίας και εθνικής συνεννόησης. Ο δημοκρατικός διάλογος και η αντιπαράθεση επιχειρημάτων πρέπει να διευκολύνει και όχι να υπονομεύει την ανάγκη σύγκλισης απόψεων για τη διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής, πρωτίστως για τα μεγάλα εθνικά θέματα. Αυτό είναι το θεμελιώδες δίδαγμα της ιστορικής μας εμπειρίας.
- Η Ευρώπη στις μέρες μας, παρά την ισχύ της (οικονομική, πολιτική, πολιτιστική, ακόμα και στρατιωτική), αδυνατεί να πρωταγωνιστήσει στη διεθνή σκηνή. Αδυνατεί να επηρεάσει αποφαστικά τις εξελίξεις σε σχέση με τις συγκρούσεις, τις εντάσεις, τους ανταγωνισμούς και τις αυθαιρεσίες σε κρίσιμες περιοχές της γης, ακόμα και στην γειτονιά της. Δεν έχει καταφέρει να διαμορφώσει ενιαία και αποτελεσματική πολιτική στο μεγάλο μεταναστευτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει και θα αντιμετωπίσει με ακόμα οξύτερο τρόπο στο μέλλον. Επέδειξε ατολμία και δυσκινησία στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Και στο υγειονομικό σκέλος και στο σκέλος των μέτρων ανάκαμψης από την ύφεση που προκάλεσε η πανδημία
- Είναι αναγκαίο να επισημανθεί και να στηλιτευθεί η επαμφοτερίζουσα στάση έναντι της Τουρκίας, η οποία συμπεριφέρεται ως ταραξίας στην ευρύτερη περιοχή, εγείροντας αξιώσεις που προσβάλλουν κατάφωρα και το γράμμα και το πνεύμα του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών. Ειδικά σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο, δι έργων και λόγων, απειλεί ευθέως, όχι μόνο δικαίωματα που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο, αλλά ακόμα και την εδαφική ακεραιότητα χωρών – μελών της ίδιας της Ευρωπαικής Ένωσης. Ορισμένα κράτη, μάλιστα, υιοθετώντας στάση επιτήδειου ουδέτερου, εμμέσως πλην σαφώς, δείχνουν να κλείνουν το μάτι προς την Τουρκία, δηλαδή να ενθαρρύνουν την απαράδεκτη και παραβατική συμπεριφορά της. «Η Ελλάδα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την ακεραιότητά της. Η Ευρώπη όμως οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι αλληθωρίζοντας οδηγείται σε αδιέξοδο. Δεν μπορεί να μην επιβάλλει κυρώσεις σε εξόφθαλμα επιθετικές συμπεριφορές. Προς όφελος όχι των μελών της, αλλά για να βρει τον εαυτό της στον δρόμο της προς το αύριο. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ενθαρρυντική η συμφωνία Ελλάδας – Γαλλίας και συνιστά εθνική επιτυχία», γιατί σηματοδοτεί κοινή αντίληψη ως προς το μέλλον της Ευρώπης.
- Χαρακτήρισε «ημιτελές το ευρωπαϊκό οικοδόμημα», κάτι, που όπως είπε, φάνηκε και στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης όταν «επεβλήθη ένα πρόγραμμα που σε μεγάλο βαθμό είχε χαρακτήρα τιμωρητικό, που όπως ομολογήθηκε αργότερα είχε και σοβαρά προβλήματα τόσο στο σχεδιασμό όσο και στο αποτέλεσμα».
Κάποιοι “διάβασαν” την ομιλία Καραμανλή ως πρόβα για έναν μελλοντικό ρόλο- πιθανώς στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Η αλήθεια είναι πως ο πρώην πρωθυπουργός δεν έκανε, σε πρώτη φάση, κάτι περισσότερο από το να επιβεβαιώνει τον εαυτό του και τον ρόλου που πιστεύει πως του αναλογεί λόγω της πολιτικής παράδοσης που εκπροσωπεί και της ίδιας της ιδιοσυγκρασίας του.
Αποτελούν όλα τα παραπάνω αιχμή προς την κυβέρνηση; Το τελευταίο που θα ήθελε ο Κώστας Καραμανλής είναι να δράσει ως ενδοπαραταξιακός πόλος. Κάτι τέτοιο απαιτεί σχέδιο, σκοπιμότητα, “συνωμοτικότητα” και καθημερινή ενασχόληση στους κομματικούς και πολιτικούς διαδρόμους. Δεν ταιριάζει κάτι τέτοιο στη φύση του που συχνά λαμβάνει διαστάσεις ραθυμίας και άνωθεν θεώρησης των εξελίξεων.
Ως εκ τούτου, αυτό που βλέπουν ορισμένοι ως “μανιφέστο Καραμανλή” δεν είναι κάτι περισσότερο από ένα γνωστό βιβλίο που έχει διαβαστεί και απαγγελθεί αρκετές φορές και επιστρέφει πάντοτε στην βιβλιοθήκη. Για να ισχυρίζονται κάποιοι πως το έχουν και να το επικαλούνται. Κατά τα λοιπά η κομματική και κυβερνητική ζωή συνεχίζεται…