O Γιώργος Παπανδρέου έρχεται, ο Βασίλης Κεγκέρογλου φεύγει, οι άλλοι πέντε μένουν. Προσώρας τουλάχιστον, και μέχρι νεωτέρας από την εμπόλεμη ζώνη της Χαριλάου Τρικούπη.
Το πρώτο συμπέρασμα είναι πως η εκλογή νέου προέδρου στο ΚΙΝΑΛ βάζει πλέον σοβαρές υποθήκες να εξελιχθεί σε αναμέτρηση χωρίς αύριο. Κάτι σαν τον πόλεμο των Ρόουζ, με όρους πολιτικού σίκουελ. Ναι, όταν συγκρούονται στο ΠΑΣΟΚ – από εποχής Πεντελικού, μέχρι Ζαππείου του 2007 και αλήστου μνήμης 2011-, το εσωκομματικό ροκ του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει με παιδική χαρά.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως ο Γιώργος Παπανδρέου έχει ροπή στο ρίσκο. Εχει πολιτικά guts κατά κάποιους, έχει πολιτικό θράσος κατά κάποιους άλλους. Σίγουρα πάντως, δεν έχει κόλλημα με την υστεροφημία του.
Ο ίδιος επιμένει ότι δεν θα μπει σε μάχη μηχανισμών, λέει ότι κατεβαίνει γιατί θέλει να ενώσει και να μεγαλώσει την παράταξη, και το ιδανικό του θα ήταν έως τις 5 Δεκεμβρίου να βρεθεί μόνος απέναντι στον Λοβέρδο. Να καθαρίσει το τοπίο (και το πεδίο), να στρέψει ξανά το κόμμα στις σοσιαλδημοκρατικές του ρίζες και να παίξει μετά, στα ίσα, απέναντι στον Μητσοτάκη και τον Τσίπρα.
Μπορεί να το κάνει γιατί θεωρεί ότι όντως υπάρχει πολιτικός χώρος– μπορεί να αναζητά αποκλειστικά και μόνον προσωπική δικαίωση. Μπορεί πράγματι να πιστεύει πως το ΠΑΣΟΚ έχει ακόμη μέλλον κι όχι μόνον λείψανα του παρελθόντος – μπορεί κι απλώς η βεντέτα που κρατά από το 2011 να μην έκλεισε ποτέ.
Εάν του βγει, είναι σίγουρο ότι, την επόμενη μέρα, δεν θα είναι όλοι συγκάτοικοι στο ίδιο κόμμα – όχι απαραιτήτως με δική του ευθύνη.
Δεν είναι όμως καθόλου σίγουρο ότι θα του βγει. Ρισκάρει να ανταγωνιστεί με τους παλιούς του υφυπουργούς και τους rookies της πολιτικής και να χάσει. Ρισκάρει να βρεθεί αντιμέτωπος με τον Λοβέρδο και τον Ανδρουλάκη και να μείνει τρίτος. Ξέρει ότι εάν συμβεί αυτό έχει τελειώσει με την πολιτική. Και με την ιστορία επίσης.
Σε κάθε περίπτωση διάβηκε τον Ρουβίκωνα και από εδώ και πέρα δεν μπορεί να κάνει πίσω.
Θα βρει μπροστά του το Καστελόριζο, το Νταβός, τις Κάννες και το Μνημόνιο (το πρώτο, εκείνο που δεν είχε προλάβει να διαβάσει ο Χρυσοχοίδης). Θα βρει την «σιωπή» του Ευάγγελου Βενιζέλου, που σπάει επιλεκτικά για να ζητήσει «σοβαρότητα» και να θυμίσει ότι ο ίδιος δεν είναι πολιτικός των «κληρονομικών δικαιωμάτων».
Θα βρει τους πάλαι ποτέ συμμάχους του σημιτικού μπλοκ (χωρίς το δαχτυλίδι αυτή την φορά), το φιλελεύθερο κέντρο, και την «μεταρυθμιστική αντιπολίτευση» του Ανδρέα Λοβέρδου οχυρωμένη στο Καλέτζι. Να κηρύττει από τα πατρογονικά εδάφη των Παπανδρέου το no pasaran.
Θα βρει επίσης το αίτημα της ανανέωσης. Είτε στην τολμηρή και φιλόδοξη εκδοχή του Παύλου Χρηστίδη, είτε στην δουλεμένη στους μηχανισμούς (αλλά ατελή ως προς το πολιτικό της στίγμα) υποψηφιότητα του Νίκου Ανδρουλάκη – είτε ακόμη και στην, παπανδρεϊκών αναφορών, «σφήνα» Γερουλάνου.
Θα βρει όμως κι ένα πολιτικό σκηνικό σε απόλυτη στασιμότητα. Σε στοπ καρέ διαρκείας δυόμισι χρόνων, με την ΝΔ ακούνητη στην κορυφή να αυτοτροφοδοτεί τις δάφνες της και τον ΣΥΡΙΖΑ επίσης ακούνητο δεύτερο, να αδυνατεί να εισπράξει. Είναι παράδοξο, αλλά ισχύει, ότι το μόνο πολιτικό γεγονός που κατάφερε έως τώρα να ταράξει αυτή την ακινησία ήταν η εσωτερική αντάρα του μικρού ΚΙΝΑΛ.
Θα βρει επίσης και μια νέα ευκαιρία να ανοίγει για την σοσιαλδημοκρατία σε όλη την Ευρώπη, όπως κι ένα κενό μέχρι στιγμής εγχώριο πρόπλασμα για προοδευτική διακυβέρνηση.
Θα βρει και δυό ακόμη Μνημόνια – ένα υπογεγραμμένο από τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο κι ένα από τον Τσίπρα. Τώρα που όλοι, δεξιά, κεντροαριστερά και αριστερά, έχουν πατσίσει με την ιστορία, ενδεχομένως η κουβέντα να μπορεί να γίνει και με άλλους όρους.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα γίνει τελικά αυτή η κουβέντα – στην πραγματικότητα, οι πιθανότητες είναι εναντίον της. Για να φθάσει να γίνει, είτε ο Γιώργος Παπανδρέου, είτε οποιοσδήποτε από τους άλλους πέντε (ή όσους μείνουν) υποψηφίους θα πρέπει πρώτα να φέρουν την αντάρα του ΚΙΝΑΛ και στην κάλπη. Να κινητοποιήσουν τον κόσμο, να τον πείσουν να πάει να ψηφίσει και να δημιουργήσουν κοινωνικό αίτημα.
Μοιάζει δύσκολο, κι εάν συμβεί θα είναι πολιτική έκπληξη. Το γεγονός όμως ότι η επιστροφή Παπανδρέου προκάλεσε αυτή την αντάρα δείχνει ότι υπάρχει πολιτικό κενό. Όπως υπάρχει και – διακομματική – αγωνία για το ποιος τελικά θα το καλύψει…