Μπορεί να αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία το γεγονός ότι κερδίζει τόσα πρωτοσέλιδα, προβολή στο διαδίκτυο και πολιτικές ζυμώσεις ένα κόμμα που δημοσκοπικά καταγράφεται μονότονα εδώ και πολύ καιρό γύρω από το 6%,αναμφίβολα, όμως, στην περίπτωση του μικρού ΚΙΝ.ΑΛ συντρέχουν δύο σοβαρές παράμετροι που δικαιολογούν την δημοσιότητα.
Η πρώτη παράμετρος αφορά έμμεσα στην αυριανή ημερομηνία: 18 Οκτωβρίου 2021, ήτοι 40 ακριβώς έτη από την 18η Οκτωβρίου 1981 και το φαραωνικό 48% που συγκέντρωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ. Μεγάλη η ιστορία και βαριά η φανέλα του κόμματος που έχει αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του στην ιστορία της Μεταπολίτευσης(η οποία δεν λέει να τελειώσει). Αυτή την ιστορία, άλλωστε, επικαλούνται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και οι έξι (μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές-αύριο άλλη μέρα…) υποψήφιοι για την ηγεσία.
Με αυτό τον συνειρμό “παίζει” δίχως άλλο και ο Γιώργος Παπανδρέου αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία να συνομιλήσει με τους υποψήφιους για την προεδρία του ΚΙΝ.ΑΛ/ΠΑΣΟΚ. Είναι ο γιός του ιδρυτή, διετέλεσε υπουργός και έγινε πρωθυπουργός για να αποκαθηλωθεί με έξωθεν επιρροή μετά από εκείνη την επεισοδιακή Σύνοδο Κορυφής στις Κάννες (2011) και αφού είχε υπογράψει την υπαγωγή της χώρας στο πρώτο μνημόνιο.
Η δεύτερη παράμετρος που αιτιολογεί το γενικότερο ενδιαφέρον αφορά την προσοχή που συγκεντρώνει η κούρσα για την ηγεσία από το Μέγαρο Μαξίμου και την Κουμουνδούρου.
Κυριάκος Μητσοτάκης και Αλέξης Τσίπρας έχουν κάθε λόγο να προτιμούν συγκεκριμένο προφίλ για το νέο αρχηγό. Ο μεν πρώτος, παρότι διεκδικεί διλημματικά την αυτοδυναμία στην δεύτερη από τις δύο επόμενες κάλπες (με απλή αναλογική και μετά με το νέο εκλογικό νόμο του κλιμακωτού μπόνους), έχει κάθε λόγο να επιθυμεί μια ηγεσία με σαφή αντι-ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηριστικά που να “σπάει” το μέτωπο της αντιπολίτευσης.
Ακόμα και με την άνετη διαφορά στις δημοσκοπήσεις ο πρωθυπουργός θα προτιμούσε δίχως άλλο να μην βρίσκει διαρκώς απέναντί του το συμπαγές αντιπολιτευτικό μέτωπο που αναδείχθηκε στην πρόσφατη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την εξεταστική επιτροπή (λίστες Πέτσα και Opinion Poll) και το οποίο καθιέρωσε η Φώφη Γεννηματά στην προσπάθειά της να φιλοτεχνήσει νέα πολιτική ταυτότητα με αντιδεξιές αποχρώσεις. Και, φυσικά, επειδή μόνο ο Θεός δικαιούται να κάνει σχέδια, δεν θα ήταν φυσιολογικό να απορρίπτει το ενδεχόμενο να χρειαστεί συμμαχίες. Ο Ανδρέας Λοβέρδος είναι ένα πρόσωπο που δυνητικά μπορεί να του προσφέρει μια τέτοια δυνατότητα, χωρίς να διατρέχει σοβαρό κίνδυνο διαρροής ψηφοφόρων.
Ο Αλέξης Τσίπρας από την άλλη θα προτιμούσε για νέο αρχηγό οποιοδήποτε πρόσωπο θα ήταν εφικτό, υπο προϋποθέσεις, να σταθεί αρωγός στο αφήγημα της προοδευτικής διακυβέρνησης. Γνωρίζει πως κάτι τέτοιο αποκλείεται με τον Ανδρέα Λοβέρδο, είναι, ωστόσο, πιθανό με κάποιον από τους άλλους πέντε υποψήφιους για την ηγεσία-χωρίς τίποτε να θεωρείται δεδομένο.
Ο Γιώργος Παπανδρέου είναι μία τρίτη μεταβλητή που δεν μπορεί ακόμα να αξιολογηθεί. Εάν αποφασίσει τελικά να είναι υποψήφιος θα το πράξει μόνο εφόσον αποσυρθούν πολιτικά “γειτνιάζουσες” ανθυποψηφιότητες. Παύλος Γερουλάνος, Χάρης Καστανίδης και πιθανότατα Παύλος Χρηστίδης και Βασίλης Κεγκέρογλου δεν έχουν πολλές πιθανότητες σε μία τέτοια περίπτωση. Εάν συνεχίσουν στην κούρσα με υποψήφιο τον Παπανδρέου θα το κάνουν μόνο από ματαιοδοξία ή προσωπική σκοπιμότητα. Σε όλα αυτά, βεβαίως, θα μετρήσει τελικά και η άποψη της Φώφης Γεννηματά, η οποία προς τιμήν της δεν έχει εμπλακεί, όμως την τελευταία στιγμή ίσως διατυπώσει με κάποιον τρόπο τη γνώμη της.
Ο πρώην πρωθυπουργός επισημαίνει στην τελευταία δήλωσή του πως στόχος του είναι μια προοδευτική διακυβέρνηση απέναντι στην συντηρητική πρόταση. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως προσδιορίζει ως αντίπαλο του ΚΙΝ.ΑΛ το κυβερνών κόμμα, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το “δόγμα” Λοβέρδου που χαρακτηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ “υπαρξιακό αντίπαλο”.
Θα αρκεστεί ο Γιώργος Παπανδρέου σε έναν ρόλο εγγυητή της ενότητας του χώρου και θα προστατεύσει τα χαρτιά του για έναν μελλοντικό χρόνο με “έκτακτες συνθήκες”, ή θα επιδιώξει εδώ και τώρα την πολιτική επιστροφή του; Η 18η Οκτωβρίου αποκτά έναν ενδιαφέροντα συμβολισμό.
Το κρίσιμο θέμα, ωστόσο, παραμένει. Οι (σημερινοί) έξι υποψήφιοι θα ανταγωνιστούν για ένα κόμμα του 6% που θα επιδιώξει έναν περιορισμένο ρυθμιστικό ρόλο “γκενσερικού τύπου”, ή μπορεί να προσδοκά κάτι περισσότερο; Η αλήθεια είναι πως, παρόντος του Τσίπρα στην -έστω καχεκτική- ηγεμονία του αντιδεξιού μετώπου, οι πιθανότητες να επιστρέψουν παλαιοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ που έχουν επιλέξει τον ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες (αρκετές) εκλογικές αναμτερήσεις είναι μικρές. Ακόμα και υπό την ηγεσία του Παπανδρέου, σημαίνοντες “παπανδρεϊκοί”, από τον Ραγκούση και την Ξενογιαννακοπούλου μέχρι τον Μωραϊτη και τον Τόγκα, έχουν εγκατασταθεί για τα καλά στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δεν προβλέπεται να “επαναπατρισθούν”.
Ένα ΚΙΝ.ΑΛ με αντιδεξιό προφίλ θα μπορούσε, θεωρητικά, να αποκτήσει λόγο ύπαρξης μόνο εάν αποχωρήσει ο Τσίπρας από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε κάτι τέτοιο προβλέπεται-ακόμα και μετά από μία ακόμα εκλογική ήττα.
Τούτων δοθέντων, ο νέος αρχηγός του ΚΙΝ.ΑΛ πρέπει να συμβιβαστεί με το νέο ρόλο του κόμματος στο πολιτικό σκηνικό. Κι αυτός ο ρόλος δεν μπορεί παρά να είναι ρυθμιστικός και συμπληρωματικός. Αναμφίβολα χρήσιμος και ενίοτε εξισορροπιστικός, αλλά έως εκεί.
Από την άλλη, μία στροφή προς την κεντροδεξιά θα χαρίσει σε κάποιους προσωπικό πολιτικό μέλλον, ίσως και νομή της εξουσίας στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, θα μετατρέψει, όμως, το ΚΙΝ.ΑΛ σε κάτι που ουδεμία σχέση θα έχει ταυτοτικά με το παλαιό ΠΑΣΟΚ.