H δημοσκόπηση της Metron Analysis για το “Βήμα της Κυριακής” έχει ενδιαφέρον όχι ως μία ακόμα μέτρηση των πολιτικών τάσεων στο εκλογικό σώμα αλλά κυρίως επειδή είναι η πρώτη που επιχειρεί να αποτυπώσει την επίδραση των εξελίξεων στο Κίνημα Αλλαγής με την εκλογή νέας ηγεσίας και κατά πόσο αυτές είναι πιθανό να επηρεάσουν ευρύτερα το πολιτικό τοπίο ενόψει της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης που θα διεξαχθεί με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής.
Μερικές παρατηρήσεις που καθιστούν πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα την συγκεκριμένη έρευνα είναι οι εξής:
–Για πρώτη φορά -όπως επισημαίνει στο αναλυτικό του σημείωμα ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Στράτος Φαναράς- η Ν.Δ πέφτει κάτω από το “ψυχολογικό” όριο του 30%. Το ποσοστό που της αποδίδεται στην “Πρόθεση Ψήφου” (η εταιρεία δεν παρουσιάζει εκτίμηση εκλογικού αποτελέσματος και μάλλον σωστά διότι πρόκειται για έναν δείκτη αρκετά αμφισβητούμενο) είναι για την ακρίβεια 28%. Το κυβερνών κόμμα εξελέγη (2019) με ποσοστό περίπου 40%, πράγμα που σημαίνει πως σύμφωνα με την συγκεκριμένη έρευνα σημειώνει απώλειες 12 ποσοστιαίων μονάδων σε λίγο περισσότερο από δύο χρόνια διακυβέρνησης. Παραμένει αναμφίβολα το φαβορί εάν οι εκλογές διεξάγονταν την επόμενη Κυριακή, η φθορά όμως είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού και αυτό αποτελεί “σήμα κινδύνου” για το πολιτικό επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου. Ιδιαίτερα, όταν, είχε εμφανίσει κάποια σημάδια ανάκαμψης μετά τον επικοινωνιακό θρίαμβο της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας και την επέκταση της στρατηγικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, δύο θέματα για τα οποία η αξιωματική αντιπολίτευση δέχθηκε κριτική για την επαμφοτερίζουσα στάση της. Συμπέρασμα: Το κυβερνών κόμμα έχει διαβεί για τα καλά τον Ρουβίκωνα από την περίοδο της ηγεμονίας και της ανοχής προς μία νέα φάση όπου οι ανατροπές δεν μοιάζουν απίθανες. Είναι αναστρέψιμη αυτή η κατάσταση για την κυβέρνηση; Ναι είναι. Όμως, ο νόμος της πολιτικής βαρύτητας αναφέρει ρητώς πως όποια διακυβέρνηση περάσει σε αυτή τη φάση κάθε μέρα που περνάει μετράει για δύο και κάθε λάθος επισωρρεύεται και αξιολογείται με πολύ μεγαλύτερη ένταση.
–Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εμφανίζεται να χάνει κι αυτός δύο μονάδες. Το στοιχείο αυτό μοιάζει σχετικά παράδοξο δεδομένου πως το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει εντείνει την αντιπολιτευτική ρητορική του, πιστώνεται με ορισμένες ενδιαφέρουσες πολιτικές αποφάσεις (Εκκλησία, γενικότερη κριτική για την πανδημία κ.ά), ενώ έχει σπάσει το περίβλημα πολιτικής μοναξιάς και το αντι-Σύριζα μέτωπο καθώς κατορθώνει να συσπειρώσει γύρω του (ad hoc) όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως φάνηκε στο ν/σ για το νέο Ποινικό Κώδικα και την ψηφοφορία για την Εξεταστική επιτροπή για τις λίστα Πέτσα και την Opinion Poll. Ως προς το τελευταίο είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως η κυβέρνηση, παρότι είχε διαμηνύσει το αντίθετο, απέφυγε τελικώς να κατεβάσει δική της πρόταση για εξεταστική επιτροπή με αντικείμενο διερεύνησης την περίοδο μετά το 2015 και να μπλοκάρει καθ΄ οιονδήποτε άλλο τρόπο την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Παρόλα αυτά, η αξιωματική αντιπολίτευση σημειώνει απώλειες και εμφανίζεται στη δημοσκόπηση στο 18,3% οδηγώντας κάποιον να εικάσει πως αυτό συμβαίνει λόγω κάποιων μετακινήσεων προς άλλα κόμματα ή την αδιευκρίνιστη ψήφο.
–Το ΚΙΝ.ΑΛ εμφανίζεται, αίφνης αλλά όχι αδικαιολόγητα, ως “the new kid in town” (από το παλιό τραγούδι των Eagles), όπως θα έλεγαν οι αμερικανοτραφείς. Με εκλογικό ποσοστό περίπου στο 8% το 2019 και με δημοσκοπικές καταγραφές μεταξύ του 6 και 8% τους προηγούμενους μήνες, η μεγάλη απώλεια της Φώφης Γεννηματά και το συναισθηματικό και πολιτικό φορτίο που προκάλεσε οδηγεί το κίνημα σε ένα ποσοστό κοντά στο 10%. Ένα κόμμα που παλινδρομούσε μέχρι πριν περίπου ένα χρόνο, χάρη στο αντιπολιτευτικό πρόσημο και την αυτονομία που του έδωσαν οι αποφάσεις της Φώφης Γεννηματά απόκτησε ενδιαφέρον και αυτό το ενδιαφέρον πολλαπλασιάζεται με αφορμή την εκλογή νέας ηγεσίας και, αναμφισβήτητα, λόγω της υποψηφιότητας του Γιώργου Παπανδρέου. Μπορεί να το διατηρήσει ή και να το διευρύνει αυτό το ποσοστό; Θα κριθεί εν πολλοίς από το ποιος θα κερδίσει την μάχη της 5ης και 12ης Δεκεμβρίου, από το πρόσημο και την ταυτότητα που θα του προσδώσει και, φυσικά, από τις μετακινήσεις που θα υπάρξουν είτε από τη Ν.Δ, είτε από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί πως αυτό το δημοσκοπικό εύρημα για το ΚΙΝ.ΑΛ δεν είναι στέρεο καθώς δεν γνωρίζει κανείς με ακρίβεια το εκλεκτορικό σώμα. Ο ίδιος ο Στράτος Φαναράς επισημαίνει την ρευστότητα: το δυνητικό σώμα συμπαθούντων ορίζεται ως κεντρώο και κεντροδεξιό, το σκληρό σώμα ψηφοφόρων, όμως, εμφανίζεται κεντρώο και κεντροαριστερό. Κάτι που σημαίνει πως άλλη θα είναι η ανταπόκριση με ηγεσία Ανδρέα Λοβέρδου, άλλη με τον Νίκο Ανδρουλάκη, και άλλη με τον Γιώργο Παπανδρέου. Συμπέρασμα: Όσο πιθανό φαίνεται να μεγαλώσει κι άλλο το ΚΙΝ.ΑΛ, τόσο εύκολο είναι να συρρικνωθεί και να περιορισθεί στο ποσοστό του 2019 ή και σε ακόμα μικρότερο, ιδιαίτερα σε συνθήκες πόλωσης και δικής του αμφισημίας.
–Ένα άλλο στοιχείο της δημοσκόπησης που έχει ενδιαφέρον είναι η ηλικιακή κατανομή της Πρόθεσης Ψήφου. Στις ηλικίες από 17 έως και 34 ετών, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σαφές προβάδισμα τριών και πλέον μονάδων από τη Ν.Δ. Τα δύσκολα για την αξιωματική αντιπολίτευση κρύβονται στις μεγαλύτερες ηλικίες και στους άνω των 65 η διαφορά υπέρ του κυβερνώντος κόμματος γίνεται τεράστια. Θεωρητικά αυτό έχει το θετικό για τον ΣΥΡΙΖΑ πως ο Αλέξης Τσίπρας διατηρεί αλώβητη την πρόσβασή του στους νέους (στοιχείο που δείχνει αντοχές πολιτικής μακροημέρευσης), από την άλλη, όμως, οι νεότεροι είναι και οι λιγότερο σίγουροι ότι θα φτάσουν τελικά στις κάλπες. Στην κατηγορία, μάλιστα, των 65+ το ΚΙΝ.ΑΛ πλησιάζει πολύ τον ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που σημαίνει πως μερίδα του εκλογικού σώματος που έχουν ως σημείο αναφοράς (λόγω ηλικίας) το “ανδρεϊκό” ΠΑΣΟΚ παραμένουν και μάλλον θα παραμείνουν πιστοί.
Η κοινή γνώμη εμφανίζεται μοιρασμένη σε ό,τι αφορά την επόμενη μέρα των εκλογών. Ποσοστό 50% εμφανίζεται υπέρ των αυτοδύναμων κυβερνήσεων, ενώ το 48% προτιμά τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Στην περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας το 44% θέλει να έχει βάση τη ΝΔ, ενώ το 33% τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το υποδόριο αίτημα 1:1 (ένας υπέρ αυτοδυναμίας, κι ένας υπέρ κυβερνήσεων συνεργασίας) πιθανώς θα μεταβληθεί όσο η υπεροπλία της κυβέρνησης θα μειώνεται και θα δημιουργείται εντονότερα το ερώτημα της διακυβέρνησης της επόμενης μέρας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ανάλυση/ Ανατροπές στο πολιτικό σκηνικό από τη νέα δημοσκόπηση της metron analysis – Κινούμενη άμμος το Κέντρο
Εν κατακλείδι,
Η δημοσκόπηση βάζει έντονα πλέον την παράμετρο του ΚΙΝ.ΑΛ ως στοιχείο που θα επηρεάσει σημαντικά τις εξελίξεις. Είναι γνωστό στους παροικούντες την πολιτική Ιερουσαλήμ πως ακόμα και ο πρωθυπουργός συναρτά τον χρόνο των εκλογών ΚΑΙ από τα όσα θα συμβούν στην Χαριλάου Τρικούπη μετά τις 12 Δεκεμβρίου. Κι αυτό διότι:
1.Είναι πιθανό μία εκλογή του Γιώργου Παπανδρέου να προκαλέσει -ίσως όχι άμεσα- ανεξαρτητοποιήσεις κάποιων βουλευτών που θα κρίνουν πως θα οδηγήσει το ΚΙΝ.ΑΛ πιο κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ. Μία τέτοια μικρή διάσπαση θα προκαλέσει αναταράξεις που ήδη λαμβάνονται υπόψιν των επιτελείων σε όλα τα πιθανά και…απίθανα σενάρια εξελίξεων.
2.Η εκλογή νέου αρχηγού θα αποσαφηνίσει τις προθέσεις, θα ενισχύσει ή θα συρρικνώσει το αφήγημα της προοδευτικής διακυβέρνησης.
Όμως, τελικά, εκείνο που πρέπει να ζυγίσουν καλά τα επιτελεία των δύο μεγαλύτερων κομμάτων είναι, για μεν τη Ν.Δ πως το αφήγημα περί αυτοδυναμίας με τη συγκεκριμένη δημοσκόπηση αποδυναμώνεται σημαντικά, για δε τον ΣΥΡΙΖΑ πως η περίοδος της μη ρεαλιστικής ριζοσπαστικότητας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η συνάντηση γίνεται εκ των πραγμάτων στον χώρο του κέντρου κι εκεί η μάχη θα είναι σκληρή. Θεωρητικά, για το κυβερνών κόμμα κάτι τέτοιο -παρά το ακόμα άνετο προβάδισμά του- είναι δυσκολότερο γιατί πρέπει (εν μέσω της βαριάς ατμόσφαιρας που δημιουργεί η πανδημία και οι τάσεις των αντιεμβολιαστών) να προφυλάξει τα δεξιά νώτα του (καλό είναι να δει κανείς πως καραδοκούν ακροδεξιά κόμματα και κινήσεις), την ίδια ώρα που επιχειρεί να δώσει στίγμα φιλελευθερισμού και κεντρώων αντιλήψεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, οφείλει να καταστήσει αξιόπιστο το εγχείρημα της διεύρυνσης που φέρει την υπογραφή του Αλέξη Τσίπρα και να εξέλθει από το συνέδριο του Φεβρουαρίου (;) με ενισχυμένο το αρχηγικό προφίλ του τελευταίου και οριστικά λυμένους του “λογαριασμούς”. Αλλά και με σαφή προσδιορισμό του προγράμματος και της νέας ομάδας διακυβέρνησης. Με τα τελευταία άλλωστε θα σταθεί εφικτό να ανοίξει ουσιαστικά η όποια συζήτηση για μελλοντικές συνεργασίες.