Τίθεται για ακόμη μια φορά το θέμα εάν οι περιορισμοί που αφορούν το περιεχόμενο του λόγου μπορούν να είναι συμβατοί με την ελευθερία της έκφρασης και αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις.
Μία από τις αλλαγές διατάξεων του Ποινικού Κώδικα οι οποίες περιλαμβάνονται στο σχέδιο νόμου που δόθηκε προς διαβούλευση αφορά τη διατύπωση του άρθρου 191 περί διασποράς ψευδών ειδήσεων. Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, η νέα διατύπωση της διάταξης έχει ως εξής: «Οποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Εάν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του Τύπου ή μέσω διαδικτύου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση».
Εξαλείφεται δηλαδή το στοιχείο του αποτελέσματος και των συνεπειών που είχε η εκφορά του λόγου, όπως προβλέπει η διάταξη με τη σημερινή της μορφή, η οποία ορίζει ότι «Οποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις με αποτέλεσμα να προκαλέσει φόβο σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή σε ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων, που αναγκάζονται έτσι να προβούν σε μη προγραμματισμένες πράξεις ή σε ματαίωσή τους».
Με την αλλαγή αυτή τίθεται για ακόμη μια φορά το θέμα εάν οι περιορισμοί που αφορούν το περιεχόμενο του λόγου μπορούν να είναι συμβατοί με την ελευθερία της έκφρασης και αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις. Αν μπορεί δηλαδή το κράτος να ορίζει ποιας μορφής περιεχόμενο του λόγου είναι επιτρεπτό. Η παραδοσιακά φιλελεύθερη αντίληψη περί ελευθερίας της έκφρασης όπως αυτή εκφράζεται στη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ είναι ότι το κράτος δεν μπορεί να επεμβαίνει στο περιεχόμενο του λόγου. Ακόμη και στην περίπτωση που ένας ομιλητής κινδυνεύει ο ίδιος από τις αντιδράσεις του ακροατηρίου στον λόγο του, η υποχρέωση που υπέχει το κράτος είναι να προστατεύσει τον ομιλητή από το εχθρικό ακροατήριο, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα αποτροπής όσων αντιδρούν σε αυτά που λέει (υπόθεση Feiner vs New York).
Ωστόσο, ακόμη και στις ΗΠΑ ένα κλασικό παράδειγμα το οποίο αναφέρεται συχνά για να αναδείξει τα όρια αυτής της προσέγγισης είναι η περίπτωση κατά την οποία κάποιος/α θα φωνάξει «φωτιά» μέσα σε ένα γεμάτο θέατρο με αποτέλεσμα να προκληθεί πανικός. Θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ως άσκηση του δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση μια τέτοια εκφορά λόγου με βάση την απαγόρευση των περιορισμών ως προς το περιεχόμενο του λόγου; Οσοι/ες θέτουν ένα παρόμοιο ερώτημα αγνοούν όμως μια βασική παράμετρο του ζητήματος. Σε αυτό το παράδειγμα το κρίσιμο δεν είναι το περιεχόμενο του λόγου, αλλά οι συνθήκες εκφοράς του και το αποτέλεσμα που μπορεί να προκαλέσει.
Η ίδια έκφραση θα έμενε ατιμώρητη εάν κάποιος είχε φωνάξει «φωτιά» σε ένα χώρο όπου δεν υπάρχει συνωστισμός. Οταν λοιπόν η απαγόρευση του λόγου έχει ως σκοπό την προστασία της δημόσιας τάξης, γιατί σε αυτό το κεφάλαιο του Π.Κ. εντάσσεται η διάταξη του άρθρου 191, τότε οι συνθήκες εκφοράς του λόγου και το αποτέλεσμα που προκαλείται (αν δηλαδή πράγματι προκλήθηκε ως αποτέλεσμα η διασάλευση της δημόσιας τάξης) δεν μπορεί να είναι νομικά αδιάφορες. Αντίθετα, θα πρέπει να είναι τα βασικά στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν τον περιορισμό ή μη του λόγου, έτσι ώστε ο περιορισμός αυτός να μη βασίζεται σε αξιολογήσεις ως προς περιεχόμενο του λόγου.
Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών
*καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας