Βιομετρική αναγνώριση χρησιμοποιεί η αστυνομία σε Αυστρία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Λετονία, Λιθουανία, Σλοβενία, Ολλανδία, Ουγγαρία αλλά και Ελλάδα, σύμφωνα με νέα μελέτη που επικαλείται το Εuractiv και συμπληρώνει πως οι Κύπρος, Κροατία, Τσεχία, Εσθονία, Ρουμανία, Πορτογαλία, Ισπανία και Σουηδία αναμένεται να ακολουθήσουν σύντομα το παράδειγμά τους.
Το δημοσίευμα γράφει πως, σύμφωνα με τις αρχές, η χρήση της συγκεκριμένης τεχνολογίας αναγνώριση γίνεται για «ταυτοποίηση εκ των υστέρων» σε ποινικές έρευνες, όταν δηλαδή το υλικό ελέγχεται μετά από ένα περιστατικό, και όχι σε πραγματικό χρόνο. Όμως, αυτή η διάκριση δεν έχει καμία σχέση με τον αντίκτυπο αυτών των τεχνολογιών στα θεμελιώδη δικαιώματα.
«Η εκ των υστέρων ταυτοποίηση φέρει στην πραγματικότητα μεγαλύτερη πιθανότητα βλάβης, καθώς περισσότερα δεδομένα μπορούν να συγκεντρωθούν από διαφορετικές πηγές για την ταυτοποίηση», δήλωσε ο Francesco Ragazzi, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Leiden και συγγραφέας της μελέτης, που δημοσιεύτηκε προχθές μετά από παραγγελία της Ομάδα των Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η οποία υποστηρίζει την πλήρη απαγόρευση των συστημάτων βιομετρικής αναγνώρισης σε δημόσιους χώρους.
Η πιο ανεπτυγμένη μορφή βιομετρικής αναγνώρισης είναι το λογισμικό αναγνώρισης προσώπου, που αντιστοιχίζει μια εικόνα που τραβήχτηκε με μια άλλη εικόνα που είναι αποθηκευμένη σε βάση δεδομένων. Ως εκ τούτου οι συντάκτες της έκθεσης προειδοποιούν τις πιθανές επιπτώσεις ενός τόσο ευρέος φάσματος εφαρμογών, που μπορεί να παραβιάσουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των Ευρωπαίων.
Η μελέτη εστιάζει στις αναζητήσεις κατά τις οποίες το σύστημα προσπαθεί να εντοπίσει ένα άτομο χωρίς τη συγκατάθεσή του σημειώνοντας πάντως πως η ανάπτυξη αυτών των τεχνολογιών εξακολουθεί να είναι περιορισμένη σε εύρος και κλίμακα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ωστόσο, αυτό μπορεί να αλλάξει εάν τροποποιηθεί το νομικό πλαίσιο, την ώρα που αυτά τα συστήματα έχουν συσσωρεύσει τεράστιες ποσότητες προσωπικών δεδομένων.
Επισημαίνονται επίσης δύο εξελίξεις αναφορικά με τον κίνδυνο μαζικής επιτήρησης: την επέκταση των βιομετρικών βάσεων δεδομένων και την πιλοτική εφαρμογή πολλών συστημάτων που συνδέονται με λογισμικό βιομετρικής αναγνώρισης.
«Αυτό που βλέπουμε με αυτά τα έργα είναι ότι ακολουθούν όλο και περισσότερο μια στρατηγική “τετελεσμένου γεγονότος”. Γενικά παρουσιάζονται ως πιλοτικό έργο απαιτώντας ορισμένες ειδικές συνθήκες σχετικά με την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Ζητούν άδεια αργότερα», πρόσθεσε ο Ragazzi. Σε κάθε περίπτωση, στις περισσότερες περιπτώσεις, υποδομές όπως κάμερες και μικρόφωνα έχουν απενεργοποιηθεί, αλλά παραμένουν στη θέση τους.
«Πιλοτικά έργα» ομαλοποιούν την επιτήρηση;
Για παράδειγμα, το αεροδρόμιο των Βρυξελλών ανέπτυξε το 2017 τέσσερις κάμερες αναγνώρισης προσώπου χωρίς να ενημερώσει την αρμόδια εποπτική αρχή. Μια γειτονιά στο Ρότερνταμ ξεκίνησε ένα άλλο έργο για τον εντοπισμό ύποπτης συμπεριφοράς χρησιμοποιώντας έξυπνους λαμπτήρες δρόμου.
Στη Νίκαια της Γαλλίας ξεκίνησε παρακολούθησε με τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου στους δρόμους. Η χρήση βιομετρικών εργαλείων δοκιμάστηκε επίσης στα λύκεια αλλά κρίθηκε παράνομη. Αντίθετα, χρησιμοποιούνται σε σχολικές καντίνες του Ηνωμένο Βασιλείου για την αναγνώριση μαθητών.
Στη Γερμανία, Βερολίνο, Αμβούργο και Μάνχαϊμ έχουν αναπτύξει λογισμικό αναγνώρισης προσώπου για να εξετάσουν την ικανότητα να εντοπίζουν ύποπτες συμπεριφορές. Η αιτιολογία περί δοκιμαστικής προσέγγισης χρησιμοποιείται συχνά στη συγκεκριμένη χώρα λόγω της απόκλισης από τους υφιστάμενους κανόνες αλλά και τις προσδοκίες της κοινωνίας, σύμφωνα με τη μελέτη.
Στην έκθεση σημειώνεται πως τα πιλοτικά έργα τείνουν να ξεκινούν σε μια «νόμιμη γκρίζα ζώνη» και, εάν αφεθούν ανεξέλεγκτα, μπορεί να έχουν μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα καθιστώντας «ομαλή» την επιτήρηση. Ειδικά, η παρακολούθηση για ύποπτες συμπεριφορές μπορεί να φέρει ανατριχιαστικά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά στις ατομικές ελευθερίες.
Κόντρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Νωρίτερα αυτό το μήνα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε ψήφισμα για αυστηρούς κανόνες σχετικά με τη χρήση συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης στο πλαίσιο επιβολής του νόμου, πιέζοντας κυρίως για απαγόρευση της βιομετρικής αναγνώρισης σε δημόσιους χώρους.
Η έκθεση είχε ισχυρή υποστήριξη από τις φιλελεύθερες, σοσιαλδημοκράτες, αριστερές και πράσινες ομάδες, ενώ σχεδόν «χώρισε» τα κόμματα της δεξιάς και της ακροδεξιάς. Αντίθετα, οι χριστιανοδημοκράτες καταψήφισαν σχεδόν ομόφωνα την απαγόρευση.
«Αν και πρέπει να υπάρχουν αυστηρές διασφαλίσεις και ορισμένες απαγορεύσεις, η πλήρης απαγόρευση της αναγνώρισης προσώπου αγνοεί τα οφέλη που μπορεί να έχει μια τέτοια τεχνολογία, για παράδειγμα κατά τον εντοπισμό εγκληματιών ή ακόμη και ως μέρος άλλων περιπτώσεων χρήσης, όπως η εκπαίδευση αυτόνομων οχημάτων για την αναγνώριση ανθρώπων» ισχυρίστηκε ο ευρωβουλευτής Άξελ Βος.
Η απαγόρευση ενδέχεται να ενσωματωθεί στον νόμο περί τεχνητής νοημοσύνης, τον οποίο ζήτησε ο Μπράντο Μπενιφέι, εισηγητής στην Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (IMCO). Ωστόσο, άλλες κοινοβουλευτικές επιτροπές αμφισβήτησαν την ηγεσία της IMCO, ανοίγοντας μια διαμάχη για τις αρμοδιότητες.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών και Χριστιανοδημοκράτης, Αντόνιο Ταγιάνι, συνέστησε μια κοινή ηγεσία μεταξύ της IMCO και της επιτροπής νομικών υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου (JURI). Σε αυτήν αναμένεται να τεθεί επικεφαλής ένα από τα μέλη του κόμματος του Ταγιάνι η πλήρης απαγόρευση να μοιάζει λιγότερο πιθανή.
Η τελική απόφαση θα παρθεί στη Διάσκεψη των Προέδρων, η οποία θα συζητήσει το θέμα στις 18 Νοεμβρίου.