Ηδη από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης του Τύπου ως έντυπα φυλλάδια, τον 17ο αιώνα και πολύ περισσότερο, από τα τέλη του 19ου αιώνα με την εμφάνιση των μεγάλων εφημερίδων, αναπτύχθηκαν δύο “σχολές” Δημοσιογραφίας (και πολλές ενδιάμεσες ή μικτές): Η Δημοσιογραφία που στηρίζει κάθε μορφής Εξουσία, το Κράτος, το Εθνος και ουσιαστικά αποτελεί τη “φωνή” τους στην κοινωνία και εκείνη που ασκεί έλεγχο δημοσιεύοντας ακριβώς αυτά που η εκάστοτε Εξουσία δεν θέλει να δημοσιοποιηθούν.
Δεν είναι καινούργια πράγματα αυτά. Πάντοτε υπήρχαν και πάντοτε θα υπάρχουν. Οπως άλλωστε και μία τρίτη, διακριτή μορφή δημοσιογραφίας, η σκανδαλοθηρική, η κουτσομπολίστικη, η λεγόμενη και “Κίτρινη”. “Μαθητές” αυτών των τριών μεγάλων “σχολών” και τα αντίστοιχα Μέσα διέπρεψαν και κατά καιρούς κυριάρχησαν έναντι των άλλων.
Τη διάκριση αυτών των “σχολών” δημοσιογραφίας φαίνεται ότι γνωρίζει καλά ο πρωθυπουργός, αν κρίνει κανείς από τη φράση του, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, με τον Μαρκ Ρούτε στο Μαξίμου: «Γνωρίζω ότι στην χώρα σας μπορείτε να κάνετε ευθέως ερωτήσεις». Λέγοντας ουσιαστικά ότι στην Ολλανδία, σε αντίθεση με ο,τι συμβαίνει στη χώρα μας, υπάρχει και λειτουργεί η δεύτερη σχολή Δημοσιογραφίας, αυτή που ελέγχει την Εξουσία. Αυτή που ρωτάει και δημοσιεύει όσα ΔΕΝ θέλει η Εξουσία να δημοσιοποιηθούν, τα υπόλοιπα είναι δημόσιες σχέσεις, όπως έλεγε ο Τζορτζ Οργουελ. Δηλαδή η Δημοσιογραφία που είναι στην υπηρεσία της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας.
Σαφέστερα δεν μπορούσε να το διατυπώσει ο κύριος Μητσοτάκης.
Πάμε όμως να δούμε τι έγινε χθες: Η ολλανδή δημοσιογράφος Ίνγκεμποργκ Μπέουχελ ρώτησε τον έλληνα πρωθυπουργό για το αν θα παραδεχθεί ότι η χώρα μας κάνει παράνομες επαναπροωθήσεις μεταναστών-προσφύγων προς Τουρκία. Ανάλογη ερώτηση, για το κατά πόσο τηρεί τα συμφωνηθέντα για την αποδοχή προσφύγων έκανε και στον πρωθυπουργό της χώρας της. Και σε ανάλογο, οξύ και μάλλον επιθετικό ύφος. Κι αυτό το επιθετικό, παθιασμένο, στα όρια της προσβολής ύφος ήταν και το μοναδικό “φάουλ” της δημοσιογράφου.
Το να υπηρετείς τη σχολή της ερευνητικής Δημοσιογραφίας που ελέγχει την εξουσία, δεν σημαίνει ότι πρέπει να εμφανίζεσαι με το πάθος και την επιθετικότητα ενός ακτιβιστή. Μπορείς να κάνεις την ίδια ερώτηση, ασκώντας έλεγχο με ηπιότερο και μεθοδικότερο τρόπο, παραθέτοντας στοιχεία και τεκμήρια. Μπορείς να “σφάξεις” με… το βαμβάκι, με ευπρέπεια, με κύρος.
Μπορούσε, για παράδειγμα, η Ίνγκεμποργκ Μπέουχελ αντί του “παρακαλώ μην προσβάλλετε την νοημοσύνη τη δική μου και όλων των δημοσιογράφων του κόσμου γιατί υπάρχουν πάρα πολλές αποδείξεις. Και εσείς συνεχίζετε να το αρνείστε και να λέτε ψέματα. Αυτό είναι κατάχρηση ναρκισσισμού” να παραθέσει κάποιες από αυτές τις αποδείξεις και όσα έχουν αναφερθεί τόσο στην Κομμισιόν, η οποία έχει ζητήσει να γίνει έρευνα, όσο και από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες αλλά και από τη Διεθνή Αμνηστία για τις «παράνομες επαναπροωθήσεις» που φέρεται να κάνει συστηματικά η Ελλάδα.
Ο τρόπος διατύπωσης της ερώτησης “έβγαλε από τα ρούχα του” τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ταυτόχρονα όμως ήταν και η “σανίδα σωτηρίας” του καθώς τα “φώτα” στράφηκαν στην “προσβολή” και όχι στην ουσία της ερώτησης και του θέματος. Και βέβαια έγινε και το κύριο εργαλείο διαχείρισης της κρίσης που προκλήθηκε – μαζί με την ταχύτατη ανάσυρση του “φακέλου” της δημοσιογράφου. και το “κρέμασμά” του στα ψηφιακά “μανταλάκια”.
Οσο όμως άτσαλο και εμπαθές ήταν το ύφος της ολλανδής δημοσιογράφου, “καίγοντας” το πολύ σοβαρό θέμα που έθεσε, άλλο τόσο άτσαλο ήταν και το ύφος του πρωθυπουργού που φάνηκε να χάνει την ψυχραιμία του. Δεν το περίμενε; Δεν τον είχε προετοιμάσει κανείς; Δεν έχει εκπαιδευτεί στο να αντιμετωπίζει το αναπάντεχο (ή τη δημοσιογραφία του ελέγχου και όχι της στήριξης, όπως έχει συνηθίσει); Ποιός ξέρει;
Πάμε ξανά στα (πολύ) βασικά:
Δουλειά του δημοσιογράφου είναι να αποκαλύψει με οποιοδήποτε πρόσφορο και ερευνητικό τρόπο, την αλήθεια. Είτε αιφνιδιάζοντας τον συνομιλητή του, με ερωτήσεις που δεν περιμένει, είτε αναδεικνύοντας τις αντιδράσεις του στον προφορικό ειδικά λόγο, που προδίδουν την προσπάθειά του να κρύψει την αλήθεια πίσω από καταφανώς αστήρικτες δικαιολογίες.
Δουλειά του πολιτικού είναι να απαντάει, όποτε ερωτηθεί, με σαφήνεια και ψυχραιμία την πολιτική που είχε υποσχεθεί προεκλογικά και πως ως κυβέρνηση ασκεί με συνέπεια και ειλικρίνεια.
Χθες, η δημοσιογράφος επιχείρησε να κάνει το πρώτο, να “στριμώξει” τον έλληνα πρωθυπουργό αλλά εν μέρει εξετράπει διατυπώνοντας τη θέση της παρά ένα τεκμηριωμένο ερώτημα. Κι από την άλλη πλευρά, ο έλληνας πρωθυπουργός απέφυγε να απαντήσει επί της ουσίας για το αν κάνει η Ελλάδα επαναπροωθήσεις, για το αν αυτές είναι νόμιμες με βάση το ελληνικό και διεθνές δίκαιο, για το αν η όλη ιστορία που καταγγέλλεται διεθνώς εδώ και μήνες έχει περιεχόμενο ή όχι.
Το θέμα έχει πάρει ήδη μεγάλες, διεθνείς διαστάσεις. Η υπόθεση των επαναπροωθήσεων γίνεται “σημαία” της Άγκυρας η οποία προσπαθεί με αυτήν να καλύψει τις δικές της ανομίες και την εργαλειοποίηση του προσφυγικού. Στο όνομα όμως αυτής της εργαλειοποίησης δεν μπορεί να κρύβεται -πρόσκαιρα- η αλήθεια που αργά ή γρήγορα θα αποκαλυφθεί.
Το επιχείρημα “οι άλλοι κάνουν χειρότερα από εμάς” δεν είναι ούτε πολιτικό ούτε καν νομικό επιχείρημα. Κι αν κάποιοι θέλουν να σου επιτεθούν και να επιβάλουν κυρώσεις θα το κάνουν για αυτά που κάνει εσύ, όχι ο άλλος!
Αρα, χωρίς φόβο θα πρέπει να απαντηθούν με καθαρό και ειλικρινή τρόπο όλα τα ερωτήματα που έχουν τεθεί, όχι από την ολλανδή δημοσιογράφο, αλλά από διεθνείς οργανώσεις, χωρίς πάθος.
Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση «η ερώτησις, δεν ήτο καλή καθόλου!» που είχε δώσει ο Στυλιανός Παττακός σε ξένο ανταποκριτή που τον ρώτησε “ποιός είναι ο αριθμός των συλληφθέντων από το καθεστώς”, έχει μείνει στην ιστορία ως ενδεικτική του αυταρχισμού απέναντι στον Τύπο. Οπως οι ανάλογες “απαντήσεις” που έχει δώσει κατά καιρούς ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Ερντογάν και ο Όρμπαν, όταν έχουν ζοριστεί από τους δημοσιογράφους.