1980-φευγα, καλοκαίρι. Στο χωριό του πατέρα μου, η καφετέρια-μπαρ-αίθριο-απ όλα ήχορυπαίνει το σύμπαν με την απόλυτη συναίνεση του σύμπαντος κόσμου.
Οι μεγάλοι περπατάνε πάνω κάτω στον κεντρικό δρόμο, οι μικροί παίζουμε κρυφτό, εγώ τα φυλάω, το χωριό σείεται συθέμελα από Καρά, Πωλίνα, Βόσσου κ.α. Ψάχνω για ώρα τον τελευταίο που μου μένει και δεν τον βρίσκω. Κάποια στιγμή διαπιστώνω ότι πίσω από μια κάθετη σειρά καφάσια στην (τύπου) κάβα του χωριού, κινείται μια σκιά. Πλησιάζω και βλέπω ότι η σκιά καμώνεται πως κρατάει μικρόφωνο και χορεύει στην κρυψώνα της. Φωνάζω φτου τάδε και μετά προσέχω το τραγούδι που τον έδωσε. Δεν το ήξερα αλλά το έμαθα, ήταν το έλα μωράκι μου.
Από τότε ακούω φανατικά και προσεκτικά Κυριαζή. Δεν είμαι σίγουρη γιατί μου άρεσε αυτή η φάλτσα κλάψα, μια εύκολη απάντηση θα έλεγε «γιατί ήταν αυθεντική», αλλά δε θα ήταν πλήρης απάντηση. Νομίζω ο Κυριαζής μου άρεσε γιατί έφτιαχνε στραβοχυμένα αριστουργήματα χωρίς να δίνει βαρύτητα ούτε στο στραβοχυμένα, ούτε στο αριστουργήματα και αυτή την ακούσια αδιαφορία για το αποτέλεσμα τη βρίσκω τρομερά γοητευτική. Απλά έριχνε στην κιθάρα του, περίπου όπως ρίχνουμε στο πλυντήριο, ημέρες, ώρες, καψούρες, ρούχα, εικόνες, συναισθήματα, οιδιπόδεια, υφές, γεωγραφίες και άπλωνε το αποτέλεσμα στους δίσκους του, όχι σαν έργα τέχνης και ταλέντου, αλλά σαν απλή μπουγάδα της ψυχής του. Χωρίς κόμπλεξ υπεροχής ή πρωτοτυπίας, χωρίς ατελείωτο χτένισμα μουσικής ή στίχου: καπιτονέ-ναι. Ουίσκια-σπίτια. Ημεροβίγλι-Απρίλη. Πολύ-κατοχή. Σαββάτου-κάπου.
Και ενώ όλα ήταν τόσο περίπου απλά και εύκολα, όταν έφτασε στη μανα του, άφησε την ομοιοκαταληξία στα ρήματα του τραγουδιού, γιατί το ουσιαστικό, η μάνα, είναι μόνο μια και *πού να βρει μια (λέξη) να της μοιάζει*. Αγαπάω-φυλάω, ανάμεσά τους το εικονοστάσι της εξιδανίκευσης και από πάνω ειλικρινές κλάμα και ειλικρινές φάλτσο σε ιδιόρρυθμο, εν τοις πράγμασι ιδιόμελο, περίπου ποπ αμανέ.
**
Από χθες που έμαθα ότι έφυγε, έχω την εξής εικόνα στο μυαλό μου. Στον παράδεισο της μουσικής και του επίπλου, στα 9/8 της απόστασης που χωρίζει το ροκ από τον καρσιλαμά, ο Κυριαζής συναντάει τη μάνα του καθισμένη σε καναπέ by ch.k.· φιλιούνται-αγκαλιάζονται, λένε τα νέα τους, φεύγει λίγο η πολλή συγκίνηση, χαλαρώνουν και της τραγουδάει
*μου θυμίζεις τη Βάνα μου*.
Πρώτη δημοσίευση στο Facebook