Τον θυμάμαι από πίτσκο. Τον φόβο της. Το μεταλλικο μακρόστενο κουτί με την πραμάτεια του γιατρού. Την θέρμανση του μετάλλου σε γαλάζιο οινοπνευματι μπαμπάκι. Την αποθάρυνση που έπεφτε όταν ζητούσες να κοιτάξεις τη βελονα που σου έμπηγαν.
Κι έπειτα, την βελόνα-μακριά γαϊδούρα της παρακέντησης. Τες τρεις πνευμονίες που τράβηξες και τα τέσσερα «χι» σταυροειδώς σπαρμένα στην πλατη σου και την κοφτή βεντούζα που γέμιζε, ολόθερμη, αίμα και αισθανόσουν ανακούφιση και τρόμο.
Η το πυρέτιο που σε βασάνιζε νήπιο και το γέλιο των γονιών σου όταν παρακαλούσες,λυσσασμένος από πείνα «αμάν, κιοφτέ!» στα τέσσερά σου χρόνια.
Επίσης, τα ιατρικά λάθη κάποιων θεραπόντων ιατρών που σε παρέλυαν αλλά και μόνον φορώντας την άσπρη ποδιά, τους συγχωρούσες.Ή τους μεταφυσικούς χώρους οπου έμπαινες απρόσκλήτος στο τέλος καθε πνευμονίας και ενώ η ανάσα σου γινόταν σπάνια, φλεγμονώδης και αγιάτρευτη.
Τα βουρκωμένα μάτια συγγενών και φίλων που κρύβονταν με τρόπο πίσω από την νοσοκομα,και το χλομιασμά τους όταν σε έβλεπαν.
Και μετά, το δύσκολο στάδιο της ανάρρωσης. Να κάθεσαι το πεζοδρόμιο επιθυμώντας να έρθει το βίντσι να σε πάρει.
Αλλά ποτέ των ποτών να μη αισθάνεσαι τον πόνο να σε φοβίζει. Απ΄αυτό και μόνον γλύτωσα και δεν έγινα μυγιάγγιχτος και υστερικος. Κι ας έβλεπα συμμαθητάκια που έσβηναν στη θέα της βελόνας.Ή έκρυβαν την πάθηση.
Και τώρα, πείτε ό,τι σας αρέσει, αλλά τον κόσμο των ανεμβολίαστων, ένα μεγάλο μέρος τους , κσνοναρχεί ο φόβος.
Ο φόβος της βελόνας, η δυσπιστία στον γιατρό, η τάση να τον θεωρείς σκιτζή και αδιάφορο. Και εξ αυτού, το κρέμασμα σε όποια γνώμη ακούς που τον περιφρονεί.
Διότι φοβάσαι τρελά και εκρέεις κρύον ιδρώτα.Και αφήνεσαι στον φόβο, εμπλουτίζοντάς τον με θρησκειολογική πέτσα, και μεταφυσική αναζήτηση του Σωτήρος- Αμνού που τον σταυρώνουν ανάποδα σε χιαστί ικρίωμα, ή τον καίνε στο κάρβουνο ή τον μοιράζουν τέσσερα άλογα στα τέσσερα.
Μόνον ο φόβος της βελόνας και ο τρόμος της ασφυξίας είναι ασφαλείς φταίχτες της ανασούμπαλης συμπεριφοράς σου.
Όποιο συναξάρι και να διαβάσεις, δεν περισεύει την πίστη σου. Θα την εκμηδενίσει.
Θυμάμαι την νταρντανογυναικάρα με την κοιλιά στο στόμα που μας κατηγορούσε για την δική μας κοιλιά, υποστηρίζοντας πως θα γεννήσει εύκολα στον τάκο, στο δέντρο ,στο Άουσβιτς, επειδή είναι γενναία.
Και στο πρώτο πονάκι της γέννας, να βαράει σφαλιάρα στον άντρα της, ουρλιάζοντας: «μαλάκα! Που με γκάστρωσες! Αρχίδι! Βάρα μου ενέσεις, διώξε από πάνω μου το μούλικο!»
Δεν είναι ντροπή ο φόβος, καταλήγω.
Τα παράπονά σας στη λέξη «ωδίνες», στη λέξη «δίνη» και στον τυφλο φόβο που είναι ανομολόγητος και προτιμάς να αποθάνεις παρά να ξεράσεις τον πανικο σου, προτιμώντας να σε εκλάβουν ως αγωνιστή.