Η εσωκομματική εκλογή στο ΚΙΝ.ΑΛ και, κυρίως, η καταλυτική για τις εξελίξεις υποψηφιότητα του Γιώργου Παπανδρέου, έβαλε στη δημόσια συζήτηση το δίλημμα σχετικά με τις επόμενες εκλογές. Ως γνωστόν, η πρώτη αναμέτρηση θα διεξαχθεί με το σύστημα της απλής αναλογικής και εφόσον η διαδικασία των εντολών σχηματισμού κυβέρνησης σε καθένα από τα τρία πρώτα (σε δύναμη) κόμματα δεν τελεσφορήσει τότε η χώρα θα οδηγηθεί εκ νέου στις κάλπες με το εκλογικό σύστημα του (κλιμακωτού) μπόνους που ψηφίστηκε στην παρούσα Βουλή με πρόταση της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Στην πρώτη του δήλωση ο Γιώργος Παπανδρέου έκανε αναφορά στην προοπτική προοδευτικής διακυβέρνησης και εισέπραξε την απάντηση του Ανδρέα Λοβέρδου ότι εφόσον εκλεγεί εκείνος στην ηγεσία δεν τίθεται κανένα θέμα σύγκλισης με τον ΣΥΡΙΖΑ –“του Σπίρτζη, του Ραγκούση, της Ξενογιαννακοπούλου και του Κουρουμπλή”, όπως είπε κατηγορηματικά.
Παρότι όλοι οι υποψήφιοι θέτουν πρώτο στην ατζέντα τους το θέμα της πολιτικής αυτονομίας, εκ των πραγμάτων η απλή αναλογική καθιστά “επίδικο” το εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προκύψει κυβέρνηση συνεργασίας σε προοδευτική κατεύθυνση. Στόχος που περιλαμβάνεται στην ιδρυτική διακήρυξη του ΚΙΝ.ΑΛ, ωστόσο ερμηνεύεται πολλαπλώς.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από την άλλη, έχει καταστήσει σαφές και με κατηγορηματικό τρόπο πως θα επιδιώξει την αυτοδυναμία της Ν.Δ και θα οδηγήσει τη χώρα σε δεύτερες κάλπες εφόσον κάτι τέτοιο δεν καταστεί δυνατό στις πρώτες της απλής αναλογικής. Και είναι μάλλον προφανές πως δεν μπορεί να καταστεί, δεδομένου ότι η εκλογική αριθμητική δίνει αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος (απλή αναλογική) με ποσοστό περίπου 47%!
Όσο, όμως, απόμακρο κι αν είναι το σενάριο αυτοδυναμίας για τη Ν.Δ εάν αναδειχθεί πρώτο κόμμα στην κάλπη της απλής αναλογικής, τόσο ανέφικτο φαίνεται και το σενάριο προοδευτικής κυβέρνησης συνεργασίας του δεύτερου κόμματος εάν αυτό είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Όπως φαίνεται από τον παραπάνω πίνακα και με την συνθήκη ότι η επόμενη Βουλή θα προσομοιάζει στη σημερινή ως προς τα κόμματα που θα περάσουν το κατώφλι εκπροσώπησης του 3%, θα έπρεπε να συνεργαστούν ο ΣΥΡΙΖΑ (ως δεύτερο κόμμα με εντολή σχηματισμού κυβέρνησης) με το ΚΙΝ.ΑΛ, το ΚΚΕ και το Μερα 25 για να συγκεντρώσουν 158 βουλευτές. Το ΚΚΕ έχει δηλώσει ρητώς πως δεν θα συναινούσε σε μία τέτοια συνεργασία και μάλλον το “ποτέ μην λες ποτέ” δεν ισχύει στην περίπτωσή του.
Ο Αλέξης Τσίπρας, βεβαίως, έχει θέσει ως προϋπόθεση τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ “έστω και με μία ψήφο”, καθώς η πρωτιά θα ανατρέψει την κατανομή εδρών του πίνακα. Σε μία τέτοια περίπτωση η συνεργασία του με το ΚΙΝ.ΑΛ (στην περίπτωση που αρχηγός του αναδειχθεί ο Γιώργος Παπανδρέου και εφόσον επαληθευτεί η πρόβλεψη (;) πως θα συναινούσε σε μια τέτοια κατεύθυνση) θα μπορούσε όντως να οδηγήσει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας.
Αυτή είναι ίσως και η μοναδική “ασφαλής” πιθανότητα να ευοδωθεί το σενάριο Τσίπρα.
Ωστόσο, στην Κουμουνδούρου εκτιμούν και στο Μέγαρο Μαξίμου φοβούνται πως η κατάσταση θα γίνει περίπλοκη εάν η Ν.Δ κερδίσει μεν τις εκλογές της απλής αναλογικής αλλά με μικρή διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Επισημαίνεται, δε, από αναλυτές πως μια διαφορά κάτω από 5% θα προκαλούσε νέα δεδομένα.
Σε μία τέτοια περίπτωση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έπρεπε να εξηγήσει (δυσκολότερα) γιατί δεν υιοθετεί το αίτημα περί συνεργασιών που θα εξέπεμπε η λαϊκή ετυμηγορία και οδηγεί τη χώρα στην περιπέτεια της δεύτερης κάλπης και εκβιάζει την αυτοδυναμία. Κάτι τέτοιο μπορεί μεν να ενισχύσει το δίλημμα που θέτει, μπορεί, όμως, και να επιστρέψει ως μπούμερανγκ και να ενισχύσει το αίτημα περί κυβέρνησης συνεργασίας κάτι που ίσως ωφελήσει το δεύτερο κόμμα.
Όπως είχε αναφέρει σε ρεπορτάζ του πριν λίγο καιρό (πριν τις εξελίξεις περί την υποψηφιότητα Παπανδρέου) το “Βήμα”, το πολλαπλό σενάριο που συζητείται στον ΣΥΡΙΖΑ είναι: συμμετοχή, στήριξη, ή ανοχή σε μια κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας. Το Σύνταγμα προβλέπει στην περίπτωση μη αυτοδυναμίας διερευνητικές εντολές στα πρώτα τρία σε εκλογική δύναμη κόμματα για σχηματισμό κυβέρνησης. Για να τελεσφορήσει μια διερευνητική εντολή θα πρέπει να προκύπτει από τις διαβουλεύσεις με τα άλλα κόμματα είτε πλειοψηφία 151 ψήφων (κυβερνητική πλειοψηφία) είτε έστω 120 θετικών ψήφων εφόσον αποτελούν πλειοψηφία επί των παρόντων. Αυτό προϋποθέτει ότι κάποιοι βουλευτές θα απέχουν από τη διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης ώστε διά της ανοχής τους να διευκολύνουν τον σχηματισμό κυβέρνησης δίχως να την έχουν ψηφίσει (κυβέρνηση μειοψηφίας/ανοχής). Σε αριθμούς αυτό σημαίνει ότι μια κυβέρνηση μπορεί να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης-ανοχής ακόμα και με 120 θετικές ψήφους, υπό την προϋπόθεση ότι θα ψηφίσουν συνολικά 239 βουλευτές και οι υπόλοιποι 61 δεν θα συμμετέχουν, ώστε να προκύπτει η απαιτούμενη απόλυτη πλειοψηφία (120 έναντι 119) επί των παρόντων που προβλέπει το Σύνταγμα για την ψήφο εμπιστοσύνης.
Τούτων δοθέντων, το σενάριο Τσίπρα μπορεί να αποκτήσει υπόσταση μόνο εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ είτε κερδίσει στην κάλπη της απλής αναλογικής, είτε χάσει αλλά με μικρή διαφορά από τη Ν.Δ. Κι εφόσον, βεβαίως, το ΚΙΝ.ΑΛ -εάν κερδίσει την εκλογή για την ηγεσία ο Γιώργος Παπανδρέου- σημειώσει ένα αξιοπρεπές ποσοστό που θα ενισχύσει το προφίλ του και θα απελευθερώσει την όποια διαπραγμάτευση.
Στην περίπτωση, φυσικά, που την εκλογή στο ΚΙΝ.ΑΛ κερδίσει ο Ανδρέας Λοβέρδος, το σενάριο αυτό παύει να υφίσταται. Αλλά ακόμα και στην πρώτη περίπτωση (επικράτησης του Γιώργου Παπανδρέου) οφείλει κανείς να λάβει υπόψιν του και την πιθανότητα διάσπασης και αποχώρησης βουλευτών -μετά τις εκλογές-, οι οποίοι θα διαφωνήσουν με την σύγκλιση με τον ΣΥΡΙΖΑ.